Σύμφωνα με δύο σχετικά πρόσφατες
έρευνες, οι μνήμες φόβου και τρόμου διαφέρουν σημαντικά από τις
συνηθισμένες μνήμες. Οι διαφορές αυτές δεν συνίστανται μόνο στις
εμφανείς επιπτώσεις και επιδράσεις που αυτές οι μνήμες ασκούν στο άτομο,
αλλά και στον διαφορετικό τρόπο που οι τραυματικές μνήμες αποθηκεύονται
στον εγκέφαλο σε σχέση με τις μνήμες συνηθισμένων, καθημερινών
εμπειριών.
Τραυματικές μνήμες, όπως κακοποίηση κατά
την παιδική ηλικία, σοβαρά ατυχήματα, εμπειρίες πολέμου κτλ.,
καταγράφονται αρχικά στις «συγκινησιακές» και στις «αισθητηριακές»
περιοχές του εγκεφάλου, αντίθετα με τις καθημερινές μνήμες οι οποίες
καταγράφονται στα «σκεπτόμενα» τμήματα του εγκεφάλου. Γι’ αυτό η
ανάκληση μιας τραυματικής μνήμης γίνεται κυρίως αισθητηριακά,
ανακαλούνται δηλαδή οσμές, εικόνες, σωματικές αισθήσεις και ήχοι που
συνδέονται με τα τραυματικά γεγονότα. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι
συχνά μια συγκεκριμένη οσμή, σωματική αίσθηση ή άλλο αισθητηριακό
ερέθισμα, μπορεί να φέρει ξαφνικά στην επιφάνεια αναλαμπές από μνήμες
τραυματικών γεγονότων που ήταν θαμμένες για πολλά χρόνια. Αυτές οι
αναλαμπές συνοδεύονται από έντονα δυσάρεστα συναισθήματα.
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής αυτών των
ερευνών Bessel Vanderkolk, καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, οι αρχικές μνήμες τραυματικών γεγονότων είναι
βασικά αισθητηριακές και αυτή είναι η αιτία που είναι πολύ δύσκολο να
εκφραστούν λεκτικά. Αυτό επιβεβαιώθηκε από εργαστηριακές μελέτες οι
οποίες έδειξαν ότι διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου
δραστηριοποιούνται όταν διαβάζουμε σε ένα άτομο λεπτομερείς περιγραφές
τραυματικών τους εμπειριών και άλλες όταν διαβάζουμε στο ίδιο άτομο
περιγραφές ουδέτερων καθημερινών γεγονότων. Κατά τη διάρκεια των
περιγραφών τραυματικών γεγονότων, οι λειτουργίες της περιοχής του
εγκεφάλου που παράγει ομιλία βρίσκονταν σε αναστολή, ενώ οι
συναισθηματικές και αισθητηριακές περιοχές του εγκεφάλου βρίσκονταν σε
έντονη διέγερση. Όπως υποστήριξε ο καθηγητής Vanderkolk, «αυτά τα
αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την άποψη ότι οι τραυματικές μνήμες
αποτελούνται από ‘βουβό τρόμο’».
Στις περισσότερες περιπτώσεις, υπάρχει
μεγάλη αντίσταση, ασυνείδητη αλλά και συνειδητή, στην ανάκληση και
συνειδητή περιγραφή τραυματικών γεγονότων. Συνήθως λόγω του πόνου της
πλήρους συνειδητής αναβίωσης καθώς και της ενοχής ή ντροπής που πιθανόν
να περιέχεται σ’ ένα τραυματικό βίωμα. Παρόλη την αντίσταση όμως, ακόμη
και μνήμες τραυματικών γεγονότων που συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια και
βρίσκονται θαμμένες βαθιά στο ασυνείδητο, επανέρχονται ραγδαία στην
αρχική αισθητηριακή και συναισθηματική τους μορφή μέσω κάποιας οσμής,
σωματικής αίσθησης, ήχου, εικόνας ή κατάστασης η οποία μπορεί να
συνδέεται ακόμη και έμμεσα με το τραυματικό γεγονός.
Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών
επισημαίνουν τη θεραπευτική ανάγκη της ανάκλησης και λεκτικής έκφρασης
τραυματικών επεισοδίων. Σύμφωνα με τον καθηγητή Vanderkolk, στις ίδιες
έρευνες αποδείχθηκε ότι στα άτομα που με την βοήθεια κατάλληλης
θεραπείας μπόρεσαν να εκφράσουν και να περιγράψουν τα τραυματικά τους
βιώματα με λέξεις, οι μνήμες αυτών των βιωμάτων μεταφέρθηκαν σε άλλες
περιοχές του εγκεφάλου και, ταυτόχρονα, ελαττώθηκαν κατά πολύ οι
αυθόρμητες αισθητηριακές και συναισθηματικές ανακλήσεις της μνήμης αυτών
των εμπειριών. Όπως δήλωσε ο καθηγητής Vanderkolk, «Όσο το άτομο δεν
μπορεί να εκφράσει αυτές τις μνήμες λεκτικά, θα συνεχίσουν να
επανέρχονται αυθόρμητα στην αρχική τους αισθητηριακή μορφή και να
ενεργοποιούν τα αντίστοιχα συναισθήματα. Άπαξ το άτομο μπορέσει να
ανακαλέσει τη μνήμη και να την εκφράσει λεκτικά, το τραυματικό βίωμα
διυλίζεται και χάνει την αρχική του δύναμη να επηρεάζει το άτομο».
Σε σχόλιό του σχετικά με αυτές τις
έρευνες, ο Russell Meares, καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του
Σύδνεϋ, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας δείχνουν καθαρά ότι
η ψυχοθεραπεία πρέπει να επικεντρώνεται κυρίως στην ενθάρρυνση του
ασθενή να εκφράσει λεκτικά τη τραυματική του εμπειρία, έτσι ώστε οι
τραυματικές μνήμες να ενσωματωθούν σε άλλα τμήματα του εγκεφάλου. Δήλωσε
επίσης ότι οι έρευνες αυτές αποδεικνύουν ότι η ψυχοθεραπεία επιφέρει
αλλαγές στις φυσιολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου και του νευρικού
συστήματος γενικά, εφόσον είναι ικανή να αλλάζει το τμήμα του εγκεφάλου
όπου αποθηκεύονται οι διάφορες μνήμες.
Πως ο Εγκέφαλος Επεξεργάζεται το Φόβο
Όταν ο εγκέφαλος λαμβάνει ένα
αισθητηριακό μήνυμα από ένα ερέθισμα που υποδεικνύει κίνδυνο, το μήνυμα
κινδύνου κατευθύνεται πρώτα στο Θάλαμο. Από εκεί, η πληροφορία στέλνεται
στην Αμυγδαλή μέσω δύο διαφορετικών αλλά παραλλήλων οδών. Τη «σύντομη
οδό» που οδηγεί κατευθείαν από το Θάλαμο στην Αμυγδαλή και τη «μακρύτερη
οδό» που οδηγεί από το Θάλαμο μέσω του Φλοιού στην Αμυγδαλή. Η σύντομη
οδός παρακάμπτει το Φλοιό του εγκεφάλου, που σημαίνει ότι το μήνυμα
φθάνει στην Αμυγδαλή με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς επεξεργασία από το
γνωστικό τμήμα του εγκεφάλου. Η Αμυγδαλή ενεργοποιείται άμεσα και, μέσω
του κεντρικού της πυρήνα, παράγει ραγδαίες συναισθηματικές και σωματικές
αντιδράσεις προτού υπάρξει οποιαδήποτε συνειδητή αντίληψη και προτού ο
συνειδητός νους να έχει την ευκαιρία να σχηματίσει μια πλήρη εικόνα της
φύσης του ερεθίσματος. Αργότερα, το ίδιο μήνυμα φθάνει στην Αμυγδαλή
μέσω της μακρύτερης οδού, αφού έχει στην πορεία υποστεί γνωστική
επεξεργασία από διάφορα επίπεδα του Φλοιού. Το γνωστικά επεξεργασμένο
μήνυμα περιέχει την πληροφορία κατά πόσον το ερέθισμα αντιπροσωπεύει
πραγματικό κίνδυνο.
Η επεξεργασμένη αντιπροσώπευση του
ερεθίσματος αντιπαρατίθεται με τα περιεχόμενα της έκδηλης μνήμης μέσω
του Ιππόκαμπου. Η έκδηλη μνήμη είναι το τμήμα της μνήμης όπου
κωδικοποιούνται πληροφορίες για αυτοβιογραφικά συμβάντα και
τεκμηριωμένες γνώσεις. Ο σχηματισμός της εξαρτάται από γνωστικές
διεργασίες όπως η εκτίμηση, η σύγκριση και η συνεπαγωγή. Τα περιεχόμενα
της έκδηλης μνήμης ανακαλούνται με μια σκόπιμη διαδικασία ανάκλησης. Ο
Ιππόκαμπος βρίσκεται μέσα στον κροταφικό λοβό και είναι η εγκεφαλική
δομή όπου αποθηκεύονται προσωρινά και επεξεργάζονται οι πληροφορίες που
εισέρχονται από τα αισθητηριακά συστήματα του εγκεφάλου. Στον Ιππόκαμπο
κρίνεται κατά πόσο η κατάσταση ή το αντικείμενο είναι επικίνδυνο ή
αποτελεί απειλή. Ο Ιππόκαμπος αποτελεί παροδικό µόνο χώρο αποθήκευσης
της μακρόχρονης μνήμης. Μετά την επεξεργασία τους, οι πληροφορίες που
αποκτήθηκαν μεταφέρονται σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφαλικού
φλοιού για μόνιμη αποθήκευση.
