Κι όταν περάσει η νύχτα, πρωί- πρωί αφήνουν το κρεβάτι τους και το πανδοχείο και φεύγουν όλοι μαζί, έχοντας μόνο τα πράγματά τους.
Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι όσοι γεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο, και οι φτωχοί και οι πλούσιοι και επίσημοι, βγαίνουν από την ζωή σαν από πανδοχείο, χωρίς να παίρνουν μαζί τους τίποτε από τις απολαύσεις του βίου και από τα πλούτη τους, παρά μόνον τα έργα τους, καλά ή κακά, όσα έκαναν στη ζωή τους».
(Μέγας Αντώνιος)
Ανώνυμος χριστιανός των πρώτων χριστιανικών χρόνων σε επιστολή του προς κάποιον Διόγνητο, μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους, ούτε ως προς τον τόπο που κατοικούν, ούτε ως προς τη γλώσσα, ούτε ως προς τον τρόπο ζωής. Γιατί δεν κατοικούν σε ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια παραλλαγμένη διάλεκτο. Φέρουν σάρκα, αλλά δεν ζουν κατά τις επιθυμίες της σαρκός. Στη γη μένουν, αλλά είναι πολιτογραφημένοι στον ουρανό. Υπακούουν στους καθορισμένους νόμους και με τον δικό τους τρόπο υπερβαίνουν τους νόμους. Όλους τους αγαπούν, αλλά απ’ όλους διώκονται...με λίγα λόγια, ό,τι είναι η ψυχή για το σώμα, αυτό είναι και οι χριστιανοί για τον κόσμο».
Το συγκεκριμένο κείμενο εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τη θέση των χριστιανών μέσα στον κόσμο. Οι χριστιανοί ζώντας μέσα στον κόσμο, νιώθουν ότι βρίσκονται στον οίκο του Πατρός τους διότι ο κόσμος έχει δημιουργηθεί από το Θεό. Ταυτόχρονα νιώθουν ότι είναι πάροικοι και παρεπίδημοι (Α' Πετρ. 2,11), διότι από τη μία ο τελικός προορισμός τους είναι η Βασιλεία του Θεού, και από την άλλη ο κόσμος έχει λησμονήσει τον προορισμό του.
Το ενδιαφέρον των χριστιανών δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο των ιστορικών εξελίξεων, αλλά επεκτείνεται πέρα από αυτόν: «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13,14). Η μέλλουσα αυτή πόλη που ταυτίζεται με την Βασιλεία του Θεού, δεν είναι μακριά από τους πιστούς, αλλά βρίσκεται μέσα στην καρδιά τους (Λουκ. 17,21).
Μπροστά στη Βασιλεία του Θεού ο κόσμος και τα πράγματα του κόσμου σχετικοποιούνται. Μαζί με αυτά σχετικοποιείται και ο χρόνος (Α' Κορ. 7,29-31). Οι πιστοί δεν θεωρούν αυτήν εδώ τη γη ως μόνιμο κατοικία. Γι’ αυτό οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης δεν απέβλεπαν σ’ αυτή τη γη, αλλά πρόσμεναν ουράνια πατρίδα, (Εβρ.11,15-16 και Εβρ. 13,14) όπου οι πιστοί γίνονται συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού (Εφ. 2,19).
Η Εκκλησία δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου», ζει όμως εν τω κόσμω, για τη σωτηρία του κόσμου. Ο λόγος της, ο συνεκτικός και διαλεκτικός ορθόδοξος λόγος, βρίσκεται σε ρήξη με το φρόνημα του κόσμου, η αποστολή της όμως είναι ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο.
«Η Εκκλησία ενώ δεν προέρχεται από τον κόσμο, εργάζεται στον κόσμο· ενώ είναι πνευματική, δρα στην ιστορία· νοηματοδοτεί την ζωή των ανθρώπων και αντιμετωπίζει τα βιολογικά προβλήματά τους, αφού ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον. Όμως η Εκκλησία εργάζεται στην κοινωνία, χωρίς να κάνη πολιτική. Ελέγχει και κρίνει την αμαρτία, αλλά αγαπά τον αμαρτωλό άνθρωπο.
Επειδή η κρίση είναι πολυποίκιλη, οι πολιτικοί εξετάζουν τα πολιτικά αίτια που την προκάλεσαν, η Εκκλησία όμως βλέπει τα θεολογικά αίτια και προσπαθεί να θεραπεύσει τα συμπτώματα.
