Η αναγκαιότητα της θρησκευτικής πίστης σε κάθε λαό και η εσωτερική της ανθρώπινης ψυχής απαίτηση να πιστέψει σε μια ανώτερη δύναμη ήταν φυσικό να οδηγήσει και τους Έλληνες στον προσδιορισμό της εννοίας αυτής με μία μόνο λέξη: Θεός.
Α' Μέρος. Ετυμολογία
Στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους υπήρχαν διάφοροι διαλεκτικοί τύποι. Στον Όμηρο (Ιωνική διάλεκτος) υπάρχουν οι τύποι: ο θεός και η θεός. Στα Μυκηναϊκά: te-ό, όπως γράφεται στη μυκηναϊκή γραφή. Στους Αιολείς της Βοιωτίας η λέξη παρουσιάζεται ως θι-ός η σι-ός. Στα Λακωνικά: σι-ος, όπως στους Αιωλείς, σ αντί θ. Στα αρχαία Κυπριακά και Κρητικά: θι-ός. Σε άλλες διαλέκτους (Δωρικά): θεύς, αιτ. θεύν.
Στους εβδομήκοντα και στην Κ. Διαθήκη κλητ. θε-έ και θεός, ονομαστ. αντί κλητικής. Η λέξη παρουσιάζεται και σε πολλά σύνθετα: Αμφί-θεος, Τιμό-θεος, ισό-θεος.
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν στο ότι η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη ή αμφίβολη. Από τη διερεύνηση που θ' ακολουθήσει διαπιστώνεται ότι πάντως δεν είναι με βεβαιότητα ετυμολογημένη.
Από την αρχαιότητα ήδη έγιναν προσπάθειες για την ετυμολόγηση της λέξης. Πρώτος ο Ηρόδοτος (2. 52) μας πληροφορεί ότι η λέξη Θεός προέρχεται από τους Πελασγούς της Δωδώνης, κατά τους οποίους οι θεοί ονομάστηκαν έτσι «ότι κόσμω θέντες τα πάντα πρήγματα και πάσας νομάς είχον». Παράγει δηλαδή τη λέξη από το ασθενές θέμα του ρήμ. τί-θη-μι (θ. θη, θε).
Μετά τον Ηρόδοτο ο Πλάτων στο έργο του «Κρατύλος 397C» υποστηρίζει ότι η λέξη θεός παράγεται από το ρήμ. θέειν = τρέχειν που κυριολεκτείται για κάθε κυκλοτερές πράγμα που φαίνεται ότι περιτρέχει και επανέρχεται εις εαυτόν (θο-ός = ταχύς, δηλώνει ενέργεια), διότι οι πρώτοι θεοί για τους αρχαίους ανθρώπους ήταν ο Ήλιος και η Σελήνη και τα λοιπά ουράνια σώματα που «διέτρεχαν» το διάστημα.
Άλλοτε κανείς δεν δίσταζε να συσχετίσει τον θεός προς το σανσκριτικό deva (αρχ. ινδική) και προς το λατ. deus και έτσι να αναγάγει τη λέξη στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα ΙFβ - ΔiFos, divus, ΔIFos > ΔIOS. Υποστηρίχθηκε όμως ότι οι φωνητικοί νόμοι της ελληνικής δεν επιτρέπουν τον συσχετισμό της ελλ. λέξης θεός με το λατ. deus, επειδή δεν υπάρχουν αντιστοιχίες στην απόδοση του λατ. d με το ελλ. θ σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.
Ο Κούρτιος λέει ότι το θεός είναι δυνατόν να παράγεται από τη ρίζα θεσ-σασθαι, και τότε η λέξη θα εσήμαινε τον ικετευόμενον, αυτόν προς τον οποίον προσεύχεται κάποιος (πολυ-θεσ-τος). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τα σύνθετα: Θεσ-πέ-σιος, Θέσ-πια, Θέσ-φατος, Θέσ-κελος.
Το Θεσ-πέ-σιος π. χ. προέρχεται από τις λέξεις: Θεός και εσπον-είπον και έχει δύο σημασίες: Πρώτη, κυρίως επί της φωνής, ο ήχων, εξαισίως, εξόχως γλυκύς (αοιδοί, σειρήνες, τα έπη του Πινδάρου), και δεύτερη, αυτός που κανείς δεν μπορεί να προφέρει: επομένως, άφατος, ανέκφραστος, θειος, άρρητος. Θεσπεσίη βουλή = κατά τη θέληση ή απόφαση του θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο σχηματίστηκαν: Θεσ-πις (Θεός και το ρ. (εν) σπειν <εν-ύ> έπω, με το επίθημα -το (παράβαλλε α-σπ-ετος) = αυτός που αναγγέλλεται από τον Θεό, θειος, πλήρης θείων λόγων, θεόπνευστος, θαυμάσιος. Θέσ-φατος (Θεός + φημί) = λαληθείς υπό του θεού, προορισθείς (fatalis), μόρος, θέσφατόν εστί = είναι γραφτό. Θεσ-κελος = θεσ-θεός + κέλομαι = κελεύω, παρακινώ, καλώ. Η λέξη επί προσώπων σημαίνει υπερφυσικός, θαυμαστός (divinus).
Πάλι όμως, μετά από τους συσχετισμούς αυτούς είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η λ. θεός δεν σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο προς τα συνώνυμα των άλλων Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών: π. χ. deva (σανσκρ.), deus (λατ.) και ότι, ενώ οι Έλληνες είχαν μαζί με τους αρχαίους Ινδούς και Ιταλούς το ίδιο όνομα για τον Θεό του αιθέρος: δηλ. Ζεύς, Dyaus (Ινδ.) Jovis (λατ.) και χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα τα επίθετα: δίος (δίF-ος), dinyas (πρόφ. ντίνγιας), divinus, όμως για την έννοια της θεότητος οι Έλληνες χρησιμοποίησαν άλλον τύπο που αρχίζει από θ αντί από d.
Μία άλλη άποψη είναι η σύνδεση του ελλ. θεός με τα λατινικά: feriae = γιορτές (παράβαλλε σήμερα στα γερμανικά ferien=διακοπές), festus=ιερός, fanuus=ναός, επειδή υπάρχει αντιστοιχία του ελλην. θ με το λατ. f σε πολλές περιπτώσεις: π. χ. θηρ = θηρίο, fems=άγριος, femina (θηλυκή). Άλλη προσπάθεια ετυμολογίας είναι αυτή που υποθέτει ότι ίσως το ελλ. θεός να είναι συγγενικό με το αρμενικό di-k=πληθ. θεοί, θεωρούν, επομένως, πολλοί ως βασικό τύπο το αρμενικό *dheses, άρα το αρχ. ελλη. θεός από το dhesos, γιατί στα Ινδοευρωπαϊκά dd=θ, συνεπώς και στα ελληνικά. Απομένει όμως να εξηγηθεί εδώ η διαφορά e (μακρό) και e (βραχύ). Υπάρχει δηλ. και εδώ κάτι που δημιουργεί πρόβλημα.
Πιθανή ετυμολογία είναι από την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα ΘFεσος, συγγενικό με το λιθουανικό (Ινδοευρωπ.) drasia= (πνεύμα). Υπάρχουν και στην περίπτωση αυτή αντιρρήσεις: 1) ότι το αρχ. ελλην. F δεν άφησε ίχνη στο μέτρο κατά την προφορά των στίχων και 2) ότι οι αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν τους θεούς των κυρίως η αρχικά τουλάχιστον, με σώμα, ως ανθρώπους (θρησκεία ανθρωπο-μορφική).
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή συνολικά η απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η ετυμολογία της λ. Θεός, παραμένει αβέβαιη.
Είναι άραγε τυχαίο αυτό η γιατί ο Θεός, αφού ως έννοια είναι ασύλληπτος από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου, δεν επιδέχεται γνωστική διερεύνηση και η λέξη με την οποίαν τον ονομάζουν οι άνθρωποι;
Β' Μέρος. Σημασιολογία
Ως προς τη σημασία της η έννοια Θεός εμφανίζει μια εξέλιξη. Οι αντιλήψεις περί Θεού διαμορφώθηκαν στους μυθικούς χρόνους, ανάλογα με το πολιτιστικό επίπεδο των διαφόρων λαών.
Στον Όμηρο (Επικοί και Ίωνες) έχει η λέξη δύο σημασίες; Μία γενική, χωρίς το άρθρο, στον ενικό θεός ή στον πληθ. θεοί και δηλώνει τη θεότητα, την έννοια του θείου, χωρίς να είναι δυνατό, ν' αναγνωριστεί μία έννοια μονοθεϊσμού. (Οδ. ξ΄ 444: θεός δε το μεν δώσει, το δ' εάσει), και δεύτερη, με τη μερική σημασία για τους πολλούς θεούς της ελληνικής πολυθεΐας: θεός τις = ένας από τους θεούς (Οδ. ι’ 142: και τις Θεός ηγεμόνευε νύκτα δι' ορφναίην).
Από την έννοια αυτή προέκυψε: θεός Ζευς, «άριστος ανδρών τε θεών τε». Υπήρχε και ο τύπος του θηλυκού: θεά και στα Λακωνικά; σιά (Ιλ. Ξ. 315), αντίθετο του γυνή, συχνά με άλλο επίθετο: Παλλάς θεά (Αθηνά), σεμναί θεαί (Ερινύες), Θεαί νύμφαι, μούσαι θεαί τ' αοιδοί, αλλά γινόταν και ο διαχωρισμός «τοις θεοίς εύχομαι πάσιν και πάσαις» (Δημ. 225), «μήτε θήλεια θεός, μήτε τις άρσην» (Ιλ. Θ. 7). Άρα το θηλ. θεά υπάρχει και στην εποχή του Ομήρου, αλλά όχι σε συχνή χρήση, όπως έγινε στην αττική αργότερα, τον 5ο αιώνα π. Χ.
Οι ομηρικοί θεοί εκπροσωπούν το τελειότατο, το μέγιστο, το κάλλιστο, από φυσική όμως άποψη. Είναι παράδειγμα υπεροχής και καλλονής, είναι ισχυρότεροι από τους ανθρώπους, είναι τα τελειότατα των όντων. Και οι ήρωες που τους πλησιάζουν επαινούνται με τις φράσεις: ίσα θεός, θεοειδής, θεοείκελος. Κυβερνούν το ανθρώπινο γένος, την ανθρώπινη ζωή κυρίως, αλλά κατά κάποιον τρόπο και τον κόσμο: «Ζευς και Πλούτων και Ποσειδών διενείμαντο την εξουσίαν». Είναι αθάνατοι, απαλλαγμένοι από το γήρας και τις νόσους (θεοί ρήϊα ζώοντες), υπέρτεροι καλά πολύ στη σοφία και γνώση από τους ανθρώπους, αλλά κατά την ηθική τους υπόσταση, είχαν τις ίδιες επιθυμίες και πάθη, και δεν ήταν εξασφαλισμένοι από κάθε δυστύχημα (θρησκεία ανθρωπομορφική).
Δίνουν όλα τα αγαθά η τις συμφορές στον άνθρωπο, τα αιφνίδια και απροσδόκητα εξ ου και το επίρρημα: θεόθεν και τα πράγματα γίνονται συν Θεώ, συν γε θεοίσιν, ούτοι άνευ θεού (non sine deis). Λέγεται και υπέρ θεόν = εναντίον του θελήματος, του Θεού κατά θεόν (divinitus) = σύμφωνα με το θέλημά του, «κατά θεόν ειρημένα» (Π λ. Νόμ. 682Α), θεών βουλομένων (diis faventibus).
Όταν όμως ο άνθρωπος επισύρει από τα σφάλματα και ανομήματά του τη δυστυχία του, αυτή είναι τιμωρία της Μοίρας, τις αποφάσεις της οποίας οι θεοί δεν μπορούν να μεταβάλουν (ανάγκα και θεοί πείθονται). Επειδή η έννοια του θείου συνδέεται άμεσα με την έννοια του ύψους, οι Έλληνες όρισαν κατοικία των θεών τους στον Όλυμπο και τον Ουρανό (Ολύμπιοι θεοί, Ουρανίωνες). Εμφανίζονται στους ανθρώπους με άλλη μορφή ή περιβεβλημένοι με νέφος.
Εκτός από τους Δώδεκα θεούς, που ο καθένας όριζε μέρος του σύμπαντος, οι Έλληνες λάτρευαν και άλλες θεότητες κατώτερες, όπως: οι νέρτεροι θεοί=του κάτω κόσμου (Πλούτων και Περσεφόνη). Χθόνιοι θεοί = δευτερεύοντες θεοί, που ταυτίζονται με τοπικά πνεύματα, τους φύλακες αγγέλους, τους δαίμονες.
Συχνά οι Έλληνες ορκίζονταν στους θεούς και ο όρκος ήταν Ιερός και απαραβίαστος, με τις φράσεις: νή, μά τους θεούς, και στον δυϊκό αριθμ. νή τω Θεώ (Δήμητρα και Κόρη), ναι τω σιώ (στους Σπαρτιάτες, για τον Κάστορα και Πολυδεύκη), νή τοις δώδεκα θεοίς και τοις σεμναίς θεαίς (Ερινύες), προς Διός και των θεών (συχνά στους τραγικούς), θεός ίστω, Ζευς ίστω (Σοφ. Ο. Τ. 522), όπως λέμε σήμερα: μάρτυς μου ο Θεός.
Οι παραπάνω περί θεού και θεών ομηρικές αντιλήψεις παρέμειναν ίδιες σχεδόν μέχρι τα τέλη της αρχαιότητος. Παράλληλα όμως, στην εποχή του Σωκράτη, ο Πλάτων αναπτύσσει την τελολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού (ως λογικού όντος και δημιουργού, αφού υπάρχει η σκοπιμότητα στη φύση). Το σπουδαιότερο είναι ότι μιλά για τον ένα και μόνο Θεό, στον διάλογό του «Κρίτων, κεφ. 8». «Ο εις και αυτή η αλήθεια», εδώ η λέξη αλήθεια χρησιμοποιείται με τη μεταφυσική της σημασία, ως απρόσωπη έννοια και ως ουσιώδες γνώρισμα του «όντως όντος» και ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό (όπως στον Χριστιανισμό αργότερα: «εγώ ειμι η αλήθεια». Μιλά ακόμη ο Πλάτων για την αθανασία του Θεού «πλάττομεν Θεόν, αθάνατόν τι» (Πλάτ. Φαίδρ. 246C), για την Παντογνωσία του, «ει ορθώς η μη, Θεός οίδεν» (Πλάτ. Φαίδρ. 266, Πολιτ. 517Β), για την αγαθότητα του Θεού. «ουκούν αγαθός ο Θεός» (Πλάτ. Πολιτ. 379Α) και για το ένα πρόσωπό του «ήκιστ' αν πολλάς μορφάς ίσχοι ο Θεός» (Πλάτ. Πολιτ. 381Β).
Ο Αριστοτέλης ανέπτυξε την κοσμολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού (αφού υπάρχει το αποτέλεσμα, το σύμπαν, πρέπει να υπάρχει και η κινητήρια αρχή) όπως επεσήμανε ο Πλάτων: «ο Θεός πάντων αν είη αίτιος» (Πλάτ. Πολιτ. C). Και ο Σωκράτης έκλεισε την απολογία του λέγοντας: «Τώρα είναι ώρα, για να φεύγω, εγώ, για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε, ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνο ο Θεός», λυτρωμένος, γαλήνιος και βέβαιος πια για την αθανασία της ψυχής.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι της κλασικής εποχής με το σπερματικό τους λόγο για τον ένα και μόνο Θεό, για το υπέρτατο αγαθό, άνοιξαν τον δρόμο και προετοίμασαν το έδαφος για τον Χριστιανισμό.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε επίσης και ο από μηχανής θεός (deus ex machina). Είναι ένα δραματουργικό και σκηνικό τέχνασμα του ποιητή, που εμφανίζει αφ’ υψηλού στο θεολογείο, ξαφνικά μία θεότητα, όταν τα ανθρώπινα δεδομένα οδηγούνται σε αδιέξοδο, γιατί έχουν περιπλακεί τόσο, ώστε ο ποιητής να ζητήσει την επέμβαση του θεού, ο οποίος διαλύει τη σύγκρουση και δίνει την απότομη λύση στα δρώμενα (Αθηνά, Ηρακλής και ο Δίας στην απωλεσθείσα Τραγωδία του Αισχύλου «Ψυχοστασία»). Αλλά και σήμερα χρησιμοποιείται η έκφραση για οποίον εμφανίζεται απρόοπτα σε κρίσιμο σημείο μιας οποιασδήποτε υπόθεσης και δίνει τη λύση σε κάποια μορφή σύγκρουσης «ήρθες σαν Θεός, ο Θεός σ' έστειλε», η χρησιμοποιείται και η ίδια η αρχαία φράση.
Θα κλείσουμε τους αρχαίους χρόνους στην Ελλάδα, αφού αναφερθούμε σύντομα και στον Άγνωστο Θεό, που τον λάτρευαν σε βωμό με την επιγραφή: τω Αγνώστω Θεώ». Είναι γνωστό το επεισόδιο με τον Απόστ. Παύλο, όταν διερχόμενος από την Αθήνα, στάθηκε εν μέσω του Αρείου Πάγου και είπε στο συγκεντρωμένο πλήθος: «ο ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτο εγώ υμίν καταγγέλλω» (Πράξ. 17, 24). Και άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι η πίστη στον Άγνωστο Θεό δεν ήταν κάτι το αποκλειστικό για την αρχαί Αθήνα, αλλά η λατρεία του ήταν ευρέως διαδεδομένη και στις άλλες πόλεις. Χαρακτηριστική είναι η πληροφορία του Παυσανία: «βωμοί δε θεών τε, ονομαζόμενων αγνώστων και ηρώων» (Αττικά 1, 4).
Υπήρχε και ο όρκος: νή τον άγνωστον θεόν.
Οι Χριστιανοί θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ο ανεξερεύνητος Θεός της Αγ. Γραφής αποτελεί έννοια συγγενική με τον Άγνωστο Θεό των αρχαίων Ελλήνων και θα λέγαμε ότι είναι ο Α. Θ. το τελευταίο στάδιο της θρησκευτικής αναζήτησης του ανθρώπου πριν από την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία.
Παλαιά και Καινή Διαθήκη
Σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες της αρχαιότητας, στην Π. Δ. αναφέρεται ότι ο Θεός είναι ένας και μόνος.
Ο τοπικός και φυλετικός Θεός Γιαχβέ μετατράπηκε σε πανεβραϊκό και αργότερα σε μοναδικό Θεό και Παντοκράτορα, τον Ιεχωβά: Λέξη εβραϊκή, που σημαίνει: ο ων, ο υπάρχων, ο ζων. Οι ιδιότητες του χαρακτηρίζονται με τα επίθετα: Παντογνώστης, Πάνσοφος, Παντοδύναμος, Παντοκράτωρ, που δημιούργησε τα πάντα, προνοεί, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο. Στην αραμαϊκή είχαν και τη λέξη αββά από το Εβρ. Άβ, που δηλώνουν και οι δύο: Πατήρ. Οι ελληνιστές Εβραίοι διετήρησαν τη λέξη αββά, ως ευφωνότερη από το ελληνικό πατήρ.
Εκφράζει δε τρυφερότητα των τέκνων προς τους γονείς, όχι μόνο προς τον πατέρα, αποδίδεται ακόμη προς τον πάππο, τον ευεργέτη, προς ηγεμόνες και ιερείς (γι' αυτό και μέχρι σήμερα η λ. αββάς χρησιμοποιείται από την Καθολική Εκκλησία για την ονομασία των ιερέων).
Στην Κ. Δ. λέγεται: Πατήρ, ο Θεός. Η ονομασία του Θεού-Πατρός αποδίδεται στο α΄ πρόσωπο της Αγ. Τριάδος. Ο Θεός απεκαλύφθη ως Πατήρ, ως Υιός και ως θείο Άγιο Πνεύμα (Αγ. Τριάς). Χρησιμοποιείται και η λέξη Αββά, όταν ο Κύριος ή οι Απόστολοι αναφέρονται προς τον Θεόν-Πατέρα με τρυφερότητα (Μάρκ. 14, 36, «αββά, ο Πατήρ, πάντα δυνατά σοι»), (Ρωμ. 8, 15 «ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά, ο πατήρ»).
Και ο Χριστός δίδαξε τους μαθητές του, ν' αποκαλούν στην προσευχή τους τον Θεό, με την φράση «Πάτερ ημών» με η, ενώ ο ίδιος μιλούσε για τον Θεό με τη φράση «ο Πατήρ μου», στον ενικό και «Πατήρ υμών» με ν στον πληθυντικό. Συγχρόνως έκανε τη διάκριση στη σχέση ανάμεσα στους μαθητές του και τον Θεό, και στην ιδική Του σχέση με τον Θεό.
Στον Χριστιανισμό, η λέξη Θεός δηλώνει τον δημιουργό του κόσμου, το άναρχο και αιώνιο Πνεύμα, και ο χριστιανός τον πιστεύει ως Πατέρα, Παντοκράτορα, φιλόστοργο και προσηνή, που περιβάλλει τον άνθρωπο με την άπειρη αγάπη Του και εκδηλώνεται με την πρόνοια Του για τη συντήρηση και σωτηρία του ανθρώπου, όπως τονίζει ο Απ. Παύλος: «εν Αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».
Στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία η έννοια Θεός είναι ακατάληπτη, απρόσιτη και απροσπέλαστη στην πεπερασμένη διάνοια του ανθρώπου. Η Αγ. Γραφή καλεί τον Θεό αόρατο που κατοικεί «εν απροσίτω φωτί». Τον γνωρίζει ο άνθρωπος «εκ μέρους μόνον», η δε άμεση γνώση του Θεού θα γίνει στην πέραν του Τάφου ζωήν «ένθα οψόμεθα αυτόν καθώς εστί».
Στα Ρωμαϊκά χρόνια και στο μοναρχικό πολίτευμα υπήρχε η λόγια φράση: «ελέω Θεού», χρησίμευε η λέξη Θεός για τη μετάφραση του λατιν. divus, ως τίτλος Αυτοκράτορος: «ο Θεός Καίσαρ» (Στράβων 117). Δηλώνει ότι η εξουσία τους είναι δεδομένη παρά Θεού στον οποίον και μόνο είναι υπόλογοι.
Νεότερα Χρόνια
Στα νεότερα χρόνια η έννοια της λέξης Θεός, εκτός από τη σημασία του θείου, σχημάτισε σύνθετα, για να δηλώσει: Το πολύ, το δυνατό, και έτσι έχουμε σύνθετα με σημασία, μεγεθυντική και επιτατική.
Παραδείγματα: Θεόρατος, τόσο υψηλός, ώστε να οράται από τον Θεό, να τον βλέπει ο Θεός, πανύψηλος. Θεο-νήστικος, Θεό-φτωχος, Θεο-σκότεινος, αλλά και Θεο-βάδιστος (όρος βαδισθέν από τον Θεόν), Θεό-σταλτος. Και αλλά σύνθετα: αποθέωση, αποθεώνω, εκθειάζω, έν-θεος, ά-θεος, Θεό-δωρος -ρα.
Η μεταφορική σημασία της λέξης επεκτάθηκε και σε άλλες ψυχικές έννοιες και εκδηλώσεις, για να εκφράσει ό,τι αγαπούμε και τιμούμε πολύ, οιωνεί σαν Θεό «Το χρήμα είναι ο Θεός του», συχνή η χρήση και στις παροιμίες: «ο Θεός αργεί, αλλά δεν λησμονεί».
Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι του αρχαίου γραμματικού η πληροφορία: «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», στην έννοια του Θεού γίνεται «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου», και είτε είναι η ετυμολογία της λέξης αβέβαιη είτε όχι, ένα είναι το βέβαιο: ότι ο άνθρωπος από την αρχή της δημιουργίας του ήταν στραμμένος με τους αισθητούς, αλλά κυρίως με τους πνευματικούς οφθαλμούς του προς τον Ουρανό, προς τον Θεό, γιατί μετείχε εξ αρχής της θείας φύσης η ψυχή του «ανθρώπου ψυχή του θείου μετέχει» (Πλάτων), και γιατί πλάστηκε από τον Δημιουργό του «κατ' εικόνα και ομοίωσίν του».
Από την εποχή του μύθου ο άνθρωπος είτε θεοποίησε τα φυσικά αντικείμενα και φαινόμενα, είτε πίστεψε στους ατελείς ανθρωπομορφικούς θεούς, ζούσε πάντοτε με την ψυχική αγωνία να γνωρίσει τον ένα και Μόνο Θεό, την μία και μόνη Αλήθεια. Από την δυστυχία του αυτή λυτρώθηκε με την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία, που του άνοιξε τον δρόμο προς τη σωτηρία και προς τη θέωσή του.
Α' Μέρος. Ετυμολογία
Στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους υπήρχαν διάφοροι διαλεκτικοί τύποι. Στον Όμηρο (Ιωνική διάλεκτος) υπάρχουν οι τύποι: ο θεός και η θεός. Στα Μυκηναϊκά: te-ό, όπως γράφεται στη μυκηναϊκή γραφή. Στους Αιολείς της Βοιωτίας η λέξη παρουσιάζεται ως θι-ός η σι-ός. Στα Λακωνικά: σι-ος, όπως στους Αιωλείς, σ αντί θ. Στα αρχαία Κυπριακά και Κρητικά: θι-ός. Σε άλλες διαλέκτους (Δωρικά): θεύς, αιτ. θεύν.
Στους εβδομήκοντα και στην Κ. Διαθήκη κλητ. θε-έ και θεός, ονομαστ. αντί κλητικής. Η λέξη παρουσιάζεται και σε πολλά σύνθετα: Αμφί-θεος, Τιμό-θεος, ισό-θεος.
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν στο ότι η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη ή αμφίβολη. Από τη διερεύνηση που θ' ακολουθήσει διαπιστώνεται ότι πάντως δεν είναι με βεβαιότητα ετυμολογημένη.
Από την αρχαιότητα ήδη έγιναν προσπάθειες για την ετυμολόγηση της λέξης. Πρώτος ο Ηρόδοτος (2. 52) μας πληροφορεί ότι η λέξη Θεός προέρχεται από τους Πελασγούς της Δωδώνης, κατά τους οποίους οι θεοί ονομάστηκαν έτσι «ότι κόσμω θέντες τα πάντα πρήγματα και πάσας νομάς είχον». Παράγει δηλαδή τη λέξη από το ασθενές θέμα του ρήμ. τί-θη-μι (θ. θη, θε).
Μετά τον Ηρόδοτο ο Πλάτων στο έργο του «Κρατύλος 397C» υποστηρίζει ότι η λέξη θεός παράγεται από το ρήμ. θέειν = τρέχειν που κυριολεκτείται για κάθε κυκλοτερές πράγμα που φαίνεται ότι περιτρέχει και επανέρχεται εις εαυτόν (θο-ός = ταχύς, δηλώνει ενέργεια), διότι οι πρώτοι θεοί για τους αρχαίους ανθρώπους ήταν ο Ήλιος και η Σελήνη και τα λοιπά ουράνια σώματα που «διέτρεχαν» το διάστημα.
Άλλοτε κανείς δεν δίσταζε να συσχετίσει τον θεός προς το σανσκριτικό deva (αρχ. ινδική) και προς το λατ. deus και έτσι να αναγάγει τη λέξη στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα ΙFβ - ΔiFos, divus, ΔIFos > ΔIOS. Υποστηρίχθηκε όμως ότι οι φωνητικοί νόμοι της ελληνικής δεν επιτρέπουν τον συσχετισμό της ελλ. λέξης θεός με το λατ. deus, επειδή δεν υπάρχουν αντιστοιχίες στην απόδοση του λατ. d με το ελλ. θ σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.
Ο Κούρτιος λέει ότι το θεός είναι δυνατόν να παράγεται από τη ρίζα θεσ-σασθαι, και τότε η λέξη θα εσήμαινε τον ικετευόμενον, αυτόν προς τον οποίον προσεύχεται κάποιος (πολυ-θεσ-τος). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τα σύνθετα: Θεσ-πέ-σιος, Θέσ-πια, Θέσ-φατος, Θέσ-κελος.
Το Θεσ-πέ-σιος π. χ. προέρχεται από τις λέξεις: Θεός και εσπον-είπον και έχει δύο σημασίες: Πρώτη, κυρίως επί της φωνής, ο ήχων, εξαισίως, εξόχως γλυκύς (αοιδοί, σειρήνες, τα έπη του Πινδάρου), και δεύτερη, αυτός που