Στον σύγχρονο κόσμο η ελευθερία δεν είναι μόνο αναζήτηση και επιδίωξη. Είναι κοινωνικοπολιτικό σύνθημα. Γίνεται αντικείμενο φιλοσοφικού στοχασμού. Προβάλλει σαν υπαρξιακή ανάγκη. Χαρακτηρίζει ορισμένα οικονομικά συστήματα. Για πολλούς είναι χαμένος θησαυρός. Για άλλους ανεπίτρεπτη ουτοπία.
Μερικοί τη νομίζουν σαν το ύψιστο αγαθό και άλλοι τη λατρεύουν σαν θεό ή σαν ημίθεο. Η ελευθερία τροφοδοτεί τις επαναστάσεις και τρέφεται απ᾽ αυτές. Για μας τους Έλληνες είναι ταυτισμένη με την υπόσταση της πατρίδας μας. άνετα την πληρώνουμε με την αυτοθυσία μας και συχνά τη μονοπωλούμε στην πολιτικολογία.
Γιά τους Χριστιανούς η ελευθερία είναι κλήση και προορισμός. Ένα ξέχωρο δώρο του Θεού σε κάθε πιστό. Υπαρξιακή καρποφορία σε όσους έχουν εγκεντρισθή στην καλλιέλαιο. Στη θεολογία του Παύλου η ελευθερία παρουσιάζεται με θεμελιακή σημασία και οι διαστάσεις της ξεκινούν από την απλή καθημερινότητα και φθάνουν στην εσχατολογική προβολή της «καινής κτίσης» και του «νέου Αδάμ».
Όποιο νόημα και αν δώσουμε στην ελευθερία δεν μπορούμε να αρνηθούμε το ιδίωμά της να ηλεκτρίζει τα «φιλελεύθερα» πνεύματα. Είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους καταδυναστευομένους και καταπιεσμένους. Όνειρο των σκλάβων και παρηγοριά των φτωχών. Έρωτας των μεγάλων εθνικών ηρώων και πολεμική τους ιαχή. Ακόμη αποτελεί απαραίτητη πρϋπόθεση για την ορθή ηθική αποτίμηση των πράξεων και των ενεργημάτων του ανθρώπου, στη σκέψη των ασκητών και των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Υπάρχει όμως και μια άλλη, βασικά αντίθετη πραγματικότητα.
Είναι αυτή που, ο Σταυρός του Χριστού, αποτελεί «σκάνδαλο» για τους Ιουδαίους και «μωρία» για τους Έλληνες. Παράλληλα και αντίθετα προς το «επ᾽ ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί» (Γαλ. ε´, 13), του Αποστολικού καλάμου, υπάρχει η αυθεντική σάλπιγγα του Κυρίου που μ ας καλεί με τα γνωστά συγκλονιστικά λόγια, «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. η´, 34).
Από τη μια μεριά έχουμε την προτροπή, «τη ελευθερία ούν η Χριστός ημάς ελευθέρωσε στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. ε´, 1) και από την άλλη καλούμαστε στη ζωή της «εν Χριστώ» δουλείας. Καλούμαστε να στέρξουμε την υπαρξιακή μας εξόντωση χάριν του Χριστού και του Ευαγγελίου Του, ως την μοναδική προϋπόθεση της σωτηρίας μας. Με απλά λόγια και η ελευθερία μας και η σταύρωσή μας —η «εν Χριστώ» δουλεία μας— θεωρούνται απαραίτητες και αποκλειστικές προϋποθέσεις της σωτηρίας μας, με την ίδια σημασία και σπουδαιότητα.
Πως είναι δυνατόν να εξηγηθεί αυτή η φαινομενική αντίθεση; Ξεκινούμε από την ανάγκη να προσδιορισθούν οι όροι ελευθερία-δουλεία και Σταυρός-Σταύρωση. Πρέπει να προσδιορίσουμε τουλάχιστον, πως εννοούμε τους όρους αυτούς.
Ελευθερία είναι η εξασφάλιση όλων των όρων και των εσωτερικών και εξωτερικών προϋποθέσεων για μια απρόσκοπτη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη της εντελέχειας —του σπερματικού υπαρξιακού δυναμισμού— που έχει μέσα του κάθε έμβιο δημιούργημα. Δουλεία είναι η μερική ή καθολική υποτέλεια κάποιου δημιουργήματος σε ένα άλλο με καταφανή περιορισμό της εντελέχειάς του και μάλιστα στο θέμα του αυτοορισμού και της αυτοδιαθέσεως.
Η Σταύρωση —με πρότυπο το Σταυρό του Χριστού— είναι κατά μεν το φαινόμενο η ανακοπή της λειτουργίας της βιολογικής εντελέχειας και ο υπαρξιακός αφανισμός του ανθρώπου. Κατά δε την ουσία είναι η υπέρβαση της ανακοπής της εντελέχειας, η υπέρβαση της φθοράς και του υπαρξιακού αφανισμού η αποκορύφωση της αναγεννητικής ανάπτυξης, η ολοκλήρωση της ανάπλασης του ανθρώπου.
Αν παραδεχθούμε τους ορισμούς αυτούς, το επόμενο βήμα που έχουμε να κάνουμε είναι η διερεύνηση της ιστορίας και της ανθρωπολογίας για να διαπιστώσουμε αν συμφωνεί η πραγματικότητα με μ ας. Θεωρούμε όμως αυτονόητο ότι σκοπός μας δεν είναι να απευθυνθούμε σε ανθρώπους που βρίσκονται έξω από το χώρο της Εκκλησίας του Χριστού. Δεν συζητούμε μ᾽ αυτούς που αρνούνται την Ανάσταση, γιατί στην ουσία αρνούνται τον Κύριο και την Θεανδρική ιστορικότητά Του. Κανείς λόγου χάριν δεν μπορεί να μιλήσει με μαθηματική γλώσσα αν αρνηθεί τα βασικά αξιώματα της μαθηματικής επιστήμης. Αν αγνοήσει την ιστορία των Μαθηματικών θα υποχρεωθεί να την ξαναδημιουργήσει.