Οι οικονομολόγοι ελέγχουν τους νόμους της αγοράς, ώστε να λειτουργούν με δικαιοσύνη, αλλά η Εκκλησία περιγράφει τα θεολογικά πλαίσια μέσα στα οποία θα κινείται ο άνθρωπος, θέτει πνευματικούς στόχους, αλλά και απαλύνει τις πληγές των ανθρώπων, χρησιμοποιώντας κρασί και λάδι, υλικά που πράγματι καθαρίζουν και θεραπεύουν τις πληγές, όπως δείχνει η παραβολή του καλού Σαμαρείτου.
Είναι φυσικό ότι η Εκκλησία έχει τον δικό της θεολογικό-πνευματικό λόγο και την δική της θεραπευτική πράξη», επισημαίνει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η προοπτική της Εκκλησίας δεν είναι εξωκοσμική ή υπερκοσμική αλλά είναι εσχατολογική· και επειδή είναι προφητική και εσχατολογική, είναι και δυναμική και ιστορική. Οι χριστιανοί δεν είναι έξω από τα δεινά του κόσμου και τις θλίψεις των ανθρώπων. Είναι μάρτυρες και θεατές του θεάτρου του δαιμονικού και του παραλόγου, με το κακό να λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις, όντας πρόκληση για την αποστολή τους. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο καθορίζει την κοινωνική αδικία. Η αλλαγή στις ανθρώπινες σχέσεις επιβάλλεται.
Η Εκκλησία δεν έχει και δεν πρέπει να έχει κομματικό λόγο διότι από τη φύση της ενώνει και δεν κομματιάζει, έχει όμως κοινωνικό λόγο και επικρίνει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση του συνανθρώπου. Όταν τοποθετούμε την Εκκλησία στο περιθώριο της πορείας του κόσμου τότε αρνούμαστε την αποστολή της.
Στην Εκκλησία δεν είμαστε απλοί θεατές του κοινωνικού κακού, αλλά υπεύθυνοι για την ιστορία του ανθρώπου, με όλο το βάρος μίας χαρισματικής παρουσίας. Όπως ο Υιός του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θεράπευσε, την θέωσε, έτσι και η Εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο και τον θεραπεύει, τον οδηγεί στη σωτηρία, τον αποκαθιστά στην αρχική του ωραιότητα, τον λαμπρύνει και τον εξαγιάζει.
Η αυθεντική ορθόδοξη στάση δεν εκφράζεται στην άρνηση του κόσμου, αλλά στην άρνηση της κυριαρχίας του σατανά πάνω σ’ αυτόν, δηλαδή στην πάλη του ανθρώπου με τις δαιμονικές δυνάμεις. Η Εκκλησία καλείται να μεταμορφώσει τον κόσμο, να τον ανακαινίσει, να τον ζωοποιήσει. «Η Εκκλησία του Χριστού έχει λόγο για την σημερινή κρίσιμη κατάσταση, διότι δεν έπαψε να αποτελεί σάρκα του κόσμου, μέρος της Ιστορίας. Δεν μπορεί να ανέχεται κανενός είδους αδικία, αλλά οφείλει να δείχνει ετοιμότητα για μαρτυρία και μαρτύριο.
Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι δίπλα μας πεινούν, βρίσκονται σε ένδεια, ασφυκτιούν οικονομικά, ενώ η απελπισία πολλές φορές κυριεύει την καρδιά τους. Το γνωρίζουμε γιατί πρώτος σταθμός τους στην αναζήτηση ελπίδας είναι ο Ναός της περιοχής τους, η ενορία τους. Στόχος και αγώνας μας είναι η κάθε ενορία να γίνει το κέντρο απ’ όπου όλη η ποιμαντική δραστηριότητα της τοπικής Εκκλησίας θα αγκαλιάσει όλη την τοπική κοινωνία», επισημαίνει η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος.
Η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως προοπτική εξόδου. Ο κόσμος θεωρείται πρόσκαιρος και παροδικός τόπος για τη διαμονή των πιστών.
Ο Χριστιανισμός καλεί τον άνθρωπο να ελευθερωθεί από την απάτη και τη μέριμνα για τα υλικά αγαθά και να δοθεί με απόλυτη εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια.
«Άνθρωπος είναι εκείνος που εννόησε τι είναι το σώμα, ότι δηλαδή είναι φθαρτό και λιγόχρονο. Ένας τέτοιος άνθρωπος εννοεί και την ψυχή ότι έχει θεϊκή καταγωγή, ότι είναι αθάνατη και πνοή του Θεού και ότι για δοκιμασία και θέωση συνδέθηκε με το σώμα.
Εκείνος που εννόησε τι είναι η ψυχή, ζει με σωστό και θεάρεστο τρόπο και δεν υπακούει στο σώμα του, αλλά βλέποντας νοερά το Θεό σκέφτεται και τα αιώνια αγαθά που χαρίζει ο Θεός στη ψυχή», αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος.
