Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Πριν κλείσω τα μάτια

Μια ολόκληρη ζωή ακόνιζα το ξίφος μου,
Και τώρα, κατάντικρυ στο Χάροντα,
Το σέρνω απ΄το θηκάρι, και να:
Σπασμένη είναι η λεπίδα -
Αχ!

Σ΄αυτό τον κόσμο ήρθα με άδεια χέρια,
Κι ανυπόδητος φεύγω.
Η έλευση κι η αναχώρησή μου,
Απλά δυο επεισόδια
Συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Η ζωή μοιάζει με νέφος ομίχλης,
Που βγαίνει από βραχώδες σπήλαιο,
Κι ο θάνατος,
Φεγγάρι που πορεύεται
Στην επουράνια τροχιά του.

Πολύ αν συλλογιστείς,
Τί άραγε όλα ετούτα να σημαίνουν,
Θα μείνεις για πάντα δεμένος,
Όπως γαϊδούρι σε πάσσαλο.

Κείνος που έρχεται, ξέρει μονάχα για την έλευσή του,
Κείνος που φεύγει, μόνο για την αναχώρησή του.
Πώς θά΄ βρεις λύτρωση απ΄αυτή τη διγνωμία,
Όταν γαντζώνεσαι στα βράχια της ακτής;
Τα σύννεφα σκορπίζονται στα πλάτη,
Χωρίς ποτέ να ξέρουν, πού τα οδηγούν οι άνεμοι.

Αν πεις : « Έλα ξανά αργότερα»,
Γρήγορα πάλι θά΄ρθει να σ΄αρπάξει.
Καλύτερα να πεις:
«Δεν θά΄μαι σπίτι,
Μέχρι να γίνω ενενήντα εννιά χρονών».

Πλησιάζω τον καθρέφτη της ζωής μου
Στο πρόσωπό μου: εξήντα χρόνια.
Με μια κίνηση θρυμματίζω το είδωλο -
Ο κόσμος πάλι γνώριμος,
Όλα στην θέση τους.

Ποτέ δεν θα εξασφαλίσεις την αλήθεια
Απ΄τους άλλους.
Εσύ είσαι αυτός
Που πάντα μέσα σου
Την κουβαλάς.

Το γερασμένο σώμα μου:
Δροσοσταλιά,
Βαριά στην άκρη του φύλλου.

Ό,τι ανθίζει, μαραίνεται΄
Αυτός είναι ο δρόμος όλων των πραγμάτων
Στον κόσμο αυτόν εδώ των λουλουδιών.

Ω, δεν με θλίβει πια,
Για πού τραβούν
Τα φθινοπωρινά σύννεφα.

Ακόμα κι αν συνεχίσω να υπάρχω,
Μια χελώνα ζει
Εκατό φορές περισσότερο.

Απ΄αρχής χρόνου
Ειρήνη έχουν μόνο οι νεκροί.
Η ζωή είναι χιόνι που λιώνει.