Κάποτε σε μια επιχείρηση, ήταν ένας αυστηρός προϊστάμενος. Όλα τα ήθελε να γίνονται στην εντέλεια, και ήταν ο ιδιοκτήτης της μεγάλης αυτής επιχείρησης, με το πολύ προσωπικό.
Περνούσε την ημέρα του στο γραφείο του, απ’ όπου κατηύθυνε τις δουλειές του, και σπανίως εμφανιζόταν στο προσωπικό του. Έτσι, ελάχιστοι τον γνώριζαν, μόνο όσοι εκτελούσαν άμεσα τις εντολές του. Για τους άλλους, και μόνο η ύπαρξή του, αποτελούσε ένα μυστήριο.
Αυτή η μυστικότητα, ενοχλούσε πολλούς. Και πολλά λέγονταν γι’ αυτόν μεταξύ των εργατών. Έλεγαν ότι είναι άνθρωπος σκληρός, κακός και απλησίαστος, ότι τους βλέπει σαν σκουλήκια, και γι’ αυτό δεν ασχολείται μαζί τους. Έλεγαν ακόμα ότι παρατηρεί κρυφά απ’ το γραφείο του με κάμερες τα πάντα εκεί μέσα, και δεν του ξεφεύγει τίποτα. Και ειδικά αυτό, ήταν αβάσταχτο για όσους επιθυμούσαν να λουφάρουν. Μάλιστα όσοι τον ήξεραν, έλεγαν ότι πράγματι βλέπει τα πάντα, και έχει μάλιστα κι ένα χοντρό βιβλίο, που καταγράφει τα πάντα, όλα όσα βλέπει να κάνουν οι εργάτες του.
Αυτό το τελευταίο μάλιστα, ήταν από μόνο του αρκετό, για να κάνει τους εργάτες του να τον μισήσουν, τουλάχιστον όλους όσους είχαν κάτι να κρύψουν. Κι έτσι τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν, και πολλοί είχαν κάτι να πουν γι’ αυτόν τον μυστηριώδη κακό προϊστάμενο.
Όταν κάτι κακό συνέβαινε στην επιχείρηση, πάντα έφταιγε αυτός, και οι κακές αποφάσεις που έπαιρνε. Και πάντα κάποιος ήξερε κάποιον καλύτερο τρόπο απ’ αυτόν να χειρισθεί τα πράγματα. Απλούστατα, αυτός ο προϊστάμενος, ήταν εντελώς ανίκανος, ή εντελώς αδιάφορος να σώσει την επιχείρηση από τα προβλήματα. Όμως οι κατήγοροί του, πάντα ήξεραν το σωστό τρόπο.
Βέβαια, δεν τον κατηγορούσαν όλοι. Οι περισσότεροι, είχαν ήδη αρκετά προβλήματα και δραστηριότητες να ασχοληθούν, από το να ασχολούνται με τον προϊστάμενο. Απλώς τον αγνοούσαν, όπως έδειχνε να τους αγνοεί και αυτός.
Όμως υπήρχαν και κάποιοι, που τον γνώριζαν προσωπικά. Αυτοί ήταν οι στενοί του συνεργάτες, αυτοί που μετέφεραν στους άλλους τις εντολές του και τις επιθυμίες του. Αυτοί τον αγαπούσαν πολύ, και έπιναν νερό στο όνομά του, και έλεγαν στους άλλους ότι κάνουν λάθος να τον κουτσομπολεύουν. Όμως ελάχιστοι τους έπαιρναν στα σοβαρά. Και οι πιο κακοήθεις, έλεγαν ότι στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα λένε όχι από αγάπη, αλλά για «γλύψιμο», για να κερδίσουν κάποτε μια καλύτερη θέση στο μέλλον, ή για να μην «απολυθούν».
Και στην πραγματικότητα, αυτό ήταν αλήθεια για μερικούς. Πραγματικά πολλοί τον αγαπούσαν, ή έλεγαν ότι τον αγαπούν για το μισθό, ή για το φόβο της απόλυσης. Όμως δεν ήταν έτσι όλοι οι λιγοστοί του φίλοι.
Όταν λοιπόν κάποιος από τους φίλους του έκανε κάποια σφάλματα, ή όταν έδειχνε μια λάθος διαγωγή, όλοι κατηγορούσαν τον Προϊστάμενο, και έλεγαν: «Να, βλέπεις τι τους έβαλε να κάνουν; Βλέπεις τι κάθαρμα είναι;» ή έλεγαν: «Αν έχει τέτοιους φίλους, τι διεστραμμένος είναι άραγε κι αυτός!» Και έψαχναν στους φίλους του να βρουν ελάττωμα, για να κατηγορήσουν τον κακό τους εργοδότη.
Και ο καιρός περνούσε, με τη ρουτίνα και το μόχθο της δουλειάς…
Κάποτε, κάτι άρχισε να συζητιέται στην επιχείρηση. Οι στενοί του συνεργάτες, διέδιδαν ότι κάποια αλλαγή θα γίνει. Ότι θα γυρίσει ο γιος του αφεντικού από το εξωτερικό, και θα αναλάβει τη διοίκηση. Μα ο καιρός περνούσε, και το θέμα ξεχάστηκε. Το μόνο πια που συζητούσαν οι εχθροί του αφεντικού, ήτανε πως ο γιος του δεν ήταν δικός του γιος, αλλά νόθος, και πως είχαν μάλιστα ακούσει αποδείξεις γι’ αυτό.
