Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Έννοιες και διαφορές της Φιλοσοφίας και της Θεολογίας

Ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Το ένα είναι ο νους, που είναι το κατάλληλο όργανο για να δεχθεί την αποκάλυψη τού Θεού, η οποία στη συνέχεια διατυπώνεται με τη λογική, και το άλλο είναι η ίδια η λογική, που είναι το γνωστικό όργανο τού κόσμου που μας περιβάλλει. Με τον νου αποκτούμε τη γνώση τού Θεού, ενώ με τη λογική τη γνώση τού κόσμου, και την εκμάθηση τής κατ' αίσθησιν επιστήμης.

Στη μία περίπτωση, (στη φιλοσοφία), ο άνθρωπος δια τής λογικής προσπαθεί να βγάλει συμπεράσματα με το μυαλό του και τη φαντασία του, προσπαθεί δηλαδή ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙ τον Θεό και την κτίση. Είναι μια γνωστική προσπάθεια από κάτω προς τα πάνω. Ο τρόπος τής φιλοσοφίας δηλαδή, είναι η ανακάλυψη.

Στη δεύτερη περίπτωση, (στη θεολογία), δεν έχουμε πλέον "ανακάλυψη", αλλά ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ. Στη Θεολογία έχουμε αποκάλυψη τού Θεού στην κεκαθαρμένη καρδιά τού ανθρώπου.

Η λέξη: Φιλοσοφία, ετοιμολογικά δηλώνει "την αγάπη τής σοφίας", αν και από διαφόρους φιλοσόφους δόθηκαν και άλλοι ορισμοί. Πρώτος ο Πυθαγόρας χρησιμοποίησε για τον εαυτό του κατά παράδοσιν τη λέξη: "Φιλόσοφος". Ως τότε χρησιμοποιούντο οι λέξεις: "σοφός" και "σοφιστής" (Χρήστου Ανδρούτσου: Λεξικόν φιλοσοφίας, εκδ. Ρηγοπούλου, έτος 1965, σελ 357).

Έτσι με βάση όσα είπαμε, δίνουμε εδώ έναν ορισμό για τη φιλοσοφία, ως: "κυρίως η διδασκαλία περί Θεού ανθρώπου και κόσμου, δια τής λογικής και τής φαντασίας".

Αν δούμε το πλήθος τών φιλοσοφικών απόψεων που έχουν διατυπωθεί στις περασμένες χιλιετίες, αντιλαμβανόμαστε, ότι όσο λογική κι αν είναι η φιλοσοφία, δεν μπορεί να δώσει με βεβαιότητα απαντήσεις στους τομείς που πραγματεύεται. Διαφορετικά, όλοι οι φιλόσοφοι θα συμφωνούσαν σε όλα, όπως όλοι οι μαθηματικοί συμφωνούν για τα αποτελέσματα τών αριθμητικών πράξεων. Ένα κι ένα κάνει δύο. Όμως αυτό δεν συμβαίνει με τη φιλοσοφία. Επειδή η φιλοσοφία στηρίζεται σε κάποιες αρχικές παραδοχές που δεν μπορούν να αποδειχθούν, διάφοροι φιλόσοφοι ακολουθούν και διαφορετικούς δρόμους σκέψης. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν αμέτρητες "σχολές φιλοσοφίας".

Οι άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας από την άλλη, αν και ήταν οι περισσότεροι από αυτούς γνώστες τής φιλοσοφίας, δεν στηρίχθηκαν στην φιλοσοφία για τις δικές τους διδαχές. Δεν είχαν ως κέντρο τη λογική, μέσω στοχασμού και φαντασίας, αλλά είχαν ως κέντρο τον νου. Πρώτα καθάρισαν την καρδιά τους από τα πάθη, και έτσι φωτίσθηκε ο νους τους από την έλευση τής Χάριτος τού Θεού στην καρδιά τους, ώστε να τους ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΕΙ Ο ΘΕΟΣ. Δεν προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τον Θεό δια τής λογικής, αλλά δια τής καθαρότητος, που τους καθιστούσε θεοφόρους, και τους έδινε την ΕΜΠΕΙΡΙΑ τού Θεού.

