Ακούω το κύμα να χτυπά δίπλα μου.
Το μυρίζω καθώς έρχεται και φεύγει. Κι η άμμος ξυπνά στο χάδι του, μετακινείται ξανά και ξανά.
Έχει συννεφιά σήμερα.
Ο Αύγουστος τραβά στο τέλος του κι εγώ, χωμένη σε κάποια άγνωστη παραλία της βόρειας Ελλάδας, βυθίζομαι.
Γλαροπούλια πετούν χαμηλά.
Που και που κανένα περπατά στην αμμουδιά ψάχνοντας για ψίχουλα.
Δε φοβάται. Περιφέρεται ανάμεσα μας, παίρνει αυτό που θέλει και πετά ξανά.
Ούτε εγώ το φοβάμαι…Τουλάχιστον όχι αυτό… Έχω άλλα πολλά…
Έχει λίγη ψύχρα.
Φθινόπωρο σε λίγο.
Περίεργο καλοκαίρι.
Γεμάτο ανατροπές, αναβολές, ακυρώσεις και φόβο.
Πολύ και διάσπαρτο φόβο, ανάκατο με ανασφάλεια.
Δημοψήφισμα, εκλογές, capital controls.
Τίποτα δεν μπορείς να ευχαριστηθείς, τίποτα δεν ξέρεις για το μετά. Το παρακάτω.
Δίπλα μου μια βουλγάρικη οικογένεια παίζει και γελά.
Και τους ζηλεύω για αυτή την ανεμελιά.
Ίσως να την είχα κι εγώ, υπό άλλες συνθήκες.
Ίσως…
Αν μπορούσα να σκεφτώ κάτι φωτεινό για το αύριο.
Αν ήξερα πως αυτό το τούνελ έχει κι έξοδο. Πως δεν έχει απλά φράξει η είσοδος και μένουμε εγκλωβισμένοι και ζωντανοί μέχρι να τελειώσει ο αέρας.
Κι έλεγα πως τη μισώ την πολιτική. Κι αλήθεια τη μισώ.
Κι όμως, μόνο με αυτή ασχολούμαι τελευταία.
Στις ουρές της τράπεζας, στις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στο ταμείο του σούπερ μάρκετ και του βενζινάδικου.
Όλοι με ένα στόμα αναρωτιούνται τι θα γίνει.
Φοβούνται.
Δεν το λένε, αλλά φαίνεται.
Και κουράστηκαν. Κι αυτό φαίνεται.
Και λογικό είναι. Τόσες ανατροπές, τόσες αναταραχές κι όλο στα ίδια.
Άλλοι κερνούν, άλλοι πίνουν, άλλοι πληρώνουν.
Και δυστυχώς πληρώνουν πάντα οι ίδιοι. Και μακάρι να τα είχαν, αλλά δεν…
Σταμάτησα να πάρω σύκα από έναν παππού στο δρόμο κι έκλαιγε. Παράνομο τον είχε τον πάγκο. Έξω από το σπίτι του.
“Μου φέρανε την αστυνομία. Με κλείνουν. Άνοιξαν ένα στόμα και δεν ξέρεις πως μου μίλησαν κορίτσι μου”, είπε το παράπονο του.
“Είμαι παράνομος, το ξέρω. Μα με ρωτά κανείς, αυτά τα δύο ευρώ από το ένα κιλό σύκα πόση ανάσα μου δίνουν; Είναι τα φάρμακα μου… Με ρώτησαν πως τα βγάζω πέρα; Αν τα βγάζω; Επειδή είμαι γέρος πρέπει να πεθάνω μια ώρα αρχύτερα;”
Τι να του πεις; Να του μιλήσεις για αποδείξεις κι εφορίες ή για τη ζωή και τις αδικίες της;
Να του πεις πως πρέπει να ζήσει χωρίς φάρμακα; Ότι απαγορεύεται να ζεσταθεί ή να αρρωστήσει;
Δε λες τίποτα.
Κουνάς συγκαταβατικά το κεφάλι και φεύγεις ντροπιασμένος.
Αυτό έκανα κι εγώ.
Μόνο που σαν αυτόν τον παππού είναι κι άλλοι. Πολλοί.
Νέοι, γέροι, εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα που προφανώς και δεν τους αρέσει.
Κι έρχονται πάλι εκλογές.
Κι έλα εσύ να μου πεις ποιον Σωτήρα να ψηφίσω.
Κι εγώ θα σε ακούσω.
Πες μου τα επιχειρήματα σου κι εγώ θα τα δεχτώ.
Βρες μου το φως μες τα σκοτάδια μας κι εγώ θα σε ακολουθήσω.
Βοήθησέ με γιατί εγώ μπερδεύτηκα ανάμεσα σε σωτήρες και προφήτες. Και κάπου κάπου ακούω κάποιον να μιλά και δεν είμαι σίγουρη ποιον θα αντικρύσω.
Μπερδεύτηκαν τα χρώματα, αν με εννοείς. Μπερδεύτηκα κι εγώ μαζί τους.
Ας μας βοηθήσει το κεφάλι μας να αποφασίσουμε σωστά.
Αν και το λάθος με το σωστό σε αυτή τη χώρα, δείχνουν να γεννήθηκαν μπερδεμένα.
