Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Τα πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Γιατί ονομάστηκε μυστικός ο τελευταίος δείπνος του Ιησού Χριστού;

Μυστικός Δείπνος ονομάστηκε ο τελευταίος δείπνος του Ιησού με τους μαθητές Του γιατί έγινε εν κρυπτώ, εφόσον τον αναζητούσαν οι ιουδαϊκές αρχές, στην ουσία για να τον εξοντώσουν.

Υπήρξε ακόμη Μυστικός διότι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μόνο με πίστη προσεγγίζεται, αφού υπερβαίνει τη λογική κα, αλλά και διότι με αόρατο τρόπο η άκτιστη χάρη του Θεού επενεργεί στα ανθρώπινα.

Την Πέμπτη εκείνη πριν από το πάθος Του (Μ. Πέμπτη πλέον για την Εκκλησία) ο Κύριος έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του για να τους δείξει ότι η ταπεινοφροσύνη είναι ανάμεσα στις αρετές ο σπουδαιότερος θησαυρός και ότι όποιος ορέγεται εξουσία, στην πραγματικότητα θα πρέπει να είναι πάντων διάκονος.

Στην συνέχεια έλεγξε ψυχολογικά τον Ιούδα, ανώνυμα, μήπως και μετανοήσει, αλλά και για να αποτρέψει την ενδεχόμενη επιθετικότητα του Πέτρου, ο οποίος ήταν αψίθυμος μαθητής.

Παρέδωσε μάλιστα στο διηνεκές το Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, που ονομάζεται ‘φάρμακο αθανασίας’, και έδωσε στους παρευρισκόμενους να κοινωνήσουν αυτόν τον ίδιο, με τα λόγια: «Λάβετε φάγετε, αυτό ΕΙΝΑΙ το σώμα μου» και «Πιείτε απ’ αυτό όλοι, αυτό ΕΙΝΑΙ το αίμα μου….».

Δεν τους είπε ότι αυτά «θα συμβολίζουν από δω και πέρα το σώμα και το αίμα μου», αλλά ότι «ΕΙΝΑΙ το σώμα και το αίμα μου».

Εξάλλου, όταν μίλησε στους Ισραηλίτες και τους δίδαξε ότι θα δώσει τη σάρκα Του για να φάνε και να ζήσουν, εκείνοι φιλονικούσαν μεταξύ τους και έλεγαν: «Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;».

Τότε ο Χριστός επιβεβαίωσε τα λόγια Του και εξήγησε ότι «εάν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα Του, δεν έχετε ζωήν μέσα σας»….. «εκείνος που με τρώει θα ζήσει ένεκεν εμού» (Ιω. 6,46-58).

Είναι ξεκάθαρο επομένως τι εννοούσε ο Χριστός και τι κατάλαβαν οι ακροατές Του. Ο Χριστός βρίσκεται ως εκ τούτου σε κάθε σταγονίδιο και σε κάθε ψιχίο της Θ. Μεταληψης, σε όποιο σημείο της γης κι αν τελείται η Θεία Λειτουργία, όπως ακριβώς η ίδια εικόνα, αν και είναι μία, βρίσκεται σε κάθε οθόνη τηλεορασης.

Η νέα Διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων επισφραγίστηκε πλέον με το ίδιο Του το αίμα και βασίζεται στο θάνατο του Χριστού.

Αποχαιρέτησε δε τους μαθητές Του με μοναδικά λόγια, λέγοντάς τους να αγαπάνε ο ένας τον άλλο, και μάλιστα ότι πρέπει να έχουν αγάπη προς τους εχθρούς τους για να είναι πραγματικά μαθητές Του.

Εδειξε πως η προσευχή είναι όπλο και πανοπλία πνευματική, αφού άλλωστε ό,τι κι αν ζητήσουν πλέον οι πιστοί, λέει ο Χριστός, θα τους το παρέχει (εννοείται αν τους συμφέρει και πνευματικά).

Τους είπε ότι δεν θα τους αφήσει ορφανούς (αφού αναχωρήσει σωματικά από τη γη) και τους ονόμασε φίλους, γεγονότα που σε καμία θρησκεία δεν απαντώνται.

Επίσης, «χωρίς εμένα, τους είπε, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα» (Ιω. 15,6). Πράγματι, θεμέλιο άλλο κανείς δεν μπορεί να θέσει, παρά τον ήδη θεμελιώσαντα τον νέο κόσμο της χάριτος, Ιησού Χριστό, σύμφωνα και με τον απ. Παύλο (Α΄ Κορ. 3,11), αλλά και τον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος διασώζει ότι ο Ιησούς αποχαιρετώντας τους μαθητές Του αυτοχαρακτηρίστηκε ως «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6) και ως εκ τούτου η πίστη στη θεότητά Του δεν είναι νεώτερο δήθεν εφεύρημα της Εκκλησίας.

Τη Μ. Πέμπτη το βράδυ, γύρω στις 10, και μετά το δείπνο, ο Ιησούς και οι μαθητές του κατευθύνθηκαν στον κήπο της Γεθσημανή (σημαίνει Ελαιοτριβείο), στους πρόποδες του λόφου των Ελαιών.

Όσο εκείνος προσευχόταν, και λόγω της μεγάλης Του αγωνίας (γνώριζε τι θα του συμβεί), σταγόνες ιδρώτα και αίματος έπεφταν στο έδαφος, γεγονός που επαληθεύεται σήμερα από την ιατρική επιστήμη και αποδεικνύει για άλλη μια φορά την αλήθεια των Ευαγγελίων.

Οι μαθητές Του δεν μπόρεσαν να μείνουν άγρυπνοι και να τον συνδράμουν. Ο Ιησούς και ο Ιούδας ήσαν οι μόνοι άγρυπνοι και σε εγρήγορση, ο πρώτος θετικά, ο δεύτερος ύπουλα και αρνητικά.

Το αίτημα του Ιησού προς τον Θεό Πατέρα Του ήταν να μην πιεί το άδικο ποτήρι του μαρτυρίου, αφού είναι ο μόνος αθώος της υπόθεσης για χάρη των ανθρώπων. Πλην όμως, δέχεται στη συνέχεια της προσευχής Του να το πιεί, αφού γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο, για να τηρήσει το θέλημα του Θεού.

Δεν δειλιάζει παρακαλώντας τον Πατέρα του, αλλά και ως τέλειος άνθρωπος αντιδρά στο θάνατο, αφού ο άνθρωπος πλάσθηκε εξ αρχής για τη ζωή και ο θάνατος εισέβαλε λαθραία και ύπουλα στη δημιουργία του Θεού, με την απομάκρυνση των πρώτων ανθρώπων από Αυτόν.

Οι μαθητές του στη συνέχεια θα νικηθούν από τον πειρασμό, όπως τους είπε, διότι χωρίς αγρυπνία και προσευχή δεν μπορεί να προκόψει αγιοπνευματικά ο άνθρωπος (ο πειρασμός των μαθητών ήταν να αμφιβάλουν για τη θεότητα του Ιησού, όταν τον είδαν να παραδίδεται και να υποφέρει, αδύναμος αυτός, σε χέρια ανόμων).

Ο Ιούδας με φίλημα προδίδει ακολούθως τον Διδάσκαλό του. Βγήκε έτσι αληθινή η προφητεία του Ψλμ. 40,10 που έλεγε: «Εκείνος που έτρωγε τον άρτο μαζί μου, έστρεψε την πτέρνα του εναντίον μου».

Όπως δεν είναι λογικό να αρνηθεί κανείς τη θυσία και τη μοναδικότητα του Θεανθρώπου επειδή ο Ιούδας τότε τον πρόδωσε (τίποτα δεν αποκρύπτουν τα Ευαγγέλια γι’ αυτό και είναι αληθινά), άλλο τόσο δεν είναι λογικό να αρνηθεί σήμερα κάποιος την Εκκλησία γιατί υπάρχουν ορισμένοι ενδεχομένως ανάξιοι ιερωμένοι.

Πάντα θα υπάρχουν ασθενείς και αδύναμοι άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, που μπορεί με τη μετάνοιά τους να σωθούν (η έννοια της Εκκλησίας προσεγγίζεται κυρίως ως νοσοκομείο και όχι ως δικαστήριο), ενώ, εκείνοι που κατακρίνουν, πνευματικά να χαθούν.

Συνέλαβαν τότε τον Ιησού και τον έδεσαν, ενώ οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν και έφυγαν.

Οι στρατιώτες και οι Ιουδαίοι φρουροί έφεραν τον Ιησού στον πανίσχυρο αρχιερέα Άννα, πεθερό του Καϊάφα, ο οποίος είχε εκείνη τη χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα.

Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για το πού βρίσκονταν οι μαθητές Του και τι δίδασκε ο ίδιος.

Ο Χριστός απέφυγε έξυπνα να αποκαλύψει τους μαθητές του, απαντώντας: «Ρώτησε όλους όσους με άκουσαν, αφού κρυφά δεν δίδαξα ποτέ».

Η μόνη κατηγορία κατά του Ιησού στη διάρκεια της δίκης-παρωδίας ήταν αυτή που ακούστηκε από δύο ψευδομάρτυρες: Τον ακούσαμε, είπαν, να λέει: «Μπορώ να γκρεμίσω τον Ναό του Θεού και να τον ξαναχτίσω μέσα σε τρεις ημέρες» (Μτθ. 26,61). Ο Χριστός βέβαια εννοούσε το σώμα του, που θα έμενε στον τάφο τρεις μόνο ημέρες, ενώ μετά θα ανασταινόταν.

Όσο διαρκούσε η δίκη, ο Ιησούς σιωπούσε και δεν υπερασπιζόταν τον εαυτόν του. Γνώριζε πως η απόφαση είχε ήδη από καιρό παρθεί.

Όταν όμως ο αρχιερέας τον εξόρκισε στο όνομα του Θεού να πει αν είναι ο μεσσίας (έκανε τη ερώτηση επίτηδες για να τον κατηγορήσουν για βλασφημία), ο Χριστός δημόσια ομολόγησε ότι πράγματι ήταν. Τότε ο αρχιερέας έσκισε τα ρούχα του, κρίθηκε ο Χριστός ένοχος θανάτου, ενώ τον έφτυναν και τον χτυπούσαν.

Ο Πέτρος που καθόταν έξω στην αυλή, τον αρνήθηκε τρεις φορές μπροστά σε υπηρέτες. Όταν λάλησε αμέσως μετά ο πετεινός, θυμήθηκε τα λόγια του Ιησού: «Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις» (Ματθ. 26,75). Έφυγε τότε και έκλαψε πικρά. Ο Πέτρος είχε πρωτύτερα ιδιαίτερα υπερηφανευθεί και υποσχέθηκε ότι δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τον Χριστό, ακόμα κι αν όλοι οι άλλοι έχαναν την εμπιστοσύνη τους σ’ Εκείνον. «Εγώ ποτέ δεν θα κλονιστώ» του είπε, «ακόμη κι αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί Σου» (Μτθ. 26,31-35). Επέτρεψε λοιπόν ο Κύριος να «πέσει» ο Πέτρος και να ταπεινωθεί, γιατί έτσι μπορούσε καλύτερα να παιδαγωγηθεί, να «σπάσει» ο εγωισμός του και εν μετανοία να στηρίξει αργότερα κατά πολύ την Εκκλησία.

Αλλά, αμαρτία, μικρή ή μεγάλη, είναι άρνηση μερική ή ολική του Χριστού και απαιτείται από όλους μας καθημερινή μετάνοια και συχνή Εξομολόγηση. Οι υπόλοιποι μαθητές προτίμησαν τον ασφαλή δρόμο της σιωπής, που έχει καταδικάσει πολλούς ανθρώπους στην ιστορία.

Μετά τις ιουδαϊκές αρχές αναλαμβάνουν οι Ρωμαίοι, αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να θανατώσουν άνθρωπο. Ο Σωτήρας οδηγήθηκε στον Πιλάτο. Ο Ρωμαίος Επίτροπος, αφού άκουσε τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δήθεν ξεσηκώνει το λαό να μην πληρώνει φόρο και ότι ισχυρίζεται πως είναι βασιλιάς, διαπίστωσε την αθωότητα του Ιησού και -παρά την προειδοποίηση της γυναίκας του ότι αποκαλύφθηκε στο όνειρό της πως ήταν αθώο θύμα- τον καταδίκασε τελικά από δειλία σε σταυρικό θάνατο, αφού οι αρχιερείς τον κατηγόρησαν πως δεν είναι φίλος του αυτοκράτορα, και αφού είναι αλήθεια ότι προσπάθησε να παζαρέψει με το λαό την απελευθέρωση του Ιησού αντί του Βαραββά, ενός επαναστάτη μάλλον ζηλωτή εναντίον της Ρώμης.

Ο Ρωμαίος Επίτροπος έβαλε πάνω από την αλήθεια το συμφέρον του, αλλά και ο Ιησούς τού ξεκαθάρισε ότι η βασιλεία Του δεν είναι απ’ αυτόν τον κόσμο και ότι θα κατακτήσει τον κόσμο με όπλο την αλήθεια.

Όταν είδε λοιπόν ο Πιλάτος πως δεν πετυχαίνει τίποτα, και ανάμεσα στις κραυγές του όχλου που φώναζε «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον», πήρε νερό και ένιψε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος, λέγοντας: «Εγώ είμαι αθώος για το αίμα αυτού του δικαίου. το κρίμα πάνω σας».

Νόμισε πως με το πλύσιμο των χεριών του θα μετέφερε την ενοχή μόνο στους Ιουδαίους. Ο Θεός όμως κρίνει όχι μόνο από τις εξωτερικές πράξεις, αλλά κατεβαίνοντας στα βάθη των καρδιών.

Οι Ιουδαίοι παρέδωσαν στις Αρχές κατοχής του τόπου τους έναν επιφανή συμπατριώτη τους, πνευματικό διδάσκαλο και αγνό ειρηνιστή, όπως πίστευαν όλοι, για να θανατωθεί. Η πράξη τους υπήρξε προδοτική και άθλια. Ούτε βέβαια μετανόησαν οι τότε αρχιερείς, εφόσον στον Ιούδα που επέστρεψε τα 30 αργύρια της προδοσίας και τους είπε «αμάρτησα, γιατί έστειλα στο θάνατο έναν αθώο», απάντησαν: «Κι εμάς τι μας νοιάζει; Δικό σου είναι το κρίμα» (Μτθ. 27,3-5).

Αμέσως μετά ο Πιλάτος έδωσε εντολή να μαστιγώσουν τον Ιησού και τον παρέδωσε να σταυρωθεί (Μτθ. 27,24-26). Το φραγγέλωμα (μαστίγωμα) γινόταν με μαστίγιο στις άκρες του οποίου ήταν προσαρτημένα μικρά κομμάτια σιδήρου ή οστών, τα οποία ξέσχιζαν το δέρμα του θύματος. Πολλοί πέθαιναν και μόνο από το βασανιστήριο αυτό. Το σώμα του Ιησού γέμισε από πληγές και το μαρτύριο επιδεινώθηκε όταν τον έντυσαν πάνω από τις πληγές και όταν του φόρεσαν κόκκινη χλαμύδα για να τον περιπαίξουν.

Ακόμη, όταν του φόρεσαν με πίεση αγκάθινο στεφάνι και όσο τον κτυπούσαν στο κεφάλι με καλάμι. Τη στιγμή μάλιστα που τον έγδυναν για να σταυρωθεί, αποσπόταν και η σάρκα μαζί με τα ρούχα. Τα δε καρφιά (τετράγωνα) στους καρπούς και στα πόδια αχρήστευσαν κεντρικά νεύρα του σώματός του και το παρατεταμένο μαρτύριο ήταν αφόρητο. Άλλωστε, τα σώματα των σταυρωμένων είχαν παροξυσμούς και το πρόσωπο μελάνιαζε.

Ο σταυρός του Κυρίου δεν ήταν πάσσαλος, γιατί ο καταδικασμένος σε πάσσαλο πέθαινε πάνω σ’ αυτόν μέσα σε λίγα λεπτά. Του σταυρωμένου το σώμα διαμορφωνόταν από το βάρος σε σχήμα Υ και αυτό προκαλούσε αυξανόμενη ασφυξία.

Οι επανειλημμένες προσπάθειες ανόρθωσης για να αναπνεύσει είχαν –λόγω υπέρμετρου πόνου, αιμορραγίας, πυρετού και παραλυσίας- συνέπεια την αδυναμία ανόρθωσης και ο θάνατος επερχόταν συνήθως από ασφυξία. Τους καταδίκους μάλιστα σταύρωναν εντελώς γυμνούς για να τους εξευτελίσουν πλήρως.

Πάνω από το σταυρό Του ο Χριστός, στο λόγο του Γολγοθά («κρανίου τόπος» ονομαζόταν, γιατί είχε σχήμα κρανίου), και πάλι δίδαξε τους ανθρώπους με 7 λυτρωτικούς λόγους:

1. «Πατέρα μου συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λουκ. 23,34). Συγχωρεί τους σταυρωτές του, Ιουδαίους και Ρωμαίους, και αποδεικνύεται ότι είναι αληθινός, ακόμη και στο έσχατο όριο του πόνου Του.

2. «Αλήθεια σου λέω: ΣΗΜΕΡΑ θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο» (Λουκ. 23,43), διαβεβαιώνει τον εκ δεξιών μετανοημένο ληστή (αυτό αποδεικνύει εκτός των άλλων ότι δεν ισχύει η μετενσάρκωση).

3. «Γυναίκα» (τίτλος τιμής τότε για τις γυναίκες, όχι υποτέλεια), λέει προς την μητέρα του, «Νά ο γιος σου» και προς τον Ιωάννη τον Θεολόγο: «Νά η μητέρα σου» (Ιω. 19,26). Αφήνει την φροντίδα και προστασία της μητέρας Του στα χέρια του αγαπημένου μαθητή Του -Αυτό δείχνει επιπλέον ότι δεν ήταν παντρεμένος ο Ιησούς, διότι αν ήταν θα άφηνε στη γυναίκα Του την Θεοτόκο. Εξάλλου ο γάμος δεν εθεωρείτο αμαρτία από τους Ιουδαίους και δεν θα υπήρχε λόγος να αποκρυφτεί ένα τέτοιο γεγονός.

4. «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» (Ματθ. 27,46). Η ανθρώπινη φύση Του στενάζει και υποφέρει και νοιώθει πολύ ταλαιπωρημένος και παντελώς εγκαταλειμμένος.

5. «Διψώ» (Ιω. 19,28). Οι σταυρωμένοι υπέφεραν και από το μαρτύριο της δίψας, που επιτεινόταν από την αφύσικη στάση του σώματος, την αιμορραγία και τον υψηλό πυρετό. Τότε με σφουγγάρι πάνω σε κλαδί υσσώπου πλησίασαν σ’ αυτόν ξύδι (χαλασμένο κρασί ήταν) αναμεμειγμένο με σμύρνα (ήταν πικρό σαν χολή). Ένα είδος ναρκωτικού δηλαδή για να απαλύνονται οι πόνοι των σταυρωμένων. Ο Χριστός δεν δοκίμασε, για να αποδώσει πλήρη θυσία στον Πατέρα του ως εξιλαστήριο θύμα για τις αμαρτίες του κόσμου.

6. «Τετέλεσται» (Ιω. 19,30), αναφέρει προς τον Πατέρα Του, δηλαδή όλα τελείωσαν, η αποστολή μου ολοκληρώθηκε, οι προφητείες της Γραφής εκπληρώθηκαν.

7. «Πατέρα μου, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» (Λουκ. 23,46). Εμπιστεύεται την ψυχή Του στα χέρια του Θεού, που είναι και η δική Του λύτρωση από τον πόνο και την μεγάλη ταλαιπωρία.

Κατά τη σταύρωση του Ιησού εκπληρώθηκαν και πολλές προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης:

Ο Δαβίδ π.χ. αναφωνεί: «Σκίσανε τα χέρια και τα πόδια μου. Μπορούν να μετρηθούν όλα τα κόκαλά μου» (Ψλμ. 21,17-18) και ακόμη: «Τα ρούχα μου μοιράζουν μεταξύ τους και ρίχνουν κλήρο για το χιτώνα μου» (21,9). Ο Ησαΐας ενημερώνει: «Αυτός φέρει πάνω του τις δικές μας αμαρτίες και για μας υποφέρει» (53,4). Ο Ιερεμίας αναφέρει για τον Μεσσία ότι «Ως αρνίο άκακο θα οδηγηθεί στη θυσία» (11,19). Αλλά και ο Πλάτωνας, στην Πολιτεία του, περιγράφει κάποιον Δίκαιο με τα παρακάτω λόγια: «Πρέπει ν’ απογυμνωθεί από όλα, εκτός από τη δικαιοσύνη... Χωρίς καθόλου ν’ αδικεί, θα θεωρείται ότι είναι ο μεγαλύτερος άδικος, ώστε να δοκιμαστεί η δικαιοσύνη του.... Θα μείνει, όμως, σταθερός μέχρι το θάνατό του, θεωρούμενος άδικος σ’ όλη του τη ζωή, αν και είναι δίκαιος... Θα μαστιγωθεί, θα βασανιστεί, και πεθαίνοντας, αφού υποστεί όλα τα κακά, θα καρφωθεί πάνω σε ξύλο» (Πλατ. Πολιτεία Β’). Ο απόστολος Παύλος διδάσκει ότι ο Χριστός «Μάς εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου, με το να γίνει για χάρη μας ο ίδιος κατάρα» (Γαλ. 3,13). Πράγματι, ο Σωτήρας έκανε σε μας μια πνευματική μετάγγιση αίματος και η ανθρωπότητα από ετοιμοθάνατη που ήταν αναζωογονήθηκε. Σώθηκε μάλιστα από την απερίγραπτη απιστία, διαφθορά και κακία.

Έκτοτε, ο Σταυρός του Κυρίου έγινε η ανώτερη λυτρωτική θυσία στη ιστορία και ο Γολγοθάς υψηλότερη ιερή κορυφή και από αυτά τα Ιμαλάϊα. Ο Χριστός με τον σταυρό του ένωσε Ουρανό και γη, γκρέμισε το μεσότοιχο του φραγμού και έσκισε το χειρόγραφο της έχθρας μεταξύ Θεού και ανθρώπων, που είχε ξεκινήσει μέσα στην Εδέμ. Ως μέγιστος ειρηνοποιός, και όπως άλλωστε συμβολίζει ο σταυρός με ενωμένο το κάθετο με το οριζόντιο σκέλος του, συμφιλίωσε όχι μόνο Θεό και άνθρωπο, αλλά και τους ανθρώπους μεταξύ τους και τότε μόνο ο πιστός θεωρείται ολοκληρωμένος άνθρωπος, αν, και στο βαθμό που ακολουθεί το παράδειγμα του μοναδικού Θεανθρώπου της ιστορίας. Μόνο στον Ιησού εκπληρώθηκαν τέλεια τα λόγια Του ενόσω ζούσε, ότι δηλαδή «Κανείς δεν αφαιρεί τη ζωή μου, αλλά εγώ οικειοθελώς την θυσιάζω» (Ιω. 10,18). 

Η νεκρανάσταση πολλών ανθρώπων, που έγινε αμέσως μετά το θάνατό Του, επισημαίνει την αρχή αναστάσεως όλων και ο σεισμός, κατά τον οποίον πίστεψε και ο επιβλέπων εκατόνταρχος Λογγίνος, ήταν τα φανερά σημεία δοξασμού και νίκης του Ιησού.

Τελικά, αν και ο θάνατος πολλών ανθρώπων είναι το τέλος τους, ο θάνατος του Ιησού σηματοδότησε την έναρξη του ένδοξου επί της γης έργου Του, μέσω της Εκκλησίας Του, που είναι το σώμα Του παρατεινόμενο στους αιώνες.