Όταν κανείς έχει την αίσθηση ότι ξενοδοχείται στον κόσμο αυτόν και ότι η πραγματική του πατρίδα βρίσκεται στη Βασιλεία του Θεού, είναι επόμενο να φροντίζει πριν απ’ όλα γι' αυτήν.
Ο Μέγας Αντώνιος παρομοιάζει τον παρόντα κόσμο με ένα πανδοχείο όπου διανυκτερεύουν οι άνθρωποι. Κοινή μοίρα όλων αυτών που διανυκτερεύουν στο πανδοχείο, είτε έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν είτε δεν έχουν, είτε έχουν υλικά αγαθά είτε δεν έχουν, είναι ότι την επόμενη μέρα το πρωί, όλοι ανεξαιρέτως θα φύγουν από αυτό το πανδοχείο.
Αυτή είναι η κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από εκείνους που διανυκτερεύουν στα πανδοχεία, μερικοί βρίσκουν κρεβάτια, άλλοι δεν έχουν κρεβάτι, κοιμούνται στο πάτωμα και εντούτοις ροχαλίζουν όπως κι εκείνοι που κοιμούνται σε κρεβάτι. Κι όταν περάσει η νύχτα, πρωί- πρωί αφήνουν το κρεβάτι τους και το πανδοχείο και φεύγουν όλοι μαζί, έχοντας μόνο τα πράγματά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι όσοι γεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο, και οι φτωχοί και οι πλούσιοι και επίσημοι, βγαίνουν από την ζωή σαν από πανδοχείο, χωρίς να παίρνουν μαζί τους τίποτε από τις απολαύσεις του βίου και από τα πλούτη τους, παρά μόνον τα έργα τους, καλά ή κακά, όσα έκαναν στη ζωή τους».
Η περιουσία και ο πλούτος είναι πράγματα παροδικά που παραπλανούν τον άνθρωπο και εμποδίζουν την είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού (Ματθ. 6,19-20). Η κατοχή του πλούτου αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο και τον εμποδίζει να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού ενώ η συναίσθηση της Βασιλείας του Θεού οδηγεί στην απαλλαγή από το βάρος του υλικού πλούτου και την απόθεση κάθε φροντίδας και μέριμνας στο Θεό.
Η αίσθηση της προσκαιρότητας του κόσμου και η αναγκαιότητα της καθολικής αναφοράς προς το Θεό αποτελούν ουσιώδη γνωρίσματα της χριστιανικής ζωής. Γι' αυτό οι πνευματικοί μας Πατέρες λέγουν: «Δεν είναι δυνατόν να περάσουμε με ευλάβεια την σημερινή ημέρα, εάν δεν την λογαριάσουμε σαν την τελευταία της ζωής μας. Και είναι αξιοθαύμαστο, ότι κάτι παρόμοιο εξέφρασαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι, οι οποίοι εχαρακτήρισαν την φιλοσοφία “μελέτη θανάτου”». «Εκείνος που άκουσε την καταδικαστική απόφαση του θανάτου του, δεν θα ενδιαφερθή πλέον για προγραμματισμούς θεατρικών παραστάσεων. Και εκείνος που πενθεί πραγματικά, δεν θα σκεφθή ποτέ την τρυφή ή την δόξα ή τον θυμό και την έξαψι της οργής», σημειώνει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης.
Ο καιρός, σημειώνει ο Απόστολος Παύλος, είναι «συνεσταλμένος», «ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες, και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι, παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α' Κορ. 7,29-31).
Ο κόσμος είναι πεπερασμένος, υποκείμενος στη χρονική ρευστότητα. Ο κόσμος παρέρχεται και μαζί του όλα όσα επιθυμούν οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτόν, ενώ όποιος επιτελεί το θέλημα του Θεού θα ζήσει αιώνια. «Και ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού, ο δε ποιών το Θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α' Ιωάν. 2,17).
Οι Χριστιανοί καλούνται να μην συσχηματίζονται με το κοσμικό φρόνημα, καλούνται να μην υιοθετούν τους τρόπους, την ηθική, και τις συμπεριφορές του κόσμου. Ο πιστός καλείται να ζει με νήψη και εγρήγορση. «Οι καπετάνιοι κατευθύνουν με προσοχή το πλοίο για να μην προσκρούσει πάνω σε σκόπελο ή ύφαλο.
Έτσι κι εκείνοι που επιθυμούν να ζήσουν την ενάρετη ζωή, ας εξετάζουν με επιμέλεια ποια πρέπει να κάνουν και ποια πρέπει να αποφεύγουν και να πιστεύουν ότι οι αληθινοί και θείοι νόμοι τους συμφέρουν, κόβοντας τις πονηρές ενθυμήσεις και επιθυμίες από την ψυχή τους», αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος.