Ο Θεός είναι αδύνατο να ερευνηθεί από τον άνθρωπο. Είναι αδύνατο να νοηθεί η ουσία του, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει κάποια στοιχεία της φύσης του θεού, όπως το αγαθό και το σοφό. Γι' αυτό η ουσία μπορεί να νοηθεί μόνο αποφατικά, αντίθετα με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, που μπορεί να νοηθούν μόνο με καταφατικό τρόπο.
Η αλήθεια της Θείας Μονάδας βρίσκεται στην τριάδα, αλλά η προσέγγιση του μυστηρίου του τρισυποστάτου αυτής αν προσεγγισθεί με την έρευνα της φυσικής και πεπερασμένης σκέψης του ανθρώπου οδηγεί σε αντιφάσεις, ανάμεσα στον πολυθεϊσμό και το στατικό μοναρχιανισμό των Ιουδαίων.
Ο Θεός πάντα εμφανίζεται ως Ένας, και η διάκριση των υποστάσεων είναι ένα απλώς νοητικό σχήμα των ανθρώπων, για να αντιληφθούν την αδύνατη με τη φυσική σκέψη διαφορά αφού στη σχέση τους δεν ισχύει χωρισμός ή διαίρεση, διότι οι τρεις υποστάσεις είναι αχώριστες εικόνες της αιωνίου υπάρξεως του Ενός Θεού. Έτσι η ενέργεια, η ουσία και η θέληση του Θεού ορίζονται όχι ως διαφορετικές αλλά ως μία. Έτσι κάθε πρόσωπο έχει τέλεια υπόσταση, έχει πληρότητα υπάρξεως και δεν αποτελεί απλώς μέρος. Η δε πηγή στην Αγία Τριάδα, δεν επιφέρει διαίρεση ή μερισμό, αφού ο Πατήρ δεν εξαντλεί τον εαυτό του στον Υιό και το Πνεύμα, αλλά ότι έχουν το κατέχουν κοινώς.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως η έννοια του κτιστού, πρέπει να αποσυνδέεται παντελώς από την έννοια του Θεού. Έτσι η σχέση των υποστάσεων δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την έννοια των κτιστών πραγμάτων και όντων. Ότι προέρχεται φυσικώς στη τριάδα (γεννάν, εκπορεύειν) δε γίνεται κατ' ανάγκην όπως στο φυσικό κόσμο.
Αρκετά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης όπως το "Τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού η δύναμις αυτών", χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν πως αυτό που από την Παλαιά Διαθήκη διαφαινόταν αποκαλύφθηκε πλήρως στην Καινή. Έτσι ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα λαμβάνουν αρχή ταυτόχρονα.
Το Πνεύμα δεν είναι Υιός του Πατρός, αλλά εκπορεύεται εκ του Πατρός, αφού γεννάται κατά την εικόνα του Υιού, κάτι που όμως είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό από την ανθρώπινη νόηση. Ο Πατήρ είναι φυσικά η πρώτη αρχική υπόσταση, η αρχή του ενός Θεού, η ρίζα και η πηγή της, έτσι ώστε να σταθμίζεται η αρχική σχέση. Ο Πατήρ είναι άναρχος και ορίζεται ως η φυσική αιτία στη ζωή της τριάδος, αλλά αυτό δεν πρέπει να νοείται ως σημείο ανωτερότητος και υποταγής των άλλων υποστάσεων. Το όνομα της δεύτερης υποστάσεως είναι Υιός διότι προέρχεται εκ της ουσίας του πατρός.
Με τη χρήση του όρου "εκ πατρός δι' Υιού" τονίζεται με έμφαση πως "το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι' Υιού". Έτσι η πρόθεση δι, δεν εκφράζει αιτία, αλλά διατηρεί τη μοναδικότητα της τριάδος αφού με κανένα τρόπο δε μπορεί η πρόσθεση αυτή να νοηθεί ως αιτιώδης παράγοντας. Το Άγιο Πνεύμα μέσα σε αυτή την τάξη είναι η τελειοποιούσα δύναμη, που ολοκληρώνει ότι δημιουργείται από το Λόγο και δίνει ζωή, διότι το ίδιο είναι ζωή. Το Άγιο Πνεύμα "ανεκφράστως εκπορεύεται κατ' ουσίαν εκ του Πατρός δια του γεννηθέντος Υιού".
Η αλήθεια της Θείας Μονάδας βρίσκεται στην τριάδα, αλλά η προσέγγιση του μυστηρίου του τρισυποστάτου αυτής αν προσεγγισθεί με την έρευνα της φυσικής και πεπερασμένης σκέψης του ανθρώπου οδηγεί σε αντιφάσεις, ανάμεσα στον πολυθεϊσμό και το στατικό μοναρχιανισμό των Ιουδαίων.
Ο Θεός πάντα εμφανίζεται ως Ένας, και η διάκριση των υποστάσεων είναι ένα απλώς νοητικό σχήμα των ανθρώπων, για να αντιληφθούν την αδύνατη με τη φυσική σκέψη διαφορά αφού στη σχέση τους δεν ισχύει χωρισμός ή διαίρεση, διότι οι τρεις υποστάσεις είναι αχώριστες εικόνες της αιωνίου υπάρξεως του Ενός Θεού. Έτσι η ενέργεια, η ουσία και η θέληση του Θεού ορίζονται όχι ως διαφορετικές αλλά ως μία. Έτσι κάθε πρόσωπο έχει τέλεια υπόσταση, έχει πληρότητα υπάρξεως και δεν αποτελεί απλώς μέρος. Η δε πηγή στην Αγία Τριάδα, δεν επιφέρει διαίρεση ή μερισμό, αφού ο Πατήρ δεν εξαντλεί τον εαυτό του στον Υιό και το Πνεύμα, αλλά ότι έχουν το κατέχουν κοινώς.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως η έννοια του κτιστού, πρέπει να αποσυνδέεται παντελώς από την έννοια του Θεού. Έτσι η σχέση των υποστάσεων δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την έννοια των κτιστών πραγμάτων και όντων. Ότι προέρχεται φυσικώς στη τριάδα (γεννάν, εκπορεύειν) δε γίνεται κατ' ανάγκην όπως στο φυσικό κόσμο.
Αρκετά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης όπως το "Τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού η δύναμις αυτών", χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν πως αυτό που από την Παλαιά Διαθήκη διαφαινόταν αποκαλύφθηκε πλήρως στην Καινή. Έτσι ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα λαμβάνουν αρχή ταυτόχρονα.
Το Πνεύμα δεν είναι Υιός του Πατρός, αλλά εκπορεύεται εκ του Πατρός, αφού γεννάται κατά την εικόνα του Υιού, κάτι που όμως είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό από την ανθρώπινη νόηση. Ο Πατήρ είναι φυσικά η πρώτη αρχική υπόσταση, η αρχή του ενός Θεού, η ρίζα και η πηγή της, έτσι ώστε να σταθμίζεται η αρχική σχέση. Ο Πατήρ είναι άναρχος και ορίζεται ως η φυσική αιτία στη ζωή της τριάδος, αλλά αυτό δεν πρέπει να νοείται ως σημείο ανωτερότητος και υποταγής των άλλων υποστάσεων. Το όνομα της δεύτερης υποστάσεως είναι Υιός διότι προέρχεται εκ της ουσίας του πατρός.
Με τη χρήση του όρου "εκ πατρός δι' Υιού" τονίζεται με έμφαση πως "το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι' Υιού". Έτσι η πρόθεση δι, δεν εκφράζει αιτία, αλλά διατηρεί τη μοναδικότητα της τριάδος αφού με κανένα τρόπο δε μπορεί η πρόσθεση αυτή να νοηθεί ως αιτιώδης παράγοντας. Το Άγιο Πνεύμα μέσα σε αυτή την τάξη είναι η τελειοποιούσα δύναμη, που ολοκληρώνει ότι δημιουργείται από το Λόγο και δίνει ζωή, διότι το ίδιο είναι ζωή. Το Άγιο Πνεύμα "ανεκφράστως εκπορεύεται κατ' ουσίαν εκ του Πατρός δια του γεννηθέντος Υιού".