Είδωμεν…
Στεύη Τσούτση.
Το μυρίζω καθώς έρχεται και φεύγει. Κι η άμμος ξυπνά στο χάδι του, μετακινείται ξανά και ξανά.
Έχει συννεφιά σήμερα.
Ο Αύγουστος τραβά στο τέλος του κι εγώ, χωμένη σε κάποια άγνωστη παραλία της βόρειας Ελλάδας, βυθίζομαι.
Γλαροπούλια πετούν χαμηλά.
Που και που κανένα περπατά στην αμμουδιά ψάχνοντας για ψίχουλα.
Δε φοβάται. Περιφέρεται ανάμεσα μας, παίρνει αυτό που θέλει και πετά ξανά.
Ούτε εγώ το φοβάμαι…Τουλάχιστον όχι αυτό… Έχω άλλα πολλά…
Έχει λίγη ψύχρα.
Φθινόπωρο σε λίγο.
Περίεργο καλοκαίρι.
Γεμάτο ανατροπές, αναβολές, ακυρώσεις και φόβο.
Πολύ και διάσπαρτο φόβο, ανάκατο με ανασφάλεια.
Δημοψήφισμα, εκλογές, capital controls.
Τίποτα δεν μπορείς να ευχαριστηθείς, τίποτα δεν ξέρεις για το μετά. Το παρακάτω.
Δίπλα μου μια βουλγάρικη οικογένεια παίζει και γελά.
Και τους ζηλεύω για αυτή την ανεμελιά.
Ίσως να την είχα κι εγώ, υπό άλλες συνθήκες.
Ίσως…
Αν μπορούσα να σκεφτώ κάτι φωτεινό για το αύριο.
Αν ήξερα πως αυτό το τούνελ έχει κι έξοδο. Πως δεν έχει απλά φράξει η είσοδος και μένουμε εγκλωβισμένοι και ζωντανοί μέχρι να τελειώσει ο αέρας.
Κι έλεγα πως τη μισώ την πολιτική. Κι αλήθεια τη μισώ.
Κι όμως, μόνο με αυτή ασχολούμαι τελευταία.
Στις ουρές της τράπεζας, στις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στο ταμείο του σούπερ μάρκετ και του βενζινάδικου.
Όλοι με ένα στόμα αναρωτιούνται τι θα γίνει.
Φοβούνται.
Δεν το λένε, αλλά φαίνεται.
Και κουράστηκαν. Κι αυτό φαίνεται.
Και λογικό είναι. Τόσες ανατροπές, τόσες αναταραχές κι όλο στα ίδια.
Άλλοι κερνούν, άλλοι πίνουν, άλλοι πληρώνουν.
Και δυστυχώς πληρώνουν πάντα οι ίδιοι. Και μακάρι να τα είχαν, αλλά δεν…
Σταμάτησα να πάρω σύκα από έναν παππού στο δρόμο κι έκλαιγε. Παράνομο τον είχε τον πάγκο. Έξω από το σπίτι του.
“Μου φέρανε την αστυνομία. Με κλείνουν. Άνοιξαν ένα στόμα και δεν ξέρεις πως μου μίλησαν κορίτσι μου”, είπε το παράπονο του.
“Είμαι παράνομος, το ξέρω. Μα με ρωτά κανείς, αυτά τα δύο ευρώ από το ένα κιλό σύκα πόση ανάσα μου δίνουν; Είναι τα φάρμακα μου… Με ρώτησαν πως τα βγάζω πέρα; Αν τα βγάζω; Επειδή είμαι γέρος πρέπει να πεθάνω μια ώρα αρχύτερα;”
Τι να του πεις; Να του μιλήσεις για αποδείξεις κι εφορίες ή για τη ζωή και τις αδικίες της;
Να του πεις πως πρέπει να ζήσει χωρίς φάρμακα; Ότι απαγορεύεται να ζεσταθεί ή να αρρωστήσει;
Δε λες τίποτα.
Κουνάς συγκαταβατικά το κεφάλι και φεύγεις ντροπιασμένος.
Αυτό έκανα κι εγώ.
Μόνο που σαν αυτόν τον παππού είναι κι άλλοι. Πολλοί.
Νέοι, γέροι, εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα που προφανώς και δεν τους αρέσει.
Κι έρχονται πάλι εκλογές.
Κι έλα εσύ να μου πεις ποιον Σωτήρα να ψηφίσω.
Κι εγώ θα σε ακούσω.
Πες μου τα επιχειρήματα σου κι εγώ θα τα δεχτώ.
Βρες μου το φως μες τα σκοτάδια μας κι εγώ θα σε ακολουθήσω.
Βοήθησέ με γιατί εγώ μπερδεύτηκα ανάμεσα σε σωτήρες και προφήτες. Και κάπου κάπου ακούω κάποιον να μιλά και δεν είμαι σίγουρη ποιον θα αντικρύσω.
Μπερδεύτηκαν τα χρώματα, αν με εννοείς. Μπερδεύτηκα κι εγώ μαζί τους.
Ας μας βοηθήσει το κεφάλι μας να αποφασίσουμε σωστά.
Αν και το λάθος με το σωστό σε αυτή τη χώρα, δείχνουν να γεννήθηκαν μπερδεμένα.
Είδωμεν…
Στεύη Τσούτση.