Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Ο ιστορικός τόπος και χρόνος τού Παραδείσου

Η Γεωλογία επιβεβαιώνει τη Γένεση!

Η μελέτη αυτή, έχει σκοπό να δείξει σε όσους δεν εμπιστεύονται τη Χριστιανική πίστη, ότι η Αγία Γραφή παραμένει διαχρονικά μία πολύτιμη και ακριβής καταγραφή της πραγματικότητας, σύμφωνη πάντοτε με την επιστήμη. Αυτό που μας τυφλώνει, είναι μόνο οι δικές μας ερμηνείες και προκαταλήψεις...
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αφήγηση της Γένεσης για έναν επίγειο Παράδεισο, είναι ένας αλληγορικός μύθος. Όμως τα ιστορικο-γεωγραφικά στοιχεία που μας δίνει η Αγία Γραφή, όχι μόνο αποδεικνύονται αληθινά, αλλά μπορούν να αποτελέσουν μια σπουδαία ιστορική πηγή για το απώτερο παρελθόν τής Μεσοποταμίας, τού 5500 π.Χ.
Η μελέτη αυτή, εξερευνά τον τόπο και το χρόνο τού Αδάμ με τη βοήθεια κάποιων στοιχείων που μας δίνει η Γένεση για το λίκνο τού λαού, των Αδάμ.

Τα 4 ποτάμια τής Εδέμ
Για την εύρεση τής τοποθεσίας τού Παραδείσου, βρίσκουμε στην Αγία Γραφή κάποιο σημαντικό γεωγραφικό στοιχείο, που περιγράφεται στη Γένεση 2/β΄ 10-14:
"Ποταμός δε εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον. εκείθεν αφορίζεται εις τέσσαρας αρχάς.
Όνομα τω ενί Φισών. ούτος ο κυκλών πάσαν την γην Ευϊλάτ, εκεί ού εστι το χρυσίον. Το δε χρυσίον της γης εκείνης καλόν. και εκεί εστιν ο άνθραξ και ο λίθος ο πράσινος.
Και το όνομα τω ποταμώ τω δευτέρω Γεών (Γιών κατά το Εβραϊκό). ούτος ο κυκλών πάσαν την γην Αιθιοπίας ("Χους" κατά το Εβραϊκό).
Και ο ποταμός ο τρίτος Τίγρης. ούτος ο προπορευόμενος κατέναντι Ασσυρίων.
Ο δε ποταμός ο τέταρτος Ευφράτης".

Ο Τίγρης και ο Ευφράτης είναι τα γνωστά ποτάμια που πηγάζουν από τα ορεινά τής Αρμενίας και χύνονται στον Περσικό Κόλπο. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι ο Παράδεισος βρισκόταν κάπου γύρω στη Μεσοποταμία. Σε ποιο σημείο της όμως;

Πολλοί προσπάθησαν να τον ανακαλύψουν στα ορεινά τής Αρμενίας, απ' όπου πηγάζουν ο Τίγρης και ο Ευφράτης. Ο λόγος γι' αυτό είναι, τα παραπάνω λόγια τής Γένεσης: "Ποταμός δε εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον". Έτσι τον αναζήτησαν στα ορεινά απ' όπου εκπορεύονται ο Τίγρης και ο Ευφράτης. Με μια προσεκτικότερη ματιά όμως, το χωρίο λέει κάτι άλλο.

Το χωρίο δεν λέει ότι ο ποταμός εκπορευόταν από τον Παράδεισο, ώστε να αναζητήσουμε τον Παράδεισο στις πηγές τών ποταμών. Λέει ότι ο ποταμός εκπορευόταν από την Εδέμ, που ήταν η ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Παράδεισο. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να αναζητήσουμε τον Παράδεισο στις πηγές τών ποταμών, αλλά εκεί που 4 αρχαίοι ποταμοί δια-σταυρώνονται. Και η περιοχή από την οποία περνούν τέσσερεις ποταμοί, πρέπει να είναι μια εξαιρετικά εύφορη και υγρή περιοχή, ένας παράδεισος, κάτι που δύσκολα μπορεί να συμβαίνει στις ορεινές πηγές κάποιου ποταμού.

Ο Γιών και οι Κασίτες
Αν και ο Τίγρης και ο Ευφράτης ήταν γνωστοί, ο Γιών (ή Γεών) αποτελούσε πρόβλημα, καθώς η Γένεση γράφει ότι αυτός είναι "ο κυκλών πάσαν την γην Αιθιοπίας" ("Χους" κατά το Εβραϊκό).
Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για την Αιθιοπία. Εδώ το Εβραϊκό κείμενο αποδεικνύεται ορθότερο, καθώς αντί για "Αιθιοπία" αναφέρει τη γη "Χους", τη γη τών Χουσιτών, ή Κασιτών.

Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, οι Κασσίτες και η τοποθεσία τής χώρας τους δεν ήταν γνωστή, και η προσπάθεια τών ερμηνευτών να συμβιβάσουν την ιστορία τής Γένεσης για την Εδέμ με τη γεωγραφία τού κόσμου που ήταν γνωστή σ' αυτούς, οδήγησε σε σφάλματα. Έτσι ο Γιών αναπόδειχτα ταυτίστηκε με το Νείλο και η χώρα τού Χούς με τη χώρα τής Νουβίας από την οποία ρέει ο Νείλος, στον οποίο οι Ελληνιστές Ιουδαίοι απένειμαν το όνομα Χούς.

Οι Κασσίτες επανευρέθησαν μόνο κατά τον τελευταίο αιώνα σε αναφορές γι' αυτούς που βρίσκονταν σε αρχαία σφηνοειδή γραφή.
Στους χρόνους τού Μωυσή αυτό ήταν ένα ποτάμι που συναντούσε τον Ευφράτη λίγα μίλια Νότια από εκεί που συνδέεται ο Τίγρης , κοντά στο Αμπαντάν.
 
Σήμερα το ποτάμι αυτό ονομάζεται Καρούν, και πηγάζει από τα βουνά τού Ιράν, Ανατολικά τού Περσικού Κόλπου όπου αδειάζουν τα νερά τους, ο Τίγρης, ο Ευφράτης και ο Καρούν. Ο Γιών έρεε από τη χώρα τού Χους, δηλαδή έξω από τη χώρα τών αρχαίων Κασσιτών οι οποίοι ήταν μεταξύ τών βουνών τού Ιράν και τής χώρας τής Ασσυρίας (μεταξύ τού Τίγρη και τού Ευφράτη), ακριβώς όπως το λέει η Γένεσις.

Οι Κασσίτες ήταν αρχικά ένας ποιμενικός νομαδικός λαός που ξεκίνησε στην Εγγύς Ανατολή ως μέρος τής επέκτασης τών Ινδο-Ευρωπαϊκών λαών έξω από την Τουρκία, μέσα στην Περσία, και τελικά στην Ινδία. Κατά την πτώση τής Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, αυτοί εγκατέστησαν για 4 αιώνες μια δική τους αυτοκρατορία. Μετά το τέλος τής Κασσιτικής περιόδου, το όνομά τους ξεχάστηκε.

Ο χαμένος Φισών
Ο Φισών δε ρέει πλέον για τα τελευταία 4000 χρόνια. Σήμερα, είναι απλά μια ξερή κοίτη που ονομάζεται Βάντι Αλ-Μπατίν, τής οποίας η αρχή βρίσκεται μέσα στην πιο χρυσοφόρα πρεριοχή τής Σαουδικής Αραβίας, μόλις Βόρεια τής Μεδίνα. Αλλά κατά τη διάρκεια τού υγρού κλίματος, προ τού 3500 π.Χ. πήγαζε από την Αραβική Peninsula κι ενώνετο με τον Ευφράτη στο ίδιο περίπου μέρος όπως έκανε κι ο Γιών (Καρούν). Λίγο χρόνο μετά απ' αυτό, ίσως περίπου το 2000 π.Χ., ξεράθηκε.
Αν και η μνήμη του διετηρήθη, η τοποθεσία του δεν ήταν πλέον γνωστή όταν κατεγράφει η διήγηση τής Γενέσεως.
 
Πρόσφατα όμως, η κοίτη αυτή βρέθηκε από δορυφορική φωτογραφία, από τον Φαρούκ Ελ-Μπαζ τού Πανεπιστημίου τής Βοστώνης. Ο τελευταίος συμπέρανε, ότι ο ποταμός αρχικά επήγαζε για πλέον τών 650 μιλίων από τα βουνά Χιζάζ (στη Σαουδική Αραβία) προς το Κουβέιτ, όπου ενώνετο με τον Ευφράτη. Η ιστορία αυτής τής αποκάλυψης δημοσιεύθηκε από τον Τζέιμς Σάουρ (1996: 52-57,64) στο Περιοδικό τής Βιβλικής Αρχαιολογίας.
Το σημείο όπου κάποτε ο ποταμός αυτός διοχέτευε τα νερά του, ήταν γνωστός στον αρχαιολόγο Λέοναρντ Γούλεϋ, που στο βιβλίο του "Οι ανασκαφές στην Ουρ", περιέγραψε πώς ο ποταμός αυτός μαζί με τους άλλους τρεις, δημιούργησαν με τις προσχώσεις τους την κοιλάδα τής Μεσοποταμίας.

Η τοποθεσία τού Παραδείσου
Από αυτήν την περιγραφή των τεσσάρων ποταμών της Γένεσης, εξάγεται ότι η Βιβλική τοποθεσία τού Παραδείσου τής Εδέμ, αντιστοιχεί με την περιοχή της αρχαίας Σουμερίας. Έτσι μπορεί να αναγνωρισθεί ως η μεγάλη πλημμυρισμένη πεδιάδα τού Ευφράτη νοτίως τών αρχαίων πόλεων τής Σουμερίας
Σύμφωνα με τη Σουμεριακή παράδοση, η παλαιότερη απ' όλες τις Σουμεριακές πόλεις-κράτη, και η παραδοσιακή πατρίδα τού Αδάπα (Αδάμ), ήταν η πόλη τής Εριδού (ή Εριντού), η οποία βρέθηκε, όπως οι κατοπινές Σουμεριακές πόλεις τής Ουρ και Ερέχ, στις όχθες τού ποταμού Ευφράτη. (Τα ερείπια τών πόλεων αυτών, βρίσκονται περίπου 400 μίλια από όπου ο Ευφράτης εισέρχεται στον Περσικό Κόλπο). Ήταν η πρώτη περιοχή που σχηματίστηκε στη Μεσοποταμία από τις προσχώσεις τών τεσσάρων ποταμών. Η Εριντού, ξεκινώντας από απλός οικισμός, χτίστηκε από τους πρώτους κατοίκους, κατά το 5400 π.Χ., και κατοικείτο τουλάχιστον ως το 3600 π.Χ.
Στην αρχή η περιοχή ήταν πλημμυρισμένη με νερό. Σταδιακά όμως, άρχισε να ανυψώνεται. Η Εριντού όπου εγκαταστάθηκε ο Αδάμ και οι απόγονοί του, μετά από την πτώση του από τον Παράδεισο, ήταν προφανώς από τις πρώτες περιοχές.
Σταδιακά η προοδευτική αύξηση τής λάσπης τών ποταμών, μετακίνησε την ακτή αρκετά μακριά στο Νότο. Έτσι το σημείο που οι ποταμοί έχυναν τα νερά τους άλλαξε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η μετέπειτα σύγχυση για τη θέση τού Παραδείσου.

Η παραπάνω χρονολόγηση τής Εριντού είναι πολύ σημαντική για την επιβεβαίωση τής αφήγησης τής Γενέσεως, και την επιλογή τού κειμένου που θα αποδεχθούμε.
Ως γνωστόν, τα εγκυρότερα κείμενα τής Παλαιάς Διαθήκης σήμερα, είναι το Εβραϊκό, και η μετάφραση τών Εβδομήκοντα (Ο΄), που είναι αρχαιότερη από το Εβραϊκό. Στο θέμα τών χρονολογιών τής Γενέσεως όμως, οι ημερομηνίες που μας δίνουν διαφέρουν μεταξύ τους κατά 1500 έτη. Έτσι, το Εβραϊκό τοποθετεί τον Αδάμ στο 4000 π.Χ., ενώ η μετάφραση Ο΄ τον τοποθετεί στο 5500 π.Χ.!

Το 5500 π.Χ. όπως είδαμε, είναι εξαιρετικά κοντινή ημερομηνία στη χρονολόγηση τών αρχαιολόγων για την αρχή κατοίκησης τής πρώτης πόλης τής Σουμερίας, τής Εριντού (5400 π.Χ.). Ενώ λοιπόν ο Αδάμ τοποθετήθηκε στον Παράδεισο το 5500, ο πρώτος οικισμός τών απογόνων του, χρονολογείται από το 5400 π.Χ., δηλαδή 100 χρόνια αγότερα. Αυτό είναι η καλύτερη απόδειξη για την ορθότητα τών χρονολογικών πινάκων τής Γενέσεως! Εδώ θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε και άλλα στοιχεία, όπως το ότι ο Κάιν ήταν γεωργός και ο Άβελ ήταν βοσκός, πράγμα που αποδεικνύεται από τις ανασκαφές τών αρχαιολόγων για τις δραστηριότητες τών πρώτων κατοίκων τής περιοχής.

Έτσι, αν και το Εβραϊκό συχνά αποδεικνύεται εγκυρότερο στην απόδοση κάποιων λέξεων, στις ημερομηνίες αποδεικνύεται λιγότερο αξιόπιστο από τών Ο΄. (Άλλη απόδειξη για την εγκυρότητα τών Ο΄ έναντι τού Εβραϊκού, μπορεί να βρεθεί στη χρονολόγηση τού Κατακλυσμού του Νώε, κλπ).

Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι μπορούμε να εμπιστευόμαστε την Αγία Γραφή, όχι ως μια αλληγορική καταγραφή, αλλά ως μια πιστή αναπαράσταση ιστορικών γεγονότων, που ως σήμερα μπορούν να επιρρεάσουν την πίστη μας και το αιώνιο μέλλον μας.