Στις ημέρες του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου, έπαρχος της Ρώμης στην Ιουδαία ήταν ο Πόντιος Πιλάτος, και αρχιερέας στα Ιεροσόλυμα ο Καϊάφας. Τότε συνέβησαν στην ιερή αυτή πόλη τα συγκλονιστικά γεγονότα της θανατικής καταδίκης του Ιησού Χριστού, της Σταύρωσής Του, αλλά και το μέγιστο γεγονός της Ανάστασής Του, που άλλαξε τη ροή της ιστορίας του κόσμου.
Τα κύρια πρόσωπα, που έχουν συνδεθεί με το στυγερό έγκλημα της θανατικής καταδίκης του Θεανθρώπου είναι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, μαθητής και προδότης του διδασκάλου του, ο μέγας αρχιερέας και πρόεδρος του Συνεδρίου Καϊάφας, ο πρώην αρχιερέας Άννας, που ασκούσε μεγάλη επιρροή στο ιερατείο και ήταν πεθερός του Καϊάφα και τέλος ο Ρωμαίος ηγεμόνας της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος.
Ας δούμε, όμως, συνοπτικά τα συγκεκριμένα αυτά πρόσωπα, στον ένοχο ρόλο τους, που μαζί με τους αρχιερείς και πρεσβύτερους, τους γραμματείς και φαρισαίους, επεδίωκαν επίμονα τη θανατική καταδίκη του Χριστού.
Ιούδας ο Ισκαριώτης
Ήταν ο δωδέκατος μαθητής του Χριστού που εκλήθη στο αποστολικό αξίωμα και ανέλαβε τα καθήκοντα του διαχειριστή. Στους αποστολικούς καταλόγους μνημονεύεται πάντοτε τελευταίος και τον συνοδεύει ο ατιμωτικός χαρακτηρισμός του προδότη. Ο Κύριος, ως παντογνώστης, γνώριζε από την αρχή ότι αυτός θα τον κατέδιδε. Τον συμπεριελάμβανε εν τούτοις στους μαθητές Του, να ζήσει κοντά Του, να ακούσει τη διδασκαλία Του και να δει τα θαύματά Του. Δεν μπορούσε συνεπώς ο μελλοντικός προδότης Του να επικαλεσθεί άγνοια και να έχει ελαφρυντικά για την πράξη του. Με τους προσδιορισμούς, άλλωστε, «διάβολος» και «υιός της απωλείας» αναφερόταν ο Χριστός αόριστα στον Ιούδα.
Άτομο με αυξημένη φιλαργυρία στρέφεται με δολιότητα κατά του διδασκάλου Του. Για λίγα αργύρια περιφρονεί την αγάπη και τη στοργή του Χριστού και γίνεται σύμμαχος εκείνων που θέλουν τον θάνατό Του. Διαπραγματεύεται με μικρό οικονομικό αντάλλαγμα την παράδοσή Του στους αρχιερείς και στους πρεσβύτερους. Ζει και κινείται ως κατάσκοπος στον όμιλο των «δώδεκα». Συμμετέχει τυπικά ως τις τελευταίες ώρες σε όλες τις εκδηλώσεις. Είναι παρών στον Μυστικό Δείπνο και ακούει ατάραχος τον συγκλονιστικό λόγο του Κυρίου προς τους μαθητές Του που τους λέει ότι ένας απ' αυτούς θα είναι ο προδότης. Κι αυτός, που από καιρό μεθοδεύει την προδοσία, ψυχρός και αμίλητος, τρέχει προς «το δεινόν βουλευτήριον των ανόμων» που έχει αποφασίσει να θανατώσει τον Αναμάρτητον, επειδή δεν γινόταν όργανό τους. Περιφρονεί τον νόμο της φιλίας που δεν επιτρέπει αγνωμοσύνη και έχθρα προς εκείνους που μας αγαπούν. Δόλια και πονηρά τρέχει να παραδώσει Εκείνον που πριν λίγο έπλυνε τα πόδια του!
Η εκκλησιαστική υμνογραφία της Μ. Εβδομάδας καταγγέλλει τον Ιούδα με βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Εικονίζει με μελανά χρώματα την κακοποιό δράση του, τη μιαρή συμπεριφορά του και σημειώνει ότι «κινείται, βουλεύεται, μελετά την παράδοσιν... συμφωνεί την πράσιν, πωλεί τον ατίμητον», αντί τριάκοντα αργυρίων! Και ενώ ο Χριστός με τους μαθητές Του βρίσκεται στον κήπο της Γεθσημανής και ζει στιγμές αγωνίας, ο προδότης καθοδηγεί τη σπείρα και τους υπηρέτες των αρχιερέων και φαρισαίων οι οποίοι «μετά φανών, λαμπάδων και όπλων», φτάνουν κοντά στον Χριστό. Εκεί ο Ιούδας υποδεικνύει με φίλημα τον διδάσκαλό του. «Ιούδας ο προδότης, δόλιος ων, δολίω φιλήματι παρέδωκε τον Σωτήρα Κύριον τον Δεσπότην των απάντων ως δούλον πέπρακε τοις παρανόμοις...», τονίζει ο υμνωδός της Εκκλησίας.
Όταν όμως βλέπει τις τραγικές συνέπειες του αμαρτήματός του κλονίζεται και απογοητευμένος επιστρέφει τα αργύρια, αναγνωρίζοντας ότι έχει διαπράξει έγκλημα. Δεν τρέχει όμως να ζητήσει συγγνώμη από το διδάσκαλό Του, που Τον εμπαίζουν και Τον βασανίζουν αλλά «απελθών απήγξατο», πήγε και κρεμάστηκε από τύψεις. Και ο υμνογράφος σημειώνει ότι η αγχόνη είναι η αμοιβή των πράξεών του: «Όθεν αγχόνην, αμοιβήν ώνπερ έδρα, ευρίσκει ο άθλιος και επώδυνον θάνατον».
Ο πρώην αρχιερέας Άννας
Ο Άννας, πρώην αρχιερέας των Ιουδαίων, ήταν το πρώτο πρόσωπο ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε χειροδέσμιος ο Χριστός μετά τη σύλληψή Του στον κήπο της Γεθσημανής. Αυτός, εχθρός αμείλικτος του Χριστού, τον προανέκρινε προκειμένου να προετοιμάσει την καταδίκη Του. Άφησε μάλιστα έναν από τους υπηρέτες του να Τον χαστουκίσει. Είχε διατελέσει αρχιερέας το 6 ή 7 μ.Χ. αλλά απομακρύνθηκε από το αξίωμά του από τον Ρωμαίο επίτροπο Βαλέριο Γράτο, μολονότι ο Εβραϊκός νόμος τον ήθελε ισόβιο. Περιγράφεται από τους ιστορικούς ως «πλεονέκτης, θησαυριστής, δοξομανής, φίλαρχος, ραδιούργος και επιτήδειος». Κατάφερε να αναδείξει αρχιερείς και τα τέσσερα παιδιά του καθώς και τον γαμπρό του Καϊάφα.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς τον θεωρεί αρχιερέα, ίσως διότι είχε μεγάλη επιρροή και πρωτεύοντα ρόλο σε κάθε ζήτημα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο Χριστός προσάγεται δεμένος πρώτα στον Άννα και έπειτα στον Καϊάφα. Διέθετε τρομερή δύναμη ως «νονός» του ιερατείου το οποίο εκμεταλλευόταν μονοπωλιακά τα πλούσια, αμύθητα έσοδα του Ναού των Ιεροσολύμων.
Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι είχε όχι τέσσερα, αλλά πέντε παιδιά «και τούτους πάντας συνέβη αρχιερατεύσαι τω Θεώ...». Ήταν πάντα δραστήριος σε δολοπλοκίες και πρωταγωνίστησε με πάθος, για να πετύχει την καταδίκη του Χριστού. Όταν μάλιστα βρέθηκε μπροστά στον Πιλάτο όπου το πλήθος ζήτησε την απελευθέρωση του Βαραββά, και εκείνος ρώτησε τι να κάνει με τον Χριστό, βροντοφώναξε: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν». Είχε όμως και αυτός τραγικό τέλος. Όταν με απόφαση του αυτοκράτορα Τιβέριου οι ένοχοι του εγκλήματος της Σταύρωσης του Χριστού οδηγήθηκαν στη Ρώμη, τότε τον αρχιερέα Άννα τον τύλιξαν γυμνό σε δέρμα βοδιού και τον άφησαν στον «καυτερόν ήλιον όπου, ξηρανθέντος του δέρματος, λόγω της συστολής αυτού εύρε οικτρόν θάνατον...».
Ο μέγας αρχιερέας Καϊάφας
Ο Καϊάφας (ή Ιωσήφ), ήταν μέγας αρχιερέας των Ιουδαίων τον καιρό της Σταύρωσης του Χριστού και επεδίωξε με πείσμα να πετύχει την καταδίκη Του. Σαδδουκαίος στο δόγμα νυμφεύθηκε την κόρη του προκατόχου του Άννα. Προήδρευσε του παράνομου Συνεδρίου αρχιερέων και πρεσβυτέρων που συνεδρίασαν για να δικάσουν τον Χριστό και τελικά Τον έκριναν ένοχο θανάτου. Ήταν δουλοπρεπής, πιστό όργανο των Ρωμαίων, και γι' αυτό έμεινε πολλά χρόνια στο αξίωμά του. Όταν, όμως, μετά το έγκλημα κατά του Χριστού ενοχοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα Τιβέριο ο Πιλάτος, τότε παύθηκε και αυτός.
Σύμφωνα με κρητική παράδοση, ενώ ο Καϊάφας μεταφερόταν στη Ρώμη μαζί με άλλους κατηγορούμενους, προκειμένου να δικαστεί για τον άδικο θάνατο του Ιησού, το καράβι ναυάγησε κοντά στις ακτές του νησιού και ο μέγας αρχιερέας κατάφερε να σωθεί βγαίνοντας στη στεριά. Ασθένησε έπειτα και σε λίγες μέρες πέθανε και ενταφιάστηκε. Δεν τον δέχτηκε όμως η γη, όπως λέει η παράδοση. Λέγεται, μάλιστα, ότι αυτό έγινε επτά φορές. Τον έθαβαν και η γη τον απέρριπτε. Τελικά, οι Κρητικοί τον κατέχωσαν με πέτρες και χώματα, με κατάρες και βλαστήμιες.
Ο τόπος της ταφής του, έξω από την Κνωσσό ονομάστηκε από τότε «Μνήμα του Καϊάφα». Πρόκειται για παλιά παράδοση γραμμένη σε απόκρυφο βιβλίο που τιτλοφορείται «Τα πεπραγμένα τω Πιλάτω».
Ο Πόντιος Πιλάτος
Από τα κορυφαία πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην καταδίκη του Χριστού είναι και ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος. Εκείνος, με την υπογραφή του, επικύρωσε την απόφαση του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Το έπραξε μάλιστα αυτό μολονότι, όπως προκύπτει από τις διηγήσεις των ευαγγελιστών, είχε πεισθεί για την αθωότητά Του. Ο Πιλάτος, αποκαλούμενος «Πόντιος», πιθανόν λόγω του τόπου καταγωγής του, ήταν ο πέμπτος κατά σειράν επίτροπος μετά την καθαίρεση του προκατόχου του Αρχέλαου. Πληροφορίες σχετικές με αυτόν διέσωσαν, εκτός από την Κ. Διαθήκη, και οι ιστορικοί Ιώσηπος, Φίλων και Τάκιτος. Ο Ιώσηπος τον χαρακτηρίζει σκληρό ηγεμόνα, αλλά και αδιάφορο για την ηθική και το δίκαιο. Το όνομα του Πιλάτου συνδέεται άμεσα με τη δίκη του Χριστού στο Πραιτώριο και με την άδικη απόφασή του κατά του Χριστού που έχει καταγραφεί μάλιστα και στο Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω» των Χριστιανών, που λέει: «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου...».
Ο Χριστός οδηγήθηκε στον Πιλάτο μετά τη νυχτερινή παράνομη δίκη του από τον Καϊάφα διότι το Συνέδριο των Ιουδαίων δεν είχε δικαίωμα να τον καταδικάσει σε θάνατο χωρίς την έγκρισή του. Οι Ρωμαίοι είχαν παραχωρήσει βέβαια τέτοιο δικαίωμα, «ίνα θανατώσωσι χωρίς αδείας ηγεμόνος», με βάση τον δικό τους νόμο, γεγονός που συνέβη και με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, αλλά αυτό δεν ίσχυε σε «πολιτικά» και «εγκληματικά» κακουργήματα. Το κατηγορητήριο κατά του Χριστού, όπως ιστορεί και ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, ανήκε στα πολιτικά: αιτίαν δε του Ιησού επαράστησαν, ότι είπεν εαυτόν βασιλέα, μηδεμίαν άλλην αιτίαν ευρόντες, διά τούτο είπαν τω Πιλάτω «ημίν ουκ έξεστιν ουδένα αποκτείναι» (Ιω. ιη' 31).
Σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων ο Πιλάτος παρουσιάζεται σαν να θέλει και να προσπαθεί να απαλλάξει τον Χριστό από τη θανατική καταδίκη. Ομολογεί, μάλιστα, μετά την ανάκρισή Του ότι δεν βρίσκει τίποτε επιλήψιμο εναντίον Του. Η επιμονή όμως των κατηγόρων του Ιησού Χριστού είναι ασφυκτική. Απορρίπτουν κάθε προσπάθειά του Πιλάτου να Τον απαλλάξει ακόμη και κατά τα καθιερωμένα με το δικαίωμα δηλαδή που είχε ως ηγεμόνας να ελευθερώνει, λόγω της γιορτής του Πάσχα, έναν κατάδικο. Γι' αυτό, όταν τους ρωτάει αν προτιμούν ν' αφήσει ελεύθερο τον Χριστό ή τον Βαραββά, εκείνοι επιλέγουν τον Βαραββά. Έπειτα, στο ερώτημά του τι να κάνει με τον Χριστό, κραυγάζουν: «Σταυρωθήτω!». Τον απειλούν μάλιστα ότι, αν δεν καταδικάσει εκείνον που παριστάνει τον βασιλέα, σημαίνει πως δεν είναι φίλος του καίσαρα!...
Ο Ματθαίος διηγείται το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου, Πρόκουλας ή Πρόκλης, η οποία το ερμήνευσε ως μήνυμα για την αθωότητα του Χριστού και γι' αυτό τρέχει στο Πραιτώριο να αποτρέψει τον σύζυγό της από οποιαδήποτε ένοχη πράξη εναντίον Του. Σύμφωνα, μάλιστα, με παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας η σύζυγος του Πιλάτου έγινε χριστιανή και η μνήμη της γιορτάζεται στις 27 Οκτωβρίου. Τελικά ο Πιλάτος παίρνει νερό και πλένει επιδεικτικά τα χέρια του μπροστά στον όχλο δηλώνοντας: «αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου». Συγχρόνως, όμως, υποκύπτει στις πιέσεις των εχθρών του Χριστού και Τον παραδίδει σ' αυτούς για να Τον σταυρώσουν.
«Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως...»
Προτού αναγνωσθεί το 12ο Ευαγγέλιο τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται ο ύμνος που αναφέρεται στην καταδικαστική απόφαση κατά του Ιησού και αξίζει να τον περιλάβουμε εδώ: Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων, και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ' ο φύσει σώματος δι' εμέ πάσχων, αγαθέ, Κύριε, δόξασοι. Δηλαδή: - Ήδη ο κονδυλοφόρος βουτιέται στο μελάνι και γράφεται η απόφαση από άδικους δικαστές με την οποία ο Χριστός, καταδικάζεται στον διά Σταυρού θάνατο. Και η Δημιουργία πάσχει καθώς αντικρίζει τον Κύριο και Δημιουργό της στον Σταυρό. Αλλά δόξα ανήκει σ' Εσένα, αγαθέ Κύριε, που κατά την ανθρώπινη φύση Σου υφίστασαι παθήματα για τη σωτηρία μου...
Επιστολή του Πιλάτου στον αυτοκράτορα Τιβέριο
Ο Πόντιος Πιλάτος, μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν στα Ιεροσόλυμα κατά τη δίκη του Χριστού και κυρίως όσα, θαυμαστά και τρομερά, επακολούθησαν μετά το «τετέλεσται» Εκείνου επί του Σταυρού, απευθύνει εμπεριστατωμένη επιστολή-αναφορά προς τον καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο, στην οποία του εκθέτει όλα όσα είχαν συμβεί. Ομολογεί, μάλιστα, κυνικά ότι ο ίδιος διέταξε να σταυρωθεί ο Χριστός μολονότι ήταν βέβαιος για την αθωότητά Του!
Αναφέρεται ακολούθως στις ψεύτικες κατηγορίες κατά του Ιησού εκείνων που Τον οδήγησαν ενώπιόν του και σημειώνει ότι καίτοι δε πολλά κατ' Αυτού λέγοντες, ουκ ηδυνήθησαν όμως ευρείν τι βέβαιον έγκλημα κατ' Αυτού....
Εγώ διέταξα τη Σταύρωσή Του
Στην πραγματικότητα ο Ιησούς ήταν ευεργέτης του ιουδαϊκού λαού, αφού αγαθοεργούσε, όπως βεβαιώνει και ο Πιλάτος, με «ιάσεις και θαύματα... των οποίων καγώ ειμί μάρτυς τυφλούς, χωλούς, λεπρούς, παραλύτους και δαιμονιζομένους, εθεράπευε, μόνο τω λόγω νεκρούς ανίστα ως εξ ύπνου, και εν μιά τεταρταίον τινά, ονόματι Λάζαρον, ανέστησε, λόγω μόνω καλέσας αυτόν κατ' όνομα..». Ομολογεί στη συνέχεια ο Πιλάτος ότι διαπίστωσε την αθωότητα του Χριστού αλλά υπέκυψε στις πιέσεις των κατηγόρων Του και διέταξε να σταυρωθεί.
Δριμύτατο «κατηγορώ» του Τιβέριου κατά του Ποντίου Πιλάτου
Όταν ο Τιβέριος πληροφορείται όλα αυτά τα παράνομα που είχαν συμβεί στα Ιεροσόλυμα ελέγχει δριμύτατα τον Πιλάτο. Τον χαρακτηρίζει ανάξιο, βέβηλο και πορωμένο «επειδή άδικον εψήφισε θάνατον κατά του Ιησού» και τον κατηγορεί ότι συντάχθηκε με τους εχθρούς Του από τους οποίους, όπως τονίζει, «έλαβε δώρα». Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, διατάζει να προσαχθεί ενώπιόν του δέσμιος για ν' απολογηθεί. Γράφει ότι είναι αποφασισμένος να απονείμει γρήγορα δικαιοσύνη. Επισημαίνει ακόμη ο Τιβέριος, ότι ο Πιλάτος ενήργησε αυθαίρετα, χωρίς να ζητήσει τη γνώμη του σ' ένα τόσο σοβαρό θέμα, αλλά τον ενημέρωσε εκ των υστέρων για τα τετελεσμένα...
Ο αυτοκράτορας, που είχε, όπως φαίνεται, και άλλες πληροφορίες για τις θαυματουργικές θεραπείες του Χριστού στην Ιουδαία, αγανακτεί για το έγκλημα της Σταύρωσής Του, διότι και αν ακόμη δεν τον πίστευαν ως Θεό θα μπορούσαν να Τον έχουν κρατήσει ζώντα ως γιατρό, θεραπευτή. Διατυπώνει τέλος ο Τιβέριος την κρίση του ότι Εκείνος δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός.
Το τέλος του Πιλάτου
Σχετικά με το τέλος της ζωής του Πόντιου Πιλάτου αναφέρονται διάφορες εκδοχές, χωρίς σαφείς ιστορικές μαρτυρίες, όλες όμως συμφωνούν ότι είχε οικτρό θάνατο. Σε μια από αυτές καταγράφεται ότι αφού με διαταγή του Τιβέριου, του αυτοαποκαλούμενου Δεσπότη ανίκητου και φοβερού, οδηγήθηκε δέσμιος στη Ρώμη, εκτελέστηκε εκεί από τον ίδιο τον καίσαρα.
Κατά τον Ευσέβιο («Εκκλησιαστική Ιστορία») εξορίστηκε στη Βιέννη της Γαλλίας όπου σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτοκτόνησε και έτσι τιμωρήθηκε από τη θεία δίκη για την ενοχή του. Αλλού αναφέρεται ότι αφού τον σκότωσαν στη Ρώμη πέταξαν το πτώμα του στον Τίβερι όπου προκάλεσε πλημμύρες...
Ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος γράφει στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του (Τόμος Α' εν Βιέννη 1783) τα εξής: Ο δε Βιτέλλιος λαβών την ηγεμονίαν της Συρίας, διορίζει επίτροπον της Ιουδαίας τον Μάρκελλον, τον δε Πιλάτον πέμπει εις Ρώμην, και τότε ην αποθαμένος ο Τιβέριος, του οποίου ο διάδοχος Γάιος Καλλιγούλας εξωρίζει τον Πιλάτον εις Βιένναν της Γαλλίας, όπου, εις τοσαύτας συμφοράς, λέγουσι, περιέπεσεν όπου απελπισμένος μόνος του εθανατώθη. Σημειώνει επίσης ότι από τον Βιτέλλιο παύθηκε και ο Καϊάφας του αρχιερατικού αξιώματος και αυτοκτόνησε: μόνος του εθανατώθη... καθώς λέγει Κλήμης ο Ρωμαίος. Έτι δε και Άννας ο πενθερός αυτού κακώς απωλέσθη, και ηύρεν η Θεία Δίκη τους παρανόμους, κατά τον Ιώσηπον και Νικηφόρον Κάλλιστον.
Ποιος ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης
Στην Ισκαρία ζούσε κάποτε ο Εβραίος Ρόβελ και μια ημέρα η γυναίκα του είδε ένα φοβερό όνειρο, ότι εάν μείνει έγκυος και γεννήσει αγόρι, αυτό το παιδί θα γίνει η καταστροφή των Εβραίων. Την ίδια νύχτα η γυναίκα έμεινε έγκυος και όταν γεννήθηκε το παιδί αυτό, θέλησε να το φονεύσει για να μην καταστρέψει το Έθνος τους. Κρυφά από τον άνδρα της, έβαλε το μωρό σ’ ένα πλεκτό πισσαρισμένο κιβώτιο και το έριξε στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Το κιβώτιο έπλεε και τα κύματα το παρέσυραν στο απέναντι νησί όπου ζούσαν βοσκοί. Αυτοί βρήκαν το παιδί και το έτρεφαν, ώσπου το έδωσαν σε μια γυναίκα να το θηλάζει και η οποία το ονόμασε Ιούδα...
Όταν το παιδί άρχισε να περιπατεί, το έφεραν στην Ισκαρία για να βρούν άνθρωπο να το αναθρέψει. Συμπτωματικά το «υιοθέτησε» ο πατέρας του παιδιού ο Ρόβελ! Η μητέρα του χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν το δικό της παιδί, το αγαπούσε ενθυμούμενη το βρέφος που είχε ρίξει στη θάλασσα και αφού γέννησε και άλλο αγόρι, τα ανέτρεφε και τα δύο μαζί. Ο Ιούδας όμως ήταν από μικρός πονηρός και έδερνε τον αδελφό του, ζηλεύοντάς τον και θέλοντας να πάρει εκείνος μόνος του την περιουσία του πατρός του. Τότε ο φιλοχρήματος Ιούδας φόνευσε κρυφά τον αδελφό του και φοβούμενος μην συλληφθεί έφυγε στα Ιεροσόλυμα. Έτσι, οι γονείς του δεν γνώριζαν πλέον τι έγιναν τα παιδιά τους, και ο δυναμικός καί όμορφος Ιούδας, ως φιλάργυρος που ήταν, όταν πήγε στα Ιεροσόλυμα, γνώρισε τον Εβραίο βασιλιά Ηρώδη που του εμπιστεύτηκε την φροντίδα του οίκου του.
Μετά από πολλά χρόνια ο πατέρας και η μητέρα του Ιούδα, έφυγαν από την Ισκαρία λόγω διαφόρων προβλημάτων και ήρθαν στα Ιεροσόλυμα. Έχοντας αρκετά πλούτη, αγόρασαν οικία με ωραίους κήπους και δένδρα κοντά στα ανάκτορα του βασιλιά Ηρώδη και μια ημέρα καθώς ο βασιλιάς θαύμαζε τους κήπους του Ρόβελ, προθυμοποιήθηκε ο Ιούδας να πάει κρυφά καί να του φέρει φρούτα. Έγινε όμως αντιληπτός από τον πατέρα του που δεν τον γνώριζε και αφού διαπληκτίστηκε μαζί του και είδε ότι δεν τον έβλεπε κανείς, τον σκότωσε. Αφού έφερε στον βασιλιά τους καρπούς, του είπε ότι είχε σκοτώσει τον Ρόβελ. Ο Ηρώδης τότε για να μην προσβληθεί το παλάτι, ζήτησε από τον Ιούδα να λάβει για γυναίκα του την χήρα, χωρίς να ξέρουν ότι ήταν η μητέρα του, ώστε να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Έτσι η γυναίκα εν αγνοία της, έλαβε σύζυγο για αρκετά χρόνια το γιο της, αποκτώντας μαζί του και παιδιά! Μια ημέρα καθώς εκείνη έκλαιγε ενθυμούμενη τα βάσανά της, διηγήθηκε λεπτομερώς τα του βίου της στον Ιούδα. Τότε εκείνος, έχοντας ακούσει από τους βοσκούς ότι τον περισυνέλεξαν από τη θάλασσα μέσα σ’ ένα καλάθι όταν ήταν βρέφος, συνειδητοποίησε ότι αυτούς που είχε σκοτώσει ήταν ο αδελφός και ο πατέρας του και ότι είχε πάρει για γυναίκα του την μητέρα του και αφού της είπε ότι εκείνος είναι ο γιος της που τον είχε ρίξει στη θάλασσα και ότι είχε σκοτώσει τον αδελφό και τον πατέρα του, έφυγε μακριά της.
Ο Ιούδας τότε, προσπαθώντας να μετανοήσει, έμαθε ότι στην Ιουδαία κήρυττε ένας σπουδαίος διδάσκαλος, ο Ιησούς Χριστός, που καλούσε τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν και θεράπευε ψυχές και σώματα ασθενούντων.Αφού πήγε σ’ Αυτόν για να σώσει την ψυχή του, ο Χριστός τον έκανε μαθητή Του και του εμπιστεύτηκε να κρατά τα χρήματα που προοριζόταν για την συντήρηση των υπολοίπων Μαθητών και του Χριστού. Όμως, ο Ιούδας δεν εγκατέλειψε το πάθος της φιλαργυρίας και έκλεβε χρήματα, φθάνοντας στο σημείο να προδώσει τον Ιησού Χριστό για τριάκοντα αργύρια και να καταδικασθεί από τους Εβραίους σε σταυρικό θάνατο. Καταλαβαίνοντας ότι είχε παραδώσει αθώο αίμα, επέστρεψε τα αργύρια και αντί να μετανοήσει ειλικρινά, προτίμησε να κρεμασθεί σ’ ένα δένδρο και να βρει τραγικό θάνατο.