Ο Ιππόκαμπος βρίσκεται σε στενή
επικοινωνία και με την Αμυγδαλή και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην
κωδικοποίηση του ευρύτερου πλαισίου μέσα στο οποίο συμβαίνει μια
δυσάρεστη ή τραυματική εμπειρία. Στον Ιππόκαμπο οφείλεται η μετατροπή
ενός ερεθίσματος αλλά και ότι το περιβάλλει, π.χ. τα αντικείμενα, την
τοποθεσία και το γενικό περιβάλλον, σε πηγές εξαρτημένων φοβικών
αντιδράσεων.
Με λίγα λόγια, ο μηχανισμός της άδηλης
μνήμης της Αμυγδαλής και ο μηχανισμός της έκδηλης μνήμης το Ιππόκαμπου
καταγράφουν διαφορετικά στοιχεία ενός τραυματικού γεγονότος. Αργότερα, ο
Ιππόκαμπος μας βοηθάει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας πότε συνέβη το
γεγονός, που συνέβη, ποιοι ήταν παρόντες κτλ. Ταυτόχρονα, καθώς
δραστηριοποιείται η Αμυγδαλή, οι μύες μας τεντώνονται, η πίεση του
αίματος ανεβαίνει, η καρδιά χτυπάει ταχύτερα, λειτουργίες όπως η χώνευση
αναστέλλονται, το στομάχι μας δένεται κόμπός και, γενικά, ο οργανισμός
είναι σε πλήρη συναγερμό για να αντιμετωπίσει άμεσα έναν κίνδυνο και μια
απειλή που δεν υφίσταται πια, μια απειλή του παρελθόντος. Στην
πραγματικότητα, αυτό είναι που ονομάζουμε άγχος.
Ορισμένες πειραματικές και κλινικές
μελέτες έχουν αποδείξει ότι τα δύο συστήματα μνήμης λειτουργούν
ανεξάρτητα. Για παράδειγμα, μια γυναίκα με σοβαρή βλάβη στον Ιππόκαμπο
δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το γιατρό της αν και τον έβλεπε κάθε μέρα. Ο
γιατρός χρειαζόταν να συστήνει τον εαυτό του κάθε μέρα σαν να
συναντιόνταν για πρώτη φορά. Μία μέρα, με πρόθεση να κάνει τεστ σε μια
θεωρία του, ο γιατρός τοποθέτησε στην παλάμη του μια πινέζα και μετά
πρότεινε το χέρι του στην γυναίκα για τη συνηθισμένη καθημερινή
χειραψία. Μόλις η γυναίκα είδε την πινέζα, τράβηξε το χέρι της πίσω
απότομα. Την επόμενη μέρα, όταν ο γιατρός πρότεινε το χέρι του στη
γυναίκα για τη χειραψία, δίχως την πινέζα αυτή τη φορά, η γυναίκα
τράβηξε το χέρι της πίσω τη τελευταία στιγμή. Όταν ο γιατρός τη ρώτησε
γιατί το έκανε αυτό, η μόνη εξήγηση που μπορούσε να δώσει η γυναίκα ήταν
ότι βίωσε μια ξαφνική αίσθηση φόβου.
Η παράλληλη λειτουργία των δύο
συστημάτων μνήμης , της έκδηλης στον Ιππόκαμπο και της άδηλης στην
Αμυγδαλή, είναι η αιτία που δεν θυμόμαστε τραυματικές εμπειρίες οι
οποίες μας συνέβησαν στη νηπιακή και στην πρώιμη παιδική ηλικία. Σ’
αυτές τις ηλικίες ο Ιππόκαμπος δεν είναι ακόμη πλήρως αναπτυγμένος, ενώ η
αμυγδαλή είναι ήδη σε θέση να καταγράφει ασυνείδητες μνήμες. Έτσι,
τραυματικά γεγονότα που συνέβησαν σ’ αυτές τις ηλικίες συνεχίζουν να
προκαλούν ψυχικές και συναισθηματικές διαταραχές, συχνά για όλη μας τη
ζωή, μέσω μηχανισμών στους οποίους δεν έχουμε συνειδητή πρόσβαση.