Ένα δεύτερο σημείο, που είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπ᾽ όψη με επιστημονική σοβαρότητα, είναι το ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο δημιούργημα που η εντελέχειά του δεν περιορίζεται στο βιολογικό πλαίσιο, αλλά εξέρχεται από το χώρο και το χρόνο και εισέρχεται στη σφαίρα της ηθικής και του πνεύματος.
Μόνο η ελευθερία του ανθρώπου μ ας δίνει το δικαίωμα να μιλάμε και για τη δουλεία του. Ο βιολογικός ντετερμινισμός δεν μ ας επιτρέπει να σκεπτόμαστε για δουλεία των άλλων δημιουργημάτων. Εκεί τα φαινόμενα της δουλείας εντάσσονται στην εξελικτικότητα της εντελέχειάς τους. Γιά όσους βλέπουν τον άνθρωπο σαν συνηθισμένη βιολογική μονάδα του ζωικού βασιλείου, δεν είναι λογικό να θέτουν θέμα και πρόβλημα ελευθερίας και δουλείας. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να πάει κόντρα στους φυσικούς νόμους και στο Θεό. Παρά ταύτα δεν ξεχνούμε τον αποφθεγματικό λόγο του Ρουσσώ: «Ο άνθρωπος ενώ γεννιέται ελεύθερος είναι πάντοτε σιδηροδέσμιος».
Ας προσπαθήσουμε να δούμε τις ιδέες μας αυτές, εφαρμοσμένες σ᾽ έναν άνθρωπο βιολογικά ακέραιο και σωστό —που διαθέτει βιολογική και οντολογική ακεραιότητα και που όλα σ᾽ αυτόν λειτουργούν «κατά φύσιν» όπως λένε οι γιατροί. Στη υπαρξιακή υπόσταση αυτού του ανθρώπου αβίαστα διακρίνουμε τη σωματική οντότητα με τα βιολογικά δεδομένα της και την πνευματική οντότητα με τα ψυχοπνευματικά φαινόμενά της. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την αλληλεξάρτηση σώματος και ψυχής στο ευρύτερο δυνατό φάσμα της. Αυτός ο άνθρωπος έχει γεννηθεί με τη θέληση, την απόφαση και τις έμμεσες ενέργειες του Θεού και τις άμεσες σχετικές δραστηριότητες άλλων ανθρώπων. Το γεγονός αυτό είναι ο πρώτος και αναντίρρητος λόγος που εισάγει την έννοια της σχετικότητας στην ελευθερία του.
Η παρατήρηση αυτή δεν είναι νομιναλιστικό αξίωμα, αλλά ιστορικοβιολογική πραγματικότητα, που έχει τόσες γνωστές και άγνωστες συνέπειες στην περαιτέρω πορεία του. Οι περιβαλλοντικές συνθήκες της βιολογικής του ανέλιξης και οι προϋποθέσεις της δομής του ψυχικού του κόσμου, δεν εξαρτώνται από την προαίρεσή του, αλλά προσδιορίζονται από παράγοντες που, ενώ βρίσκονται συνειδητά ή ασυνείδητα, θεληματικά ή αθέλητα μέσα και γύρω από την προσωπικότητα των γονέων του, όμως προσδιορίζουν πολλές φορές αποφασιστικά το χαρακτήρα του και τη πορεία του στη ζωή. Έτσι προχωρεί «ονόματι» και «δυνάμει» ελεύθερος, μέχρι του σημείου που θα κατακτήσει την αυτοσυνειδησία και θα αρχίσει να επιδιώκει την αυτογνωσία.
Όλη αυτή τη δουλειά καλείται να την κάνει με υλικό που δεν το έχει διαλέξει μόνος του και με ψυχοσωματικές δυνάμεις που δεν τις ελέγχει. Εδώ βρίσκεται η δεύτερη βαθμίδα του περιορισμού της ελευθερίας του. Στη συνεχή προσπάθειά του για αυτογνωσία συνειδητοποιεί κάποιο είδος δουλείας ή αιχμαλωσίας της θέλησής του, ενώ συγχρόνως αντιλαμβάνεται, και «καθ᾽ εαυτόν» και ύστερα από εξωγενή προκλητικά ερεθίσματα, ότι πρέπει και μπορεί να ανατρέψει ή να αναμορφώσει το μέρος ή το όλο της υπαρξιακής δομής του. Η πράξη όμως κάμει οχληρή αυτήν την αυτογνωσία και η αδυναμία τον υποχρεώνει στην αναζήτηση ενίσχυσης και επικουρίας.
Στο σημείο αυτό αρχίζει να υλοποιείται η ποιοτική και δυναμική προαίρεσή του, να παίρνει μορφή η ελευθερία του. Για το θέμα που αναπτύσσουμε δεν έχει πολλή σημασία αν είναι βαπτισμένος Χριστιανός. Παρά ταύτα, εάν έχει προηγηθεί νηπιοβαπτισμός, ο αγώνας του παίρνει πιο έντονο το χαρακτήρα του περιορισμού ή του επηρεασμού της βούλησής του.