Τα κύρια πρόσωπα, που έχουν συνδεθεί με το στυγερό έγκλημα της θανατικής καταδίκης του Θεανθρώπου είναι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, μαθητής και προδότης του διδασκάλου του, ο μέγας αρχιερέας και πρόεδρος του Συνεδρίου Καϊάφας, ο πρώην αρχιερέας Άννας, που ασκούσε μεγάλη επιρροή στο ιερατείο και ήταν πεθερός του Καϊάφα και τέλος ο Ρωμαίος ηγεμόνας της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος.
Ας δούμε, όμως, συνοπτικά τα συγκεκριμένα αυτά πρόσωπα, στον ένοχο ρόλο τους, που μαζί με τους αρχιερείς και πρεσβύτερους, τους γραμματείς και φαρισαίους, επεδίωκαν επίμονα τη θανατική καταδίκη του Χριστού.
Ιούδας ο Ισκαριώτης
Ήταν ο δωδέκατος μαθητής του Χριστού που εκλήθη στο αποστολικό αξίωμα και ανέλαβε τα καθήκοντα του διαχειριστή. Στους αποστολικούς καταλόγους μνημονεύεται πάντοτε τελευταίος και τον συνοδεύει ο ατιμωτικός χαρακτηρισμός του προδότη. Ο Κύριος, ως παντογνώστης, γνώριζε από την αρχή ότι αυτός θα τον κατέδιδε. Τον συμπεριελάμβανε εν τούτοις στους μαθητές Του, να ζήσει κοντά Του, να ακούσει τη διδασκαλία Του και να δει τα θαύματά Του. Δεν μπορούσε συνεπώς ο μελλοντικός προδότης Του να επικαλεσθεί άγνοια και να έχει ελαφρυντικά για την πράξη του. Με τους προσδιορισμούς, άλλωστε, «διάβολος» και «υιός της απωλείας» αναφερόταν ο Χριστός αόριστα στον Ιούδα.
Άτομο με αυξημένη φιλαργυρία στρέφεται με δολιότητα κατά του διδασκάλου Του. Για λίγα αργύρια περιφρονεί την αγάπη και τη στοργή του Χριστού και γίνεται σύμμαχος εκείνων που θέλουν τον θάνατό Του. Διαπραγματεύεται με μικρό οικονομικό αντάλλαγμα την παράδοσή Του στους αρχιερείς και στους πρεσβύτερους. Ζει και κινείται ως κατάσκοπος στον όμιλο των «δώδεκα». Συμμετέχει τυπικά ως τις τελευταίες ώρες σε όλες τις εκδηλώσεις. Είναι παρών στον Μυστικό Δείπνο και ακούει ατάραχος τον συγκλονιστικό λόγο του Κυρίου προς τους μαθητές Του που τους λέει ότι ένας απ' αυτούς θα είναι ο προδότης. Κι αυτός, που από καιρό μεθοδεύει την προδοσία, ψυχρός και αμίλητος, τρέχει προς «το δεινόν βουλευτήριον των ανόμων» που έχει αποφασίσει να θανατώσει τον Αναμάρτητον, επειδή δεν γινόταν όργανό τους. Περιφρονεί τον νόμο της φιλίας που δεν επιτρέπει αγνωμοσύνη και έχθρα προς εκείνους που μας αγαπούν. Δόλια και πονηρά τρέχει να παραδώσει Εκείνον που πριν λίγο έπλυνε τα πόδια του!
Η εκκλησιαστική υμνογραφία της Μ. Εβδομάδας καταγγέλλει τον Ιούδα με βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Εικονίζει με μελανά χρώματα την κακοποιό δράση του, τη μιαρή συμπεριφορά του και σημειώνει ότι «κινείται, βουλεύεται, μελετά την παράδοσιν... συμφωνεί την πράσιν, πωλεί τον ατίμητον», αντί τριάκοντα αργυρίων! Και ενώ ο Χριστός με τους μαθητές Του βρίσκεται στον κήπο της Γεθσημανής και ζει στιγμές αγωνίας, ο προδότης καθοδηγεί τη σπείρα και τους υπηρέτες των αρχιερέων και φαρισαίων οι οποίοι «μετά φανών, λαμπάδων και όπλων», φτάνουν κοντά στον Χριστό. Εκεί ο Ιούδας υποδεικνύει με φίλημα τον διδάσκαλό του. «Ιούδας ο προδότης, δόλιος ων, δολίω φιλήματι παρέδωκε τον Σωτήρα Κύριον τον Δεσπότην των απάντων ως δούλον πέπρακε τοις παρανόμοις...», τονίζει ο υμνωδός της Εκκλησίας.
Όταν όμως βλέπει τις τραγικές συνέπειες του αμαρτήματός του κλονίζεται και απογοητευμένος επιστρέφει τα αργύρια, αναγνωρίζοντας ότι έχει διαπράξει έγκλημα. Δεν τρέχει όμως να ζητήσει συγγνώμη από το διδάσκαλό Του, που Τον εμπαίζουν και Τον βασανίζουν αλλά «απελθών απήγξατο», πήγε και κρεμάστηκε από τύψεις. Και ο υμνογράφος σημειώνει ότι η αγχόνη είναι η αμοιβή των πράξεών του: «Όθεν αγχόνην, αμοιβήν ώνπερ έδρα, ευρίσκει ο άθλιος και επώδυνον θάνατον».
Ο πρώην αρχιερέας Άννας
Ο Άννας, πρώην αρχιερέας των Ιουδαίων, ήταν το πρώτο πρόσωπο ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε χειροδέσμιος ο Χριστός μετά τη σύλληψή Του στον κήπο της Γεθσημανής. Αυτός, εχθρός αμείλικτος του Χριστού, τον προανέκρινε προκειμένου να προετοιμάσει την καταδίκη Του. Άφησε μάλιστα έναν από τους υπηρέτες του να Τον χαστουκίσει. Είχε διατελέσει αρχιερέας το 6 ή 7 μ.Χ. αλλά απομακρύνθηκε από το αξίωμά του από τον Ρωμαίο επίτροπο Βαλέριο Γράτο, μολονότι ο Εβραϊκός νόμος τον ήθελε ισόβιο. Περιγράφεται από τους ιστορικούς ως «πλεονέκτης, θησαυριστής, δοξομανής, φίλαρχος, ραδιούργος και επιτήδειος». Κατάφερε να αναδείξει αρχιερείς και τα τέσσερα παιδιά του καθώς και τον γαμπρό του Καϊάφα.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς τον θεωρεί αρχιερέα, ίσως διότι είχε μεγάλη επιρροή και πρωτεύοντα ρόλο σε κάθε ζήτημα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο Χριστός προσάγεται δεμένος πρώτα στον Άννα και έπειτα στον Καϊάφα. Διέθετε τρομερή δύναμη ως «νονός» του ιερατείου το οποίο εκμεταλλευόταν μονοπωλιακά τα πλούσια, αμύθητα έσοδα του Ναού των Ιεροσολύμων.
Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι είχε όχι τέσσερα, αλλά πέντε παιδιά «και τούτους πάντας συνέβη αρχιερατεύσαι τω Θεώ...». Ήταν πάντα δραστήριος σε δολοπλοκίες και πρωταγωνίστησε με πάθος, για να πετύχει την καταδίκη του Χριστού. Όταν μάλιστα βρέθηκε μπροστά στον Πιλάτο όπου το πλήθος ζήτησε την απελευθέρωση του Βαραββά, και εκείνος ρώτησε τι να κάνει με τον Χριστό, βροντοφώναξε: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν». Είχε όμως και αυτός τραγικό τέλος. Όταν με απόφαση του αυτοκράτορα Τιβέριου οι ένοχοι του εγκλήματος της Σταύρωσης του Χριστού οδηγήθηκαν στη Ρώμη, τότε τον αρχιερέα Άννα τον τύλιξαν γυμνό σε δέρμα βοδιού και τον άφησαν στον «καυτερόν ήλιον όπου, ξηρανθέντος του δέρματος, λόγω της συστολής αυτού εύρε οικτρόν θάνατον...».
Ο μέγας αρχιερέας Καϊάφας
Ο Καϊάφας (ή Ιωσήφ), ήταν μέγας αρχιερέας των Ιουδαίων τον καιρό της Σταύρωσης του Χριστού και επεδίωξε με πείσμα να πετύχει την καταδίκη Του. Σαδδουκαίος στο δόγμα νυμφεύθηκε την κόρη του προκατόχου του Άννα. Προήδρευσε του παράνομου Συνεδρίου αρχιερέων και πρεσβυτέρων που συνεδρίασαν για να δικάσουν τον Χριστό και τελικά Τον έκριναν ένοχο θανάτου. Ήταν δουλοπρεπής, πιστό όργανο των Ρωμαίων, και γι' αυτό έμεινε πολλά χρόνια στο αξίωμά του. Όταν, όμως, μετά το έγκλημα κατά του Χριστού ενοχοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα Τιβέριο ο Πιλάτος, τότε παύθηκε και αυτός.
Σύμφωνα με κρητική παράδοση, ενώ ο Καϊάφας μεταφερόταν στη Ρώμη μαζί με άλλους κατηγορούμενους, προκειμένου να δικαστεί για τον άδικο θάνατο του Ιησού, το καράβι ναυάγησε κοντά στις ακτές του νησιού και ο μέγας αρχιερέας κατάφερε να σωθεί βγαίνοντας στη στεριά. Ασθένησε έπειτα και σε λίγες μέρες πέθανε και ενταφιάστηκε. Δεν τον δέχτηκε όμως η γη, όπως λέει η παράδοση. Λέγεται, μάλιστα, ότι αυτό έγινε επτά φορές. Τον έθαβαν και η γη τον απέρριπτε. Τελικά, οι Κρητικοί τον κατέχωσαν με πέτρες και χώματα, με κατάρες και βλαστήμιες.
Ο τόπος της ταφής του, έξω από την Κνωσσό ονομάστηκε από τότε «Μνήμα του Καϊάφα». Πρόκειται για παλιά παράδοση γραμμένη σε απόκρυφο βιβλίο που τιτλοφορείται «Τα πεπραγμένα τω Πιλάτω».
Ο Πόντιος Πιλάτος
Από τα κορυφαία πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην καταδίκη του Χριστού είναι και ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος. Εκείνος, με την υπογραφή του, επικύρωσε την απόφαση του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Το έπραξε μάλιστα αυτό μολονότι, όπως προκύπτει από τις διηγήσεις των ευαγγελιστών, είχε πεισθεί για την αθωότητά Του. Ο Πιλάτος, αποκαλούμενος «Πόντιος», πιθανόν λόγω του τόπου καταγωγής του, ήταν ο πέμπτος κατά σειράν επίτροπος μετά την καθαίρεση του προκατόχου του Αρχέλαου. Πληροφορίες σχετικές με αυτόν διέσωσαν, εκτός από την Κ. Διαθήκη, και οι ιστορικοί Ιώσηπος, Φίλων και Τάκιτος. Ο Ιώσηπος τον χαρακτηρίζει σκληρό ηγεμόνα, αλλά και αδιάφορο για την ηθική και το δίκαιο. Το όνομα του Πιλάτου συνδέεται άμεσα με τη δίκη του Χριστού στο Πραιτώριο και με την άδικη απόφασή του κατά του Χριστού που έχει καταγραφεί μάλιστα και στο Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω» των Χριστιανών, που λέει: «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου...».
Ο Χριστός οδηγήθηκε στον Πιλάτο μετά τη νυχτερινή παράνομη δίκη του από τον Καϊάφα διότι το Συνέδριο των Ιουδαίων δεν είχε δικαίωμα να τον καταδικάσει σε θάνατο χωρίς την έγκρισή του. Οι Ρωμαίοι είχαν παραχωρήσει βέβαια τέτοιο δικαίωμα, «ίνα θανατώσωσι χωρίς αδείας ηγεμόνος», με βάση τον δικό τους νόμο, γεγονός που συνέβη και με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, αλλά αυτό δεν ίσχυε σε «πολιτικά» και «εγκληματικά» κακουργήματα. Το κατηγορητήριο κατά του Χριστού, όπως ιστορεί και ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, ανήκε στα πολιτικά: αιτίαν δε του Ιησού επαράστησαν, ότι είπεν εαυτόν βασιλέα, μηδεμίαν άλλην αιτίαν ευρόντες, διά τούτο είπαν τω Πιλάτω «ημίν ουκ έξεστιν ουδένα αποκτείναι» (Ιω. ιη' 31).
Σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων ο Πιλάτος παρουσιάζεται σαν να θέλει και να προσπαθεί να απαλλάξει τον Χριστό από τη θανατική καταδίκη. Ομολογεί, μάλιστα, μετά την ανάκρισή Του ότι δεν βρίσκει τίποτε επιλήψιμο εναντίον Του. Η επιμονή όμως των κατηγόρων του Ιησού Χριστού είναι ασφυκτική. Απορρίπτουν κάθε προσπάθειά του Πιλάτου να Τον απαλλάξει ακόμη και κατά τα καθιερωμένα με το δικαίωμα δηλαδή που είχε ως ηγεμόνας να ελευθερώνει, λόγω της γιορτής του Πάσχα, έναν κατάδικο. Γι' αυτό, όταν τους ρωτάει αν προτιμούν ν' αφήσει ελεύθερο τον Χριστό ή τον Βαραββά, εκείνοι επιλέγουν τον Βαραββά. Έπειτα, στο ερώτημά του τι να κάνει με τον Χριστό, κραυγάζουν: «Σταυρωθήτω!». Τον απειλούν μάλιστα ότι, αν δεν καταδικάσει εκείνον που παριστάνει τον βασιλέα, σημαίνει πως δεν είναι φίλος του καίσαρα!...
