Μερικές φορές, συμβαίνει τα σχέδιά μας για το μέλλον να ανατρέπονται από κάποιο απροσδόκητο συμβάν. Τότε, συχνά παίρνουμε αποφάσεις που θα μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε τη ζωή μας απρόσκοπτα όπως την προγραμματίσαμε αρχικά.
Τι συμβαίνει όμως όταν οι αποφάσεις μας επηρεάζουν τη ζωή άλλων; Και μάλιστα όταν αυτοί οι άλλοι δεν είναι σε θέση να περιφρουρήσουν τα δικαιώματά τους;
Το παρακάτω ποίημα, είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας και απελπισίας, από κάποιους ανθρώπους που τους στερήθηκε το βασικότερο ανθρώπινο δικαίωμα: η ίδια τους η ζωή!
Είναι φοβερό και να σκεφτεί κάποιος, ότι αυτοί που τους τη στερούν, είναι οι ίδιοι τους οι γονείς.
"Δικαίωμά μας… (λένε), …να κάνουμε ό,τι θέλουμε με τον εαυτό μας".
Δεν σκέφτονται όμως, ότι εκεί στα σπλάχνα τους, υπάρχει και κάποιος άλλος, ανίκανος ακόμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, που ποτέ δεν τον ρώτησαν αν ήθελε να δει το φως του ήλιου.
Εάν το ποίημα αυτό γίνει αιτία να σωθεί έστω και ένα απ' αυτά τα αγέννητα παιδιά, η δημοσίευση αυτή θα έχει πετύχει το σκοπό της.
Εγώ;
Ροδίζει ο ήλιος το πρωί και κρύβονται τ' αστέρια·
στον ουρανό λαμποκοπούν κάτασπρα περιστέρια.
Μοσχοβολάει γιασεμί, βασιλικός και δυόσμος
μες τη δροσιά του πρωινού. Όμορφος πού' ναι ο κόσμος!
Στο ποταμάκι το ρηχό δυο πάπιες κολυμπάνε
και πίσω τα παπάκια τους ακολουθούν και πάνε.
Παιδιά τα βλέπουν και γελούν, και παίζουν και πηδάνε·
ψωμί με τα χεράκια τους, τους ρίχνουνε να φάνε.
Μα εγώ το φως του πρωινού ποτέ μου δεν το είδα·
πουλιά δεν είδα να πετούν σαν έσβηναν τ' αστέρια.
Δε μύρισα το γιασεμί, δεν ξέρω τον αέρα,
κι ούτε λουλούδι έκοψαν τα παιδικά μου χέρια.
Ποτέ μες το ρηχό νερό δεν είδα τη μορφή μου,
δε γέλασα, δεν έπαιξα μες τη μικρή ζωή μου.
Κούνια ποτέ δεν έκανα στου δέντρου τη δροσιά,
κρυφτό δεν έπαιξα ποτέ με τ' άλλα τα παιδιά.
Στης μάνας του την αγκαλιά ναζιάρικα γκρινιάζει
ένα μωρό· και με στοργή, εκείνη το θηλάζει.
Τα δάχτυλά του μπλέκουνε στα μαύρα της μαλλιά,
κι ένα τραγούδι τρυφερό αυτή του τραγουδά.
Μα εγώ, ποτέ δε θήλασα σε κάποια αγκαλιά·
ποτέ δε με χαϊδέψανε της μάνας τα μαλλιά·
ποτέ τραγούδι τρυφερό δε χάιδεψε τ' αυτιά μου,
χέρι ποτέ δε μ' άγγιξε ν' ακούσει την καρδιά μου.
Στην αγκαλιά την πατρική δεν έτρεξα ποτέ
τα χέρια του τα δυνατά, ασφάλεια να μου δώσουν·
ούτε κι όταν θελήσανε μια μέρα οι δυνατοί
τη διψασμένη για ζωή, ψυχή μου να σκοτώσουν.
Ποτέ δε με ρωτήσανε αν ήθελα να ζήσω,
αν ήθελα την ομορφιά του κόσμου ν' αντικρίσω!
Ποτέ τους δε θελήσανε ν' ακούσουν τη φωνή μου·
φορτίο ήμουνα γι' αυτούς, και κόψαν τη ζωή μου.
Της μάνας μου το παιδικό τραγούδι, ήταν βρισιά·
τα λόγια της τα τρυφερά, για μένα ήταν στριγκλιά.
Της μάνας μου η παρηγοριά ήταν για μένα τρόμος
και των γονιών μου το άγγιγμα, για την ψυχή μου φόνος.
Αντί για μια θερμή αγκαλιά, χώμα ψυχρό με ζώνει
και το μικρό κορμάκι μου σκοτάδι το στοιχειώνει.
Αντί για γάλα μητρικό, σκουλήκια έχει η κοιλιά μου,
κι αντί σκιρτήματα χαράς, σίγησε η καρδιά μου.
Στην αγκαλιά του Πλάστη μου γέρνω να ξαποστάσω.
Αυτός τραγούδια θα μου πει ώσπου να τα χορτάσω.
Μάνα, πατέρας κι αδελφός, και φίλος και ζωή,
ό,τι θελήσω και ποθώ, είσαι για μένα Εσύ.
Μόνο Εσύ με νοιάστηκες, μόνο Εσύ με ξέρεις,
τη θλίψη μου μοιράζεσαι, στον πόνο μου υποφέρεις.
Το Πνεύμα Του με ακουμπά, κι εγώ παρηγοριέμαι·
στην αγκαλιά του Πλάστη μου γέρνω κι αποκοιμιέμαι.
Τι συμβαίνει όμως όταν οι αποφάσεις μας επηρεάζουν τη ζωή άλλων; Και μάλιστα όταν αυτοί οι άλλοι δεν είναι σε θέση να περιφρουρήσουν τα δικαιώματά τους;
Το παρακάτω ποίημα, είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας και απελπισίας, από κάποιους ανθρώπους που τους στερήθηκε το βασικότερο ανθρώπινο δικαίωμα: η ίδια τους η ζωή!
Είναι φοβερό και να σκεφτεί κάποιος, ότι αυτοί που τους τη στερούν, είναι οι ίδιοι τους οι γονείς.
"Δικαίωμά μας… (λένε), …να κάνουμε ό,τι θέλουμε με τον εαυτό μας".
Δεν σκέφτονται όμως, ότι εκεί στα σπλάχνα τους, υπάρχει και κάποιος άλλος, ανίκανος ακόμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, που ποτέ δεν τον ρώτησαν αν ήθελε να δει το φως του ήλιου.
Εάν το ποίημα αυτό γίνει αιτία να σωθεί έστω και ένα απ' αυτά τα αγέννητα παιδιά, η δημοσίευση αυτή θα έχει πετύχει το σκοπό της.
Εγώ;
Ροδίζει ο ήλιος το πρωί και κρύβονται τ' αστέρια·
στον ουρανό λαμποκοπούν κάτασπρα περιστέρια.
Μοσχοβολάει γιασεμί, βασιλικός και δυόσμος
μες τη δροσιά του πρωινού. Όμορφος πού' ναι ο κόσμος!
Στο ποταμάκι το ρηχό δυο πάπιες κολυμπάνε
και πίσω τα παπάκια τους ακολουθούν και πάνε.
Παιδιά τα βλέπουν και γελούν, και παίζουν και πηδάνε·
ψωμί με τα χεράκια τους, τους ρίχνουνε να φάνε.
Μα εγώ το φως του πρωινού ποτέ μου δεν το είδα·
πουλιά δεν είδα να πετούν σαν έσβηναν τ' αστέρια.
Δε μύρισα το γιασεμί, δεν ξέρω τον αέρα,
κι ούτε λουλούδι έκοψαν τα παιδικά μου χέρια.
Ποτέ μες το ρηχό νερό δεν είδα τη μορφή μου,
δε γέλασα, δεν έπαιξα μες τη μικρή ζωή μου.
Κούνια ποτέ δεν έκανα στου δέντρου τη δροσιά,
κρυφτό δεν έπαιξα ποτέ με τ' άλλα τα παιδιά.
Στης μάνας του την αγκαλιά ναζιάρικα γκρινιάζει
ένα μωρό· και με στοργή, εκείνη το θηλάζει.
Τα δάχτυλά του μπλέκουνε στα μαύρα της μαλλιά,
κι ένα τραγούδι τρυφερό αυτή του τραγουδά.
Μα εγώ, ποτέ δε θήλασα σε κάποια αγκαλιά·
ποτέ δε με χαϊδέψανε της μάνας τα μαλλιά·
ποτέ τραγούδι τρυφερό δε χάιδεψε τ' αυτιά μου,
χέρι ποτέ δε μ' άγγιξε ν' ακούσει την καρδιά μου.
Στην αγκαλιά την πατρική δεν έτρεξα ποτέ
τα χέρια του τα δυνατά, ασφάλεια να μου δώσουν·
ούτε κι όταν θελήσανε μια μέρα οι δυνατοί
τη διψασμένη για ζωή, ψυχή μου να σκοτώσουν.
Ποτέ δε με ρωτήσανε αν ήθελα να ζήσω,
αν ήθελα την ομορφιά του κόσμου ν' αντικρίσω!
Ποτέ τους δε θελήσανε ν' ακούσουν τη φωνή μου·
φορτίο ήμουνα γι' αυτούς, και κόψαν τη ζωή μου.
Της μάνας μου το παιδικό τραγούδι, ήταν βρισιά·
τα λόγια της τα τρυφερά, για μένα ήταν στριγκλιά.
Της μάνας μου η παρηγοριά ήταν για μένα τρόμος
και των γονιών μου το άγγιγμα, για την ψυχή μου φόνος.
Αντί για μια θερμή αγκαλιά, χώμα ψυχρό με ζώνει
και το μικρό κορμάκι μου σκοτάδι το στοιχειώνει.
Αντί για γάλα μητρικό, σκουλήκια έχει η κοιλιά μου,
κι αντί σκιρτήματα χαράς, σίγησε η καρδιά μου.
Στην αγκαλιά του Πλάστη μου γέρνω να ξαποστάσω.
Αυτός τραγούδια θα μου πει ώσπου να τα χορτάσω.
Μάνα, πατέρας κι αδελφός, και φίλος και ζωή,
ό,τι θελήσω και ποθώ, είσαι για μένα Εσύ.
Μόνο Εσύ με νοιάστηκες, μόνο Εσύ με ξέρεις,
τη θλίψη μου μοιράζεσαι, στον πόνο μου υποφέρεις.
Το Πνεύμα Του με ακουμπά, κι εγώ παρηγοριέμαι·
στην αγκαλιά του Πλάστη μου γέρνω κι αποκοιμιέμαι.