Εναγώνια λοιπόν ορθώνονται τα ερωτήματα: «Θα στηριχθεί μόνον στον εαυτό του; Θα καλέσει το α ή β συγκεκριμένο πρόσωπο ή θα προσφύγει στην οποιαδήποτε κοσμοβιοθεωρία για να τον βοηθήσουν; Θα ζητήσει την παρέμβαση του Θεού; Ποιός είν᾽ αυτός ο Θεός; Πως τον γνωρίζει;» Ότι και να κάνει βασικά θα παραδεχτή ή θα υποχρεωθεί να παραδεχτή τη σχετικότητα και της δύναμής του και της ελευθερίας του και της γνώσης του. Αν είναι ειλικρινής θα ομολογήσει ότι έχει ανάγκη βοηθού και λυτρωτού για να βγεί από το αδιέξοδο, δηλαδή, θα συνειδητοποιήσει το τρίτο στοιχείο του περιορισμού της ελευθερίας του. Όποιοσδήποτε θα κληθεί να τον βοηθήσει και να τον λυτρώσει, είναι επόμενο ότι θα μεταχειριστεί την ελευθερία του με σεβασμό ή ασέβεια και θα συμβάλει αποφασιστικά στην επιτυχία ή στην αποτυχία του υπαρξιακού του προορισμού.
Να το τέταρτο στοιχείο του περιορισμού της ελευθερίας του. Υποχρεώνεται να δεχθεί τις συνέπειες μιας δραστηριότητας που δεν την ελέγχει έστω και αν την έχει προκαλέσει με την ελεύθερη θέλησή του. Σ᾽ αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο παρουσιάζεται το πρόβλημα της αυθεντικότητας του βοηθού και λυτρωτού που ουσιαστικά θα παίξει για μ ας το ρόλο του Σωτήρα. Εδώ πραγματοποιείται και το σημαντικότερο βήμα της ελευθερίας μας. Αναμφισβήτητα πρόκειται για το μοιραίο διάβημα της υπάρξεώς μας. Ίσως μετά απ᾽ αυτό να επακολουθήσει μια αμετάκλητη κατάσταση δουλείας ή αιχμαλωσίας της ύπαρξής μας που θα μ ας φέρει στο χώρο της υπαρξιακής επιτυχίας ή αποτυχίας, θα μ ας αυξήσει το αίσθημα της οντότητας ή θα μας χαρίσει τη γεύση της αλλοτρίωσης και την τάση της αυτοκαταστροφής. Εύλογα δημιουργείται το ερώτημα: «Υπάρχει κανένας άνθρωπος, που να έχει και να διαθέτει την αυθεντικότητα και τη δύναμη ώστε ακουμπώντας στα χέρια του την ελευθερία μας να πάρουμε τη σωτηρία μας;»
Για μας τους Χριστιανούς η απάντηση είναι εύκολη και απλή. Μόνο ο Θεός μπορεί να είναι σωτήρας μας. Ο άνθρωπος αποκλείεται να σώσει τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό και μείς προστρέχουμε στον Ιησού. Εκείνος όμως μ ας βάζει σε μια δοκιμασία χωρίς προηγούμενο. Ορθά κοφτά απαιτεί την πλήρη ένταξη της ζωής μας στη ζωή Του. Αυτό θα μ ας ενθουσίαζε και θα μ ας ήταν άκοπο αν μ ας καλούσε να μετέχουμε μόνο στον θρίαμβο —στη δόξα Του ή αν η δόξα Του δεν ήταν ο Σταυρός Του. Σε ποιά κατάσταση βρισκόμαστε όταν μ ας καλεί ή όταν πηγαίνουμε σ᾽ Αυτόν; Πρώτα-πρώτα, ελαυνόμαστε κυριολεκτικά από ένα αδιαφιλονίκητο εγωκεντρισμό. Δεν έχει σημασία αν είναι ντυμένος «στολήν λαμπράν» ή εάν είναι κουρελής, αν αποπνέει άρωμα αξιοπρέπειας ή χυδαιότητας. Είναι πάντως εγωκεντρισμός, που η ιδιοτέλειά του έχει περιβληθεί την νομιμότητα της υπαρξιακής αναγκαιότητας. Έχουμε ανάγκη να ζήσουμε να διακριθούμε, να εξελιχθούμε με τις μορφές που μ ας υπαγορεύει ο λογισμός μας.
Πολλές φορές έχουμε έτοιμο το αρχιτεκτονικό υπαρξιακό σχέδιό μας και το μόνο, που επιθυμούμε, είναι να αναθέσουμε στον Κύριο την εργολαβία, και μάλιστα, αφού τον υποβάλουμε σε πολυποίκιλλες διαδικασίες διαγωνισμών. Και ενώ βασανιζόμαστε από μια τέτοια υπαρξιακή απαιτητικότητα Εκείνος μ ας βάζει όρο απαράβατο το «απαρνησάσθω εαυτόν» και το «αράτω τον σταυρόν αυτού» (Ματθ. ιστ´, 24). Δηλαδή; Απαιτεί από μ ας όχι μια απλή ή συμβατική υποτέλεια, αλλά μια υπαρξιακή αναχώνευση. Ο άκρος εγωκεντρισμός μας πρέπει να μεταβληθεί σε ακραιφνή Χριστοκεντρισμό.
Ο Κύριος με τη σάρκωσή Του, πριν να μας ζητήσει αυτό το Χριστοκεντρισμό, έζησε τον έρωτα του πιο τέλειου ανθρωποκεντρισμού, γι᾽ αυτό και είναι και ο Μόνος που δικαιώνεται να απαιτήσει το Χριστοκεντρισμό. Μ᾽ αυτόν απαλλάσσει ουσιαστικά τον άνθρωπο από τον εγωκεντρισμό, δίνοντάς του ρεαλιστικό σχήμα ζωής και χαρίζοντάς του τις προπτωτικές διαστάσεις της ανθρωπιάς του. Αυτή η μεταμόρφωση του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται μόνο στη σφαίρα του ιδεατού και του μυστικού χώρου και τρόπου, αλλά υλοποιείται στην καθημερινή ζωή. Έτσι έρχεται σε αθέλητη αναμέτρηση με τη ζωή των άλλων, προσκρούει στους άλλους και οι άλλοι προσκρούουν σ᾽ αυτή. Μ᾽ αυτήν την πρόσκρουση δημιουργείται ο σταυρός μας.
Ο σταυρός μας είναι η διασταύρωση του δρόμου της ζωής του Θεού και του δρόμου της ζωής του κόσμου της αμαρτίας. Δηλαδή, σε σχετικότητα, έχουμε ο, τι στο απόλυτο είναι ο Σταυρός του Χριστού. Ο Σταυρός του Χριστού, από τον Χριστόν περιέχει μόνον την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Όλα τα άλλα στοιχεία ανήκουν στον άνθρωπο και στην αμαρτωλή επινοητικότητά του.
Το ίδιο και στη ζωή του Χριστιανού ο σταυρός του περιέχει μόνον την ακατάσχετη θέλησή του για Χριστοκεντρισμό. Δηλαδή την εφαρμογή του «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης διανοίας σου και τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Μαρκ. ιβ´, 30-31). Όλα τα άλλα, ουσιαστικά και μορφολογικά στοιχεία του σταυρού μας, προέρχονται από την εγωκεντρική αμαρτωλότητα των άλλων. Τότε που ο άνθρωπος ελεύθερα θα στέρξει το σταυρό του, θα υλοποιήσει την ύψιστη ανάπτυξη της ελευθερίας του. Γιατί μόνον έτσι θα υπερβεί και την προσωπική του ανάγκη για ελευθερία που είναι η ευγενέστερη και δυναμικότερη και ιερότερη έκφραση, αν μπορεί έτσι να ονομαστή, του εγωκεντρισμού του.
Μ᾽ αυτό τον τρόπο, αυτόματα, η ζωή του μπαίνει στη ζωή του Χριστού και η ζωή του Χριστού γίνεται δική του. Όλο αυτό είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής του, που για να συναντηθεί με τη θέληση του Σωτήρα του, περνάει από μια ατέλειωτη σειρά καθαρτικών δοκιμασιών. Σ᾽ αυτή τη δοκιμασία, οι περισσότεροι λυγίζουμε και υπαναχωρούμε. Παίρνουμε πίσω τη θέλησή μας, διώχνουμε το Σωτήρα μας ή Τού υποδεικνύουμε, ευγενώς, να μας σώσει με άλλο τρόπο ή να μ ας δοκιμάσει έτσι όπως εμείς νομίζουμε ότι μπορούμε να σηκώσουμε. Με άλλα λόγια αγωνιζόμαστε να διατηρήσουμε την εγωκεντρικότητά μας που απειλείται με αφανισμό. Είναι η στιγμή της προσωπικής μας Γεθσημανή.
Ζώντας μέσα σ᾽ αυτή αν δεν καταλήξουμε στο «πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ᾽ ως Συ Πάτερ» (Ματθ. κστ´, 39) όλοι οι προηγούμενοι κόποι, όλες οι ασκητικές προσπάθειες και οι πνευματικές ζυμώσεις για ένα γνήσιο Χριστοκεντρισμό, όλα πάνε χαμένα. Και το σπουδαιότερο είναι ότι αυτό το δραματικό και κρίσιμο παιχνίδι, παίζεται κάθε ώρα και στιγμή μέσα μας, ακόμη και για τα πιο μικρά πράγματα. Γιατί σημασία δεν έχει το μέγεθος του αντικειμένου της εντολής που επιδιώκουμε να εφαρμόσουμε ή να μην εφαρμόσουμε, αλλά έτσι κρίνεται το Χριστοκεντρικό ή το εγωκεντρικό στοιχείο της προαίρεσής μας.
Όποιος διατηρεί προσωπικές απόψεις και επιλογές για το πως θα σταυρωθεί, ουσιαστικά αρνείται τη σταύρωσή του και κατά συνέπεια περιορίζει το μέγεθος της ελευθερίας του. Δεν στέκει στην ελευθερία που του χάρισε και του ζήτησε ο Χριστός. Αυτό μας υποχρεώνει να παραδεχθούμε πως η διάσωση της ελευθερίας μας δεν βρίσκεται μέσα στην ασυδοσία ή στην αυθαιρεσία ή τη διακριτική εξουσία μας, αλλά μέσα στη σταύρωσή μας. Αυτό είναι εκείνο που δεν κατανοούν οι εκτός Χριστού και που φοβούνται οι Χριστιανοί. Έτσι και σήμερα οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι βρίσκουν τους απογόνους τους στα πρόσωπά μας.
Έτσι εξηγείται γιατί ο Σταυρός του Χριστού θα εξακολουθεί να είναι και «σκάνδαλο και μωρία». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα παύσει να είναι και όργανο της σωτηρίας μας και μορφή της καθημερινής ζωής μας. « Ο λόγος γαρ ο του Σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστι τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» (Α´ Κορινθ. α´, 18). Ο Σταυρός του Χριστού έχει μέσα του την παρουσία του Τριαδικού Θεού και κρύβει όλη τη δύναμη της Αναστάσεως.
Η Ανάσταση είναι η ύψιστη και η τελειότατη έκφραση της ελευθερίας. «Όπου το πνεύμα του Θεού εκεί και ελευθερία» (Β´ Κορινθ. γ´, 17). Εκείνο που απομένει σε μας είναι η Χριστοκεντρική ελευθερία μας και η ελεύθερη σταύρωσή μας. Μόνον τότε η δόξα του Χριστού θα γίνει και δόξα δική μας.
Μερικοί τη νομίζουν σαν το ύψιστο αγαθό και άλλοι τη λατρεύουν σαν θεό ή σαν ημίθεο. Η ελευθερία τροφοδοτεί τις επαναστάσεις και τρέφεται απ᾽ αυτές. Για μας τους Έλληνες είναι ταυτισμένη με την υπόσταση της πατρίδας μας. άνετα την πληρώνουμε με την αυτοθυσία μας και συχνά τη μονοπωλούμε στην πολιτικολογία.
Γιά τους Χριστιανούς η ελευθερία είναι κλήση και προορισμός. Ένα ξέχωρο δώρο του Θεού σε κάθε πιστό. Υπαρξιακή καρποφορία σε όσους έχουν εγκεντρισθή στην καλλιέλαιο. Στη θεολογία του Παύλου η ελευθερία παρουσιάζεται με θεμελιακή σημασία και οι διαστάσεις της ξεκινούν από την απλή καθημερινότητα και φθάνουν στην εσχατολογική προβολή της «καινής κτίσης» και του «νέου Αδάμ».
Όποιο νόημα και αν δώσουμε στην ελευθερία δεν μπορούμε να αρνηθούμε το ιδίωμά της να ηλεκτρίζει τα «φιλελεύθερα» πνεύματα. Είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους καταδυναστευομένους και καταπιεσμένους. Όνειρο των σκλάβων και παρηγοριά των φτωχών. Έρωτας των μεγάλων εθνικών ηρώων και πολεμική τους ιαχή. Ακόμη αποτελεί απαραίτητη πρϋπόθεση για την ορθή ηθική αποτίμηση των πράξεων και των ενεργημάτων του ανθρώπου, στη σκέψη των ασκητών και των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Υπάρχει όμως και μια άλλη, βασικά αντίθετη πραγματικότητα.
Είναι αυτή που, ο Σταυρός του Χριστού, αποτελεί «σκάνδαλο» για τους Ιουδαίους και «μωρία» για τους Έλληνες. Παράλληλα και αντίθετα προς το «επ᾽ ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί» (Γαλ. ε´, 13), του Αποστολικού καλάμου, υπάρχει η αυθεντική σάλπιγγα του Κυρίου που μ ας καλεί με τα γνωστά συγκλονιστικά λόγια, «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. η´, 34).
Από τη μια μεριά έχουμε την προτροπή, «τη ελευθερία ούν η Χριστός ημάς ελευθέρωσε στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. ε´, 1) και από την άλλη καλούμαστε στη ζωή της «εν Χριστώ» δουλείας. Καλούμαστε να στέρξουμε την υπαρξιακή μας εξόντωση χάριν του Χριστού και του Ευαγγελίου Του, ως την μοναδική προϋπόθεση της σωτηρίας μας. Με απλά λόγια και η ελευθερία μας και η σταύρωσή μας —η «εν Χριστώ» δουλεία μας— θεωρούνται απαραίτητες και αποκλειστικές προϋποθέσεις της σωτηρίας μας, με την ίδια σημασία και σπουδαιότητα.
Πως είναι δυνατόν να εξηγηθεί αυτή η φαινομενική αντίθεση; Ξεκινούμε από την ανάγκη να προσδιορισθούν οι όροι ελευθερία-δουλεία και Σταυρός-Σταύρωση. Πρέπει να προσδιορίσουμε τουλάχιστον, πως εννοούμε τους όρους αυτούς.
Ελευθερία είναι η εξασφάλιση όλων των όρων και των εσωτερικών και εξωτερικών προϋποθέσεων για μια απρόσκοπτη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη της εντελέχειας —του σπερματικού υπαρξιακού δυναμισμού— που έχει μέσα του κάθε έμβιο δημιούργημα. Δουλεία είναι η μερική ή καθολική υποτέλεια κάποιου δημιουργήματος σε ένα άλλο με καταφανή περιορισμό της εντελέχειάς του και μάλιστα στο θέμα του αυτοορισμού και της αυτοδιαθέσεως.
Η Σταύρωση —με πρότυπο το Σταυρό του Χριστού— είναι κατά μεν το φαινόμενο η ανακοπή της λειτουργίας της βιολογικής εντελέχειας και ο υπαρξιακός αφανισμός του ανθρώπου. Κατά δε την ουσία είναι η υπέρβαση της ανακοπής της εντελέχειας, η υπέρβαση της φθοράς και του υπαρξιακού αφανισμού η αποκορύφωση της αναγεννητικής ανάπτυξης, η ολοκλήρωση της ανάπλασης του ανθρώπου.
Αν παραδεχθούμε τους ορισμούς αυτούς, το επόμενο βήμα που έχουμε να κάνουμε είναι η διερεύνηση της ιστορίας και της ανθρωπολογίας για να διαπιστώσουμε αν συμφωνεί η πραγματικότητα με μ ας. Θεωρούμε όμως αυτονόητο ότι σκοπός μας δεν είναι να απευθυνθούμε σε ανθρώπους που βρίσκονται έξω από το χώρο της Εκκλησίας του Χριστού. Δεν συζητούμε μ᾽ αυτούς που αρνούνται την Ανάσταση, γιατί στην ουσία αρνούνται τον Κύριο και την Θεανδρική ιστορικότητά Του. Κανείς λόγου χάριν δεν μπορεί να μιλήσει με μαθηματική γλώσσα αν αρνηθεί τα βασικά αξιώματα της μαθηματικής επιστήμης. Αν αγνοήσει την ιστορία των Μαθηματικών θα υποχρεωθεί να την ξαναδημιουργήσει.
Ένα δεύτερο σημείο, που είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπ᾽ όψη με επιστημονική σοβαρότητα, είναι το ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο δημιούργημα που η εντελέχειά του δεν περιορίζεται στο βιολογικό πλαίσιο, αλλά εξέρχεται από το χώρο και το χρόνο και εισέρχεται στη σφαίρα της ηθικής και του πνεύματος.
Μόνο η ελευθερία του ανθρώπου μ ας δίνει το δικαίωμα να μιλάμε και για τη δουλεία του. Ο βιολογικός ντετερμινισμός δεν μ ας επιτρέπει να σκεπτόμαστε για δουλεία των άλλων δημιουργημάτων. Εκεί τα φαινόμενα της δουλείας εντάσσονται στην εξελικτικότητα της εντελέχειάς τους. Γιά όσους βλέπουν τον άνθρωπο σαν συνηθισμένη βιολογική μονάδα του ζωικού βασιλείου, δεν είναι λογικό να θέτουν θέμα και πρόβλημα ελευθερίας και δουλείας. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να πάει κόντρα στους φυσικούς νόμους και στο Θεό. Παρά ταύτα δεν ξεχνούμε τον αποφθεγματικό λόγο του Ρουσσώ: «Ο άνθρωπος ενώ γεννιέται ελεύθερος είναι πάντοτε σιδηροδέσμιος».
Ας προσπαθήσουμε να δούμε τις ιδέες μας αυτές, εφαρμοσμένες σ᾽ έναν άνθρωπο βιολογικά ακέραιο και σωστό —που διαθέτει βιολογική και οντολογική ακεραιότητα και που όλα σ᾽ αυτόν λειτουργούν «κατά φύσιν» όπως λένε οι γιατροί. Στη υπαρξιακή υπόσταση αυτού του ανθρώπου αβίαστα διακρίνουμε τη σωματική οντότητα με τα βιολογικά δεδομένα της και την πνευματική οντότητα με τα ψυχοπνευματικά φαινόμενά της. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την αλληλεξάρτηση σώματος και ψυχής στο ευρύτερο δυνατό φάσμα της. Αυτός ο άνθρωπος έχει γεννηθεί με τη θέληση, την απόφαση και τις έμμεσες ενέργειες του Θεού και τις άμεσες σχετικές δραστηριότητες άλλων ανθρώπων. Το γεγονός αυτό είναι ο πρώτος και αναντίρρητος λόγος που εισάγει την έννοια της σχετικότητας στην ελευθερία του.
Η παρατήρηση αυτή δεν είναι νομιναλιστικό αξίωμα, αλλά ιστορικοβιολογική πραγματικότητα, που έχει τόσες γνωστές και άγνωστες συνέπειες στην περαιτέρω πορεία του. Οι περιβαλλοντικές συνθήκες της βιολογικής του ανέλιξης και οι προϋποθέσεις της δομής του ψυχικού του κόσμου, δεν εξαρτώνται από την προαίρεσή του, αλλά προσδιορίζονται από παράγοντες που, ενώ βρίσκονται συνειδητά ή ασυνείδητα, θεληματικά ή αθέλητα μέσα και γύρω από την προσωπικότητα των γονέων του, όμως προσδιορίζουν πολλές φορές αποφασιστικά το χαρακτήρα του και τη πορεία του στη ζωή. Έτσι προχωρεί «ονόματι» και «δυνάμει» ελεύθερος, μέχρι του σημείου που θα κατακτήσει την αυτοσυνειδησία και θα αρχίσει να επιδιώκει την αυτογνωσία.
Όλη αυτή τη δουλειά καλείται να την κάνει με υλικό που δεν το έχει διαλέξει μόνος του και με ψυχοσωματικές δυνάμεις που δεν τις ελέγχει. Εδώ βρίσκεται η δεύτερη βαθμίδα του περιορισμού της ελευθερίας του. Στη συνεχή προσπάθειά του για αυτογνωσία συνειδητοποιεί κάποιο είδος δουλείας ή αιχμαλωσίας της θέλησής του, ενώ συγχρόνως αντιλαμβάνεται, και «καθ᾽ εαυτόν» και ύστερα από εξωγενή προκλητικά ερεθίσματα, ότι πρέπει και μπορεί να ανατρέψει ή να αναμορφώσει το μέρος ή το όλο της υπαρξιακής δομής του. Η πράξη όμως κάμει οχληρή αυτήν την αυτογνωσία και η αδυναμία τον υποχρεώνει στην αναζήτηση ενίσχυσης και επικουρίας.
Στο σημείο αυτό αρχίζει να υλοποιείται η ποιοτική και δυναμική προαίρεσή του, να παίρνει μορφή η ελευθερία του. Για το θέμα που αναπτύσσουμε δεν έχει πολλή σημασία αν είναι βαπτισμένος Χριστιανός. Παρά ταύτα, εάν έχει προηγηθεί νηπιοβαπτισμός, ο αγώνας του παίρνει πιο έντονο το χαρακτήρα του περιορισμού ή του επηρεασμού της βούλησής του.
Εναγώνια λοιπόν ορθώνονται τα ερωτήματα: «Θα στηριχθεί μόνον στον εαυτό του; Θα καλέσει το α ή β συγκεκριμένο πρόσωπο ή θα προσφύγει στην οποιαδήποτε κοσμοβιοθεωρία για να τον βοηθήσουν; Θα ζητήσει την παρέμβαση του Θεού; Ποιός είν᾽ αυτός ο Θεός; Πως τον γνωρίζει;» Ότι και να κάνει βασικά θα παραδεχτή ή θα υποχρεωθεί να παραδεχτή τη σχετικότητα και της δύναμής του και της ελευθερίας του και της γνώσης του. Αν είναι ειλικρινής θα ομολογήσει ότι έχει ανάγκη βοηθού και λυτρωτού για να βγεί από το αδιέξοδο, δηλαδή, θα συνειδητοποιήσει το τρίτο στοιχείο του περιορισμού της ελευθερίας του. Όποιοσδήποτε θα κληθεί να τον βοηθήσει και να τον λυτρώσει, είναι επόμενο ότι θα μεταχειριστεί την ελευθερία του με σεβασμό ή ασέβεια και θα συμβάλει αποφασιστικά στην επιτυχία ή στην αποτυχία του υπαρξιακού του προορισμού.
Να το τέταρτο στοιχείο του περιορισμού της ελευθερίας του. Υποχρεώνεται να δεχθεί τις συνέπειες μιας δραστηριότητας που δεν την ελέγχει έστω και αν την έχει προκαλέσει με την ελεύθερη θέλησή του. Σ᾽ αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο παρουσιάζεται το πρόβλημα της αυθεντικότητας του βοηθού και λυτρωτού που ουσιαστικά θα παίξει για μ ας το ρόλο του Σωτήρα. Εδώ πραγματοποιείται και το σημαντικότερο βήμα της ελευθερίας μας. Αναμφισβήτητα πρόκειται για το μοιραίο διάβημα της υπάρξεώς μας. Ίσως μετά απ᾽ αυτό να επακολουθήσει μια αμετάκλητη κατάσταση δουλείας ή αιχμαλωσίας της ύπαρξής μας που θα μ ας φέρει στο χώρο της υπαρξιακής επιτυχίας ή αποτυχίας, θα μ ας αυξήσει το αίσθημα της οντότητας ή θα μας χαρίσει τη γεύση της αλλοτρίωσης και την τάση της αυτοκαταστροφής. Εύλογα δημιουργείται το ερώτημα: «Υπάρχει κανένας άνθρωπος, που να έχει και να διαθέτει την αυθεντικότητα και τη δύναμη ώστε ακουμπώντας στα χέρια του την ελευθερία μας να πάρουμε τη σωτηρία μας;»
Για μας τους Χριστιανούς η απάντηση είναι εύκολη και απλή. Μόνο ο Θεός μπορεί να είναι σωτήρας μας. Ο άνθρωπος αποκλείεται να σώσει τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό και μείς προστρέχουμε στον Ιησού. Εκείνος όμως μ ας βάζει σε μια δοκιμασία χωρίς προηγούμενο. Ορθά κοφτά απαιτεί την πλήρη ένταξη της ζωής μας στη ζωή Του. Αυτό θα μ ας ενθουσίαζε και θα μ ας ήταν άκοπο αν μ ας καλούσε να μετέχουμε μόνο στον θρίαμβο —στη δόξα Του ή αν η δόξα Του δεν ήταν ο Σταυρός Του. Σε ποιά κατάσταση βρισκόμαστε όταν μ ας καλεί ή όταν πηγαίνουμε σ᾽ Αυτόν; Πρώτα-πρώτα, ελαυνόμαστε κυριολεκτικά από ένα αδιαφιλονίκητο εγωκεντρισμό. Δεν έχει σημασία αν είναι ντυμένος «στολήν λαμπράν» ή εάν είναι κουρελής, αν αποπνέει άρωμα αξιοπρέπειας ή χυδαιότητας. Είναι πάντως εγωκεντρισμός, που η ιδιοτέλειά του έχει περιβληθεί την νομιμότητα της υπαρξιακής αναγκαιότητας. Έχουμε ανάγκη να ζήσουμε να διακριθούμε, να εξελιχθούμε με τις μορφές που μ ας υπαγορεύει ο λογισμός μας.
Πολλές φορές έχουμε έτοιμο το αρχιτεκτονικό υπαρξιακό σχέδιό μας και το μόνο, που επιθυμούμε, είναι να αναθέσουμε στον Κύριο την εργολαβία, και μάλιστα, αφού τον υποβάλουμε σε πολυποίκιλλες διαδικασίες διαγωνισμών. Και ενώ βασανιζόμαστε από μια τέτοια υπαρξιακή απαιτητικότητα Εκείνος μ ας βάζει όρο απαράβατο το «απαρνησάσθω εαυτόν» και το «αράτω τον σταυρόν αυτού» (Ματθ. ιστ´, 24). Δηλαδή; Απαιτεί από μ ας όχι μια απλή ή συμβατική υποτέλεια, αλλά μια υπαρξιακή αναχώνευση. Ο άκρος εγωκεντρισμός μας πρέπει να μεταβληθεί σε ακραιφνή Χριστοκεντρισμό.
Ο Κύριος με τη σάρκωσή Του, πριν να μας ζητήσει αυτό το Χριστοκεντρισμό, έζησε τον έρωτα του πιο τέλειου ανθρωποκεντρισμού, γι᾽ αυτό και είναι και ο Μόνος που δικαιώνεται να απαιτήσει το Χριστοκεντρισμό. Μ᾽ αυτόν απαλλάσσει ουσιαστικά τον άνθρωπο από τον εγωκεντρισμό, δίνοντάς του ρεαλιστικό σχήμα ζωής και χαρίζοντάς του τις προπτωτικές διαστάσεις της ανθρωπιάς του. Αυτή η μεταμόρφωση του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται μόνο στη σφαίρα του ιδεατού και του μυστικού χώρου και τρόπου, αλλά υλοποιείται στην καθημερινή ζωή. Έτσι έρχεται σε αθέλητη αναμέτρηση με τη ζωή των άλλων, προσκρούει στους άλλους και οι άλλοι προσκρούουν σ᾽ αυτή. Μ᾽ αυτήν την πρόσκρουση δημιουργείται ο σταυρός μας.
Ο σταυρός μας είναι η διασταύρωση του δρόμου της ζωής του Θεού και του δρόμου της ζωής του κόσμου της αμαρτίας. Δηλαδή, σε σχετικότητα, έχουμε ο, τι στο απόλυτο είναι ο Σταυρός του Χριστού. Ο Σταυρός του Χριστού, από τον Χριστόν περιέχει μόνον την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Όλα τα άλλα στοιχεία ανήκουν στον άνθρωπο και στην αμαρτωλή επινοητικότητά του.
Το ίδιο και στη ζωή του Χριστιανού ο σταυρός του περιέχει μόνον την ακατάσχετη θέλησή του για Χριστοκεντρισμό. Δηλαδή την εφαρμογή του «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης ψυχής, εξ όλης ισχύος, εξ όλης διανοίας σου και τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Μαρκ. ιβ´, 30-31). Όλα τα άλλα, ουσιαστικά και μορφολογικά στοιχεία του σταυρού μας, προέρχονται από την εγωκεντρική αμαρτωλότητα των άλλων. Τότε που ο άνθρωπος ελεύθερα θα στέρξει το σταυρό του, θα υλοποιήσει την ύψιστη ανάπτυξη της ελευθερίας του. Γιατί μόνον έτσι θα υπερβεί και την προσωπική του ανάγκη για ελευθερία που είναι η ευγενέστερη και δυναμικότερη και ιερότερη έκφραση, αν μπορεί έτσι να ονομαστή, του εγωκεντρισμού του.
Μ᾽ αυτό τον τρόπο, αυτόματα, η ζωή του μπαίνει στη ζωή του Χριστού και η ζωή του Χριστού γίνεται δική του. Όλο αυτό είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής του, που για να συναντηθεί με τη θέληση του Σωτήρα του, περνάει από μια ατέλειωτη σειρά καθαρτικών δοκιμασιών. Σ᾽ αυτή τη δοκιμασία, οι περισσότεροι λυγίζουμε και υπαναχωρούμε. Παίρνουμε πίσω τη θέλησή μας, διώχνουμε το Σωτήρα μας ή Τού υποδεικνύουμε, ευγενώς, να μας σώσει με άλλο τρόπο ή να μ ας δοκιμάσει έτσι όπως εμείς νομίζουμε ότι μπορούμε να σηκώσουμε. Με άλλα λόγια αγωνιζόμαστε να διατηρήσουμε την εγωκεντρικότητά μας που απειλείται με αφανισμό. Είναι η στιγμή της προσωπικής μας Γεθσημανή.
Ζώντας μέσα σ᾽ αυτή αν δεν καταλήξουμε στο «πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ᾽ ως Συ Πάτερ» (Ματθ. κστ´, 39) όλοι οι προηγούμενοι κόποι, όλες οι ασκητικές προσπάθειες και οι πνευματικές ζυμώσεις για ένα γνήσιο Χριστοκεντρισμό, όλα πάνε χαμένα. Και το σπουδαιότερο είναι ότι αυτό το δραματικό και κρίσιμο παιχνίδι, παίζεται κάθε ώρα και στιγμή μέσα μας, ακόμη και για τα πιο μικρά πράγματα. Γιατί σημασία δεν έχει το μέγεθος του αντικειμένου της εντολής που επιδιώκουμε να εφαρμόσουμε ή να μην εφαρμόσουμε, αλλά έτσι κρίνεται το Χριστοκεντρικό ή το εγωκεντρικό στοιχείο της προαίρεσής μας.
Όποιος διατηρεί προσωπικές απόψεις και επιλογές για το πως θα σταυρωθεί, ουσιαστικά αρνείται τη σταύρωσή του και κατά συνέπεια περιορίζει το μέγεθος της ελευθερίας του. Δεν στέκει στην ελευθερία που του χάρισε και του ζήτησε ο Χριστός. Αυτό μας υποχρεώνει να παραδεχθούμε πως η διάσωση της ελευθερίας μας δεν βρίσκεται μέσα στην ασυδοσία ή στην αυθαιρεσία ή τη διακριτική εξουσία μας, αλλά μέσα στη σταύρωσή μας. Αυτό είναι εκείνο που δεν κατανοούν οι εκτός Χριστού και που φοβούνται οι Χριστιανοί. Έτσι και σήμερα οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι βρίσκουν τους απογόνους τους στα πρόσωπά μας.
Έτσι εξηγείται γιατί ο Σταυρός του Χριστού θα εξακολουθεί να είναι και «σκάνδαλο και μωρία». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα παύσει να είναι και όργανο της σωτηρίας μας και μορφή της καθημερινής ζωής μας. « Ο λόγος γαρ ο του Σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστι τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» (Α´ Κορινθ. α´, 18). Ο Σταυρός του Χριστού έχει μέσα του την παρουσία του Τριαδικού Θεού και κρύβει όλη τη δύναμη της Αναστάσεως.
Η Ανάσταση είναι η ύψιστη και η τελειότατη έκφραση της ελευθερίας. «Όπου το πνεύμα του Θεού εκεί και ελευθερία» (Β´ Κορινθ. γ´, 17). Εκείνο που απομένει σε μας είναι η Χριστοκεντρική ελευθερία μας και η ελεύθερη σταύρωσή μας. Μόνον τότε η δόξα του Χριστού θα γίνει και δόξα δική μας.