Ο Ματθαίος διηγείται το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου, Πρόκουλας ή Πρόκλης, η οποία το ερμήνευσε ως μήνυμα για την αθωότητα του Χριστού και γι' αυτό τρέχει στο Πραιτώριο να αποτρέψει τον σύζυγό της από οποιαδήποτε ένοχη πράξη εναντίον Του. Σύμφωνα, μάλιστα, με παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας η σύζυγος του Πιλάτου έγινε χριστιανή και η μνήμη της γιορτάζεται στις 27 Οκτωβρίου. Τελικά ο Πιλάτος παίρνει νερό και πλένει επιδεικτικά τα χέρια του μπροστά στον όχλο δηλώνοντας: «αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου». Συγχρόνως, όμως, υποκύπτει στις πιέσεις των εχθρών του Χριστού και Τον παραδίδει σ' αυτούς για να Τον σταυρώσουν.
«Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως...»
Προτού αναγνωσθεί το 12ο Ευαγγέλιο τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται ο ύμνος που αναφέρεται στην καταδικαστική απόφαση κατά του Ιησού και αξίζει να τον περιλάβουμε εδώ: Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων, και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ' ο φύσει σώματος δι' εμέ πάσχων, αγαθέ, Κύριε, δόξασοι. Δηλαδή: - Ήδη ο κονδυλοφόρος βουτιέται στο μελάνι και γράφεται η απόφαση από άδικους δικαστές με την οποία ο Χριστός, καταδικάζεται στον διά Σταυρού θάνατο. Και η Δημιουργία πάσχει καθώς αντικρίζει τον Κύριο και Δημιουργό της στον Σταυρό. Αλλά δόξα ανήκει σ' Εσένα, αγαθέ Κύριε, που κατά την ανθρώπινη φύση Σου υφίστασαι παθήματα για τη σωτηρία μου...
Επιστολή του Πιλάτου στον αυτοκράτορα Τιβέριο
Ο Πόντιος Πιλάτος, μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν στα Ιεροσόλυμα κατά τη δίκη του Χριστού και κυρίως όσα, θαυμαστά και τρομερά, επακολούθησαν μετά το «τετέλεσται» Εκείνου επί του Σταυρού, απευθύνει εμπεριστατωμένη επιστολή-αναφορά προς τον καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο, στην οποία του εκθέτει όλα όσα είχαν συμβεί. Ομολογεί, μάλιστα, κυνικά ότι ο ίδιος διέταξε να σταυρωθεί ο Χριστός μολονότι ήταν βέβαιος για την αθωότητά Του!
Αναφέρεται ακολούθως στις ψεύτικες κατηγορίες κατά του Ιησού εκείνων που Τον οδήγησαν ενώπιόν του και σημειώνει ότι καίτοι δε πολλά κατ' Αυτού λέγοντες, ουκ ηδυνήθησαν όμως ευρείν τι βέβαιον έγκλημα κατ' Αυτού....
Εγώ διέταξα τη Σταύρωσή Του
Στην πραγματικότητα ο Ιησούς ήταν ευεργέτης του ιουδαϊκού λαού, αφού αγαθοεργούσε, όπως βεβαιώνει και ο Πιλάτος, με «ιάσεις και θαύματα... των οποίων καγώ ειμί μάρτυς τυφλούς, χωλούς, λεπρούς, παραλύτους και δαιμονιζομένους, εθεράπευε, μόνο τω λόγω νεκρούς ανίστα ως εξ ύπνου, και εν μιά τεταρταίον τινά, ονόματι Λάζαρον, ανέστησε, λόγω μόνω καλέσας αυτόν κατ' όνομα..». Ομολογεί στη συνέχεια ο Πιλάτος ότι διαπίστωσε την αθωότητα του Χριστού αλλά υπέκυψε στις πιέσεις των κατηγόρων Του και διέταξε να σταυρωθεί.
Δριμύτατο «κατηγορώ» του Τιβέριου κατά του Ποντίου Πιλάτου
Όταν ο Τιβέριος πληροφορείται όλα αυτά τα παράνομα που είχαν συμβεί στα Ιεροσόλυμα ελέγχει δριμύτατα τον Πιλάτο. Τον χαρακτηρίζει ανάξιο, βέβηλο και πορωμένο «επειδή άδικον εψήφισε θάνατον κατά του Ιησού» και τον κατηγορεί ότι συντάχθηκε με τους εχθρούς Του από τους οποίους, όπως τονίζει, «έλαβε δώρα». Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, διατάζει να προσαχθεί ενώπιόν του δέσμιος για ν' απολογηθεί. Γράφει ότι είναι αποφασισμένος να απονείμει γρήγορα δικαιοσύνη. Επισημαίνει ακόμη ο Τιβέριος, ότι ο Πιλάτος ενήργησε αυθαίρετα, χωρίς να ζητήσει τη γνώμη του σ' ένα τόσο σοβαρό θέμα, αλλά τον ενημέρωσε εκ των υστέρων για τα τετελεσμένα...
Ο αυτοκράτορας, που είχε, όπως φαίνεται, και άλλες πληροφορίες για τις θαυματουργικές θεραπείες του Χριστού στην Ιουδαία, αγανακτεί για το έγκλημα της Σταύρωσής Του, διότι και αν ακόμη δεν τον πίστευαν ως Θεό θα μπορούσαν να Τον έχουν κρατήσει ζώντα ως γιατρό, θεραπευτή. Διατυπώνει τέλος ο Τιβέριος την κρίση του ότι Εκείνος δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός.
Το τέλος του Πιλάτου
Σχετικά με το τέλος της ζωής του Πόντιου Πιλάτου αναφέρονται διάφορες εκδοχές, χωρίς σαφείς ιστορικές μαρτυρίες, όλες όμως συμφωνούν ότι είχε οικτρό θάνατο. Σε μια από αυτές καταγράφεται ότι αφού με διαταγή του Τιβέριου, του αυτοαποκαλούμενου Δεσπότη ανίκητου και φοβερού, οδηγήθηκε δέσμιος στη Ρώμη, εκτελέστηκε εκεί από τον ίδιο τον καίσαρα.
Κατά τον Ευσέβιο («Εκκλησιαστική Ιστορία») εξορίστηκε στη Βιέννη της Γαλλίας όπου σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτοκτόνησε και έτσι τιμωρήθηκε από τη θεία δίκη για την ενοχή του. Αλλού αναφέρεται ότι αφού τον σκότωσαν στη Ρώμη πέταξαν το πτώμα του στον Τίβερι όπου προκάλεσε πλημμύρες...
Ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος γράφει στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του (Τόμος Α' εν Βιέννη 1783) τα εξής: Ο δε Βιτέλλιος λαβών την ηγεμονίαν της Συρίας, διορίζει επίτροπον της Ιουδαίας τον Μάρκελλον, τον δε Πιλάτον πέμπει εις Ρώμην, και τότε ην αποθαμένος ο Τιβέριος, του οποίου ο διάδοχος Γάιος Καλλιγούλας εξωρίζει τον Πιλάτον εις Βιένναν της Γαλλίας, όπου, εις τοσαύτας συμφοράς, λέγουσι, περιέπεσεν όπου απελπισμένος μόνος του εθανατώθη. Σημειώνει επίσης ότι από τον Βιτέλλιο παύθηκε και ο Καϊάφας του αρχιερατικού αξιώματος και αυτοκτόνησε: μόνος του εθανατώθη... καθώς λέγει Κλήμης ο Ρωμαίος. Έτι δε και Άννας ο πενθερός αυτού κακώς απωλέσθη, και ηύρεν η Θεία Δίκη τους παρανόμους, κατά τον Ιώσηπον και Νικηφόρον Κάλλιστον.
Ποιος ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης
Στην Ισκαρία ζούσε κάποτε ο Εβραίος Ρόβελ και μια ημέρα η γυναίκα του είδε ένα φοβερό όνειρο, ότι εάν μείνει έγκυος και γεννήσει αγόρι, αυτό το παιδί θα γίνει η καταστροφή των Εβραίων. Την ίδια νύχτα η γυναίκα έμεινε έγκυος και όταν γεννήθηκε το παιδί αυτό, θέλησε να το φονεύσει για να μην καταστρέψει το Έθνος τους. Κρυφά από τον άνδρα της, έβαλε το μωρό σ’ ένα πλεκτό πισσαρισμένο κιβώτιο και το έριξε στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Το κιβώτιο έπλεε και τα κύματα το παρέσυραν στο απέναντι νησί όπου ζούσαν βοσκοί. Αυτοί βρήκαν το παιδί και το έτρεφαν, ώσπου το έδωσαν σε μια γυναίκα να το θηλάζει και η οποία το ονόμασε Ιούδα...
Όταν το παιδί άρχισε να περιπατεί, το έφεραν στην Ισκαρία για να βρούν άνθρωπο να το αναθρέψει. Συμπτωματικά το «υιοθέτησε» ο πατέρας του παιδιού ο Ρόβελ! Η μητέρα του χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν το δικό της παιδί, το αγαπούσε ενθυμούμενη το βρέφος που είχε ρίξει στη θάλασσα και αφού γέννησε και άλλο αγόρι, τα ανέτρεφε και τα δύο μαζί. Ο Ιούδας όμως ήταν από μικρός πονηρός και έδερνε τον αδελφό του, ζηλεύοντάς τον και θέλοντας να πάρει εκείνος μόνος του την περιουσία του πατρός του. Τότε ο φιλοχρήματος Ιούδας φόνευσε κρυφά τον αδελφό του και φοβούμενος μην συλληφθεί έφυγε στα Ιεροσόλυμα. Έτσι, οι γονείς του δεν γνώριζαν πλέον τι έγιναν τα παιδιά τους, και ο δυναμικός καί όμορφος Ιούδας, ως φιλάργυρος που ήταν, όταν πήγε στα Ιεροσόλυμα, γνώρισε τον Εβραίο βασιλιά Ηρώδη που του εμπιστεύτηκε την φροντίδα του οίκου του.
Μετά από πολλά χρόνια ο πατέρας και η μητέρα του Ιούδα, έφυγαν από την Ισκαρία λόγω διαφόρων προβλημάτων και ήρθαν στα Ιεροσόλυμα. Έχοντας αρκετά πλούτη, αγόρασαν οικία με ωραίους κήπους και δένδρα κοντά στα ανάκτορα του βασιλιά Ηρώδη και μια ημέρα καθώς ο βασιλιάς θαύμαζε τους κήπους του Ρόβελ, προθυμοποιήθηκε ο Ιούδας να πάει κρυφά καί να του φέρει φρούτα. Έγινε όμως αντιληπτός από τον πατέρα του που δεν τον γνώριζε και αφού διαπληκτίστηκε μαζί του και είδε ότι δεν τον έβλεπε κανείς, τον σκότωσε. Αφού έφερε στον βασιλιά τους καρπούς, του είπε ότι είχε σκοτώσει τον Ρόβελ. Ο Ηρώδης τότε για να μην προσβληθεί το παλάτι, ζήτησε από τον Ιούδα να λάβει για γυναίκα του την χήρα, χωρίς να ξέρουν ότι ήταν η μητέρα του, ώστε να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Έτσι η γυναίκα εν αγνοία της, έλαβε σύζυγο για αρκετά χρόνια το γιο της, αποκτώντας μαζί του και παιδιά! Μια ημέρα καθώς εκείνη έκλαιγε ενθυμούμενη τα βάσανά της, διηγήθηκε λεπτομερώς τα του βίου της στον Ιούδα. Τότε εκείνος, έχοντας ακούσει από τους βοσκούς ότι τον περισυνέλεξαν από τη θάλασσα μέσα σ’ ένα καλάθι όταν ήταν βρέφος, συνειδητοποίησε ότι αυτούς που είχε σκοτώσει ήταν ο αδελφός και ο πατέρας του και ότι είχε πάρει για γυναίκα του την μητέρα του και αφού της είπε ότι εκείνος είναι ο γιος της που τον είχε ρίξει στη θάλασσα και ότι είχε σκοτώσει τον αδελφό και τον πατέρα του, έφυγε μακριά της.
Ο Ιούδας τότε, προσπαθώντας να μετανοήσει, έμαθε ότι στην Ιουδαία κήρυττε ένας σπουδαίος διδάσκαλος, ο Ιησούς Χριστός, που καλούσε τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν και θεράπευε ψυχές και σώματα ασθενούντων.Αφού πήγε σ’ Αυτόν για να σώσει την ψυχή του, ο Χριστός τον έκανε μαθητή Του και του εμπιστεύτηκε να κρατά τα χρήματα που προοριζόταν για την συντήρηση των υπολοίπων Μαθητών και του Χριστού. Όμως, ο Ιούδας δεν εγκατέλειψε το πάθος της φιλαργυρίας και έκλεβε χρήματα, φθάνοντας στο σημείο να προδώσει τον Ιησού Χριστό για τριάκοντα αργύρια και να καταδικασθεί από τους Εβραίους σε σταυρικό θάνατο. Καταλαβαίνοντας ότι είχε παραδώσει αθώο αίμα, επέστρεψε τα αργύρια και αντί να μετανοήσει ειλικρινά, προτίμησε να κρεμασθεί σ’ ένα δένδρο και να βρει τραγικό θάνατο.