Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά
και γεναιόφρονα αισθήματα σαν κάτι να τους λείπει, να τους λείπει η
ορθότητα, άρα – να τους λείπει - η αληθοφάνεια: όταν μιλούν γι’ αυτό,
κλείνουν πονηρά το μάτι, σα να λένε: «κάποιο συμφέρον υπάρχει κρυμμένο
πίσω απ αυτό. δεν μπορεί να δεί κανείς τι υπάρχει μέσα σε όλα τα
πράγματα», και υποψιάζονται πως το ευγενικό πλάσμα γυρεύει να κερδίσει
κάτι μ΄ έναν ελιγμό. Όταν όμως πεισθούν, με αναμφισβήτητο τρόπο, πως ο
άνθρωπος αυτός δεν έχει καμία εγωιστική πρόθεση, και πως περιφρονεί το
μικρό κέρδος, τότε βλέπουν τον άνθρωπο αυτό σαν ένα τρελό: του
δείχνουν περιφρόνηση όταν τον βλέπουν να χαίρεται και γελούν με τη λάμψη
των ματιών του. Και αναρωτιούνται: «Πως μπορεί να είναι χαρούμενος όταν
πάθει κάποια ζημιά; Πως μπορεί να ζητά να ζημιώσει; Σίγουρα, το πάθος
της ευγένειας θα είναι μπερδεμένο με κάποια αρρώστεια του λογικού !».
Τέτοιες ερωτήσεις και σκέψεις κάνουν μέσα τους, όπως σκέπτεται κάποιος μπρος στη χαρά που αισθάνεται ένας
τρελός για την έμμονη ιδέα του.
Μια χυδαία φύση αναγνωρίζεται εύκολα αν
προσέξει κανείς δύο βασικά πράγματα. Πρώτον – μια χυδαία φύση –δεν
λησμονά ποτέ ποιο είναι το συμφέρον της, δεύτερον, η μανία αυτή του
σκοπού του κέρδους, είναι σ’ αυτή πιο ισχυρή, παρά το βίαιο ένστικτο.
Μέλημα της και αξιοπρέπεια της είναι το να μην παρασύρεται απο την άλογη
παρόρμηση σε άκαιρες πράξεις. Η ανώτερη φύση είναι πιο παράλογη και
αυτό γιατί ο ευγενής, ο γενναιόφρων άνθρωπος υπακούει στα ένστικτα του. στις πιο καλές στιγμές του, σταματάει το μυαλό του. Ένα αρσενικό ζώο
που προστατέυει τα μικρά του βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, ή
που ακολουθεί το θηλυκό στο θάνατο, την εποχή του οργασμού, δεν
λογαριάζει ούτε τον κίνδυνο, ούτε καν αυτόν τον ίδιο τον θάνατο, κι αυτό γιατί ακόμα η λογική του σταματά, η ευχαρίστηση που του προσφέρουν
τα μικρά του ή το θηλυκό του και ο φόβος μη τύχει και τα αποχωρισθεί το
κυριέυουν ολοκληρωτικά, γίνεται πιο ζώο απ’ ότι συνήθως είναι, όπως
ακριβώς συμβαίνει στον ευγενικό και γενναιόφρωνα άνθρωπο. Μέσα του, ο
ευγενικός άνθρωπος έχει συγκεκριμένο αριθμό αισθημάτων, είτε έλξεις είτε
απωθήσεις είναι αυτές, που μιλάνε με τόση δύναμη που μπροστά τους η
διάνοια δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να σωπάσει ή και να
παραδοθεί και να γίνει υπηρέτης τους: η καρδιά αλλάζει θέση, ανεβαίνει
στον εγκέφαλο και τότε μιλάμε για «πάθος». Βέβαια, συμβαίνει πολλές
φορές να δημιουργείται ένα αντίστροφο φαινόμενο, μια αναστροφή του
πάθους κάτα κάποιον τρόπο, όπως πχ. Στον Φόντενελ, που κάποιος του
έλεγε μια φορά τοποθετώντας του το χέρι στην καρδιά: « Αυτό που υπάρχει
εκεί μέσα , φίλτατε μου, είναι και αυτό εγκέφαλος».
Στο ευγενικό ον εκείνο που περιφρονεί ο
όχλος, είναι ο παραλογισμός του πάθους του, η λανθασμένη λογική του,
και προπάντος όταν αυτό το πάθος αφορά αντικείμενα που η αξία τους του
είναι παντελώς χιμαιρική ή αυθαίρετη. Θυμώνει πολύ με όποιον υποκύπτει
στο πάθος του στομαχιού του, αλλά καταλαβαίνει την έλξη αυτής της
τυραννίας. εκείνο που δεν μπορεί να καταλάβει είναι π.χ. το πως μπορεί
κάποιος να παίζει με την υγεία του και την ευτυχία του απο πάθος για τη
γνώση. Το γούστο των ανώτερων φύσεων στρέφεται σε πράγματα εξαιρετικά,
σε πράγματα που αφήνουν αδιάφορους τους πιο πολλούς απο τους άλλους
ανθρώπους και που δεν φαίνονται καθόλου γοητευτικά. Η ανώτερη φύση μετρά
τις αξίες σε προσωπική κλίμακα. Γενικά όμως , δεν πιστεύει πως αυτή η
κλίμακα προσιδιάζει ιδιαίτερα στην καλαισθητική της ιδιοσυγκρασία.
Συμβαίνει το αντίθετο μάλιστα, εκτιμά τις προσωπικές αξίες και μή και
πέφτει έτσι στην ακατανοησία και στο απραγματοποιήσιμο. Μια ανώτερη φύση
είναι πολύ σπάνιο να διατηρήσει αρκετή λογική ώστε να θεωρεί και να
μεταχειρίζεται τον μέτριο άνθρωπο σαν τέτοιο: γενικά πιστεύει (μυστικά)
πως το πάθος της είναι σαν το πάθος όλου του κόσμου και η πίστη αυτή
αποτελεί τη φλόγα της και την ευφράδεια της.
Άν οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν νιώθουν
τον εαυτό τους, πως θα μπορέσουν να καταλάβουν τον όχλο και να
αναμετρήσουν δίκαια τον κανόνα;
Μιλάνε λοιπόν και αυτοί για τρέλλα, για
έλλειψη πνεύματος ωφελιμιστικού φυσικά, και για τον «χιμαιρισμό» της
ανθρωπότητας, και παραξενέυονται για το τραίνο της ζωής αυτού του
ανόητου κόσμου που δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει το «μόνο αναγκαίο του
πράγμα ». Αυτή είναι η αδικία των ευγενικών φύσεων, η αιώνια αδικία.