Μα κάποια μέρα, ξαφνικά, η επιχείρηση αναστατώθηκε. Ο γιος του αφεντικού στεκόταν ξαφνικά ανάμεσά τους. Με τον αέρα του κληρονόμου ήρθε από το εξωτερικό να ελέγξει το έργο τους. Η πόρτα του Προϊσταμένου άνοιξε και για πρώτη φορά τον είδαν ανάμεσά τους.
Οι εχθροί του, κρύφτηκαν όπως μπορούσαν, και οι φίλοι του έτρεξαν κοντά του. Ο γιος του, έτρεξε στην αγκαλιά του, και ο πατέρας του άνοιξε με δάκρυα τη δική του αγκαλιά να υποδεχθεί το γιο του.
Οι εργαζόμενοι που δεν τον γνώριζαν, είδαν τότε για πρώτη φορά, κάτι από την προσωπικότητα του Προϊσταμένου τους, που ποτέ δεν φαντάστηκαν. Ότι ο άνθρωπος αυτός, ήταν ΠΑΤΕΡΑΣ! Ένας τρυφερός πατέρας, με ένα γλυκύτατο και άδολο χαμόγελο, όχι μόνο για τον γιο του, αλλά για όλους εκεί μέσα. Σίγουρα, αυτό ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είχαν συνηθίσει να φαντάζονται γι’ αυτόν.
«Τέλος η δουλειά! Έχουμε γιορτή και ανάπαυση!» τους φώναξε ο Προϊστάμενος, και όλοι σηκώθηκαν. Τους κάλεσε στη διπλανή αίθουσα, όπου υπήρχε στρωμένο ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι, και τους κάλεσε όλους. Και μπήκαν όλοι μέσα εκεί, φίλοι του και εχθροί του.
Όμως πίσω από τον Προϊστάμενο, ερχόταν κάποιος με εκείνο το χοντρό βιβλίο, που όλοι ήξεραν ότι κατέγραφε τα έργα τους.
Ο Προϊστάμενος ανέβηκε στο βάθρο, και άνοιξε το βιβλίο. Τότε όσοι λουφάριζαν και είχαν κάτι για να κρύψουν, κατατρόμαξαν. Εξαγριώθηκαν, γι’ αυτόν τον παλιάνθρωπο, που βρήκε την ώρα της χαράς του ερχομού του γιου του για να τους αποκαλύψει, για να τους εκθέσει μπροστά στους συναδέλφους τους, για να τους παραδώσει στην κρίση του καινούργιου αφεντικού, που θα τους αναλάμβανε από εδώ και πέρα. Και σίγουρα θα τους έπαιρνε με κακό μάτι.
Ο Προϊστάμενος άρχισε να διαβάζει. Μα τίποτα κακό δεν ξεστόμισε. Κανέναν δεν έλεγξε, αν και οι φταίχτες έγιναν φανεροί σε όλους από το φόβο και την ταραχή τους. Μα εκείνος τους αγνόησε. Και άρχισε να απονέμει δώρα και αυξήσεις, και μισθούς, σε όσους είχαν κάνει κάτι που άξιζε. Πράγματι, τίποτα δεν του είχε ξεφύγει. Καμία πράξη που άξιζε δεν άφησε χωρίς ανταμοιβή. Και κάλεσε μπροστά σε όλους, και τίμησε αυτούς που εργάσθηκαν σκληρά.
Μα εκείνοι που είχαν μάθει να τον μισούν τόσα χρόνια, δεν χάρηκαν καθόλου για την ανταμοιβή αυτή. «Αυτοί οι γλυψιματίες που τόσα χρόνια τον τριγύριζαν και τον κολάκευαν, τώρα έπαιρναν τα πάντα, κι εμείς δεν πήραμε τίποτα! Δεν ξέραμε κι εμείς να γλύφουμε; Δεν ξέραμε να κάνουμε όλα αυτά και ακόμα περισσότερα; Δεν είμαστε εμείς πιο άξιοι, από αυτούς τους ανίκανους που σήμερα τιμούνται;» έλεγαν ο ένας στον άλλον. Και ήταν τόση η ζήλια και το μίσος και η μανία τους, που ταραχή δημιουργήθηκε στο γλέντι. Άρχισαν να φωνάζουν, και να τρίζουνε τα δόντια, γιατί τη θέση που εκείνοι επιθυμούσαν, τώρα την πήραν άλλοι, εκείνοι οι άνθρωποι της σφαλιάρας, οι ανίκανοι, τα σκουλήκια της γης!
Ο Προϊστάμενος πικράθηκε. Με λύπη διέταξε να βγάλουν έξω τους ταραχοποιούς, θλιμμένος που δεν μπορούσαν να χαρούν με τη χαρά του, γιατί εκεί μόνο προβλήματα θα προκαλούσαν.
Κι εκείνοι έμειναν έξω από το φωτισμένο γλέντι, ντροπιασμένοι και θυμωμένοι, στην κόλαση του μίσους των ψυχών τους.
Σημείωση:
Η αποδοχή τού Θεού στη ζωή μας, είναι θέμα ΠΡΟΑΙΡΕΣΗΣ. Δεχόμαστε τον Θεό ή τον απορρίπτουμε, κατά την αγαθή ή την κακή προαίρεση τής καρδιάς μας.
Τον ίδιο Θεό που κάποιος αγαπάει και είναι πρόθυμος να πεθάνει γι' αυτόν, ο άλλος τον μισεί. Τον Θεό που ο ένας τον παινεύει, ο άλλος τον κατηγορεί.
Τι φταίει; Δεν είναι άραγε ο τρόπος που ερμηνεύουμε τα σημάδια Του στον κόσμο; Και σε τελευταία ανάλυση, η ερμηνεία αυτή, δεν προέρχεται από την ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ τής καρδιάς μας;