Ενώ δηλαδή η Φιλοσοφία είναι θεωρητική γνώση, (με την επιστημονική έννοια τής λέξης: "θεωρία"), η Θεολογία είναι πρακτική γνώση. Στη Φιλοσοφία ΨΑΧΝΕΙΣ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ δια λογικών παραδοχών τον Θεό (ή τον κόσμο). Στη Θεολογία, ΗΔΗ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ τον Θεό, και πρέπει απλώς ΝΑ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ αυτό που γνωρίζεις με τη λογική, σε εύληπτες προτάσεις.

Η Θεολογία, συγγενεύει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες, και κυρίως με την ιατρική, παρά με τη Φιλοσοφία, όσο και αν αυτό είναι δυσδιάκριτο για όσους δεν την γνωρίζουν. Γιατί η Θεολογία, στηρίζεται στην ΠΡΑΚΤΙΚΗ θεραπεία τού γνωστικού οργάνου για τον Θεό, (του νοός), για να μπορέσει να γίνει ο Θεός ΑΙΣΘΗΤΟΣ στον άνθρωπο, κάτι που συνεπάγεται όχι μόνο γνώση τού Θεού, αλλά και θεραπεία.

Και όπως στην ιατρική και στις λοιπές επιστήμες ο ερευνητής καλείται να πειραματισθεί με αυτό που θέλει να αποδείξει, και να δοκιμάσει τις θεραπευτικές μεθόδους που παρατηρήθηκαν ότι λειτουργούν σε άλλους, στη Θεολογία, υπάρχει κι εδώ πείραμα. Δεχόμαστε την αξιοπιστία τής ΓΝΩΣΤΗΣ σ' εμάς εμπειρίας τών αγίων, και καλούμαστε να την επαναλάβουμε στον εαυτό μας. Με τη βεβαιότητα ότι αν καθαρίσουμε την καρδιά μας όπως εκείνοι, θα γνωρίσουμε τον Θεό. Δεν πρόκειται δηλαδή για αφηρημένα ιδεολογήματα τής Φιλοσοφίας, αλλά για ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ μεθόδους θέασης τού Θεού, και ένωσης μαζί Του.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι η πράξη και η θεωρία (= θέαση) τού Θεού, συνυπάρχουν: "Πράξίς εστι θεωρία ενεργουμένη και θεωρία εστί πράξις μυσταγωγουμένη". Στη Θεολογία η λέξη "θεωρία" δεν έχει την έννοια τού αφηρημένου πιθανολογήματος, αλλά τη ΘΕΑ, τη ΘΕΑΣΗ, τη ΘΩΡΙΑ τού Θεού, όταν έρχεται η Χάρη Του να κατοικήσει στην θεραπευμένη καθαρμένη καρδιά.

Όταν κάποιος ψάχνει για το κλειδί του, και ξαφνικά το βρει, παύει να το ψάχνει. Και θα ήταν κουτός να συνεχίσει να ψάχνει για κάτι που βρήκε. Ομοίως, αν ψάχνει το κλειδί του, και κάποιος του πει ότι το είδε, και ότι βρίσκεται σε συγκεκριμένο σημείο, θα ήταν επίσης κουτός αν συνέχιζε να το ψάχνει αλλού, πριν ελέγξει την πληροφορία τού άλλου.
Ομοίως και η Φιλοσοφία, υπήρξε μια ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ και ΑΝΑΓΚΑΙΑ και ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ μέθοδος αναζήτησης τού Θεού (μεταξύ άλλων αναζητήσεων). Και έδωσε ώθηση στον πολιτισμό, και πολλά της χρωστάει ο κόσμος. Όταν όμως ήρθε η Θεολογία, όταν ο ίδιος ο Θεός ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ πλέον, η αναγκαιότητα αναζήτησής του δεν υφίσταται πια. Γιατί ποιος ο λόγος να ψάχνεις για κάτι το οποίο σου αποκαλύπτεται;

Αυτός ήταν ο λόγος που σοφά οι Έλληνες αντικατέστησαν τη Φιλοσοφία με τη Θεολογία, και επικέντρωσαν πλέον την προσοχή τους, όχι στην έρευνα, αλλά στη ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ όσων πλέον γνώριζαν για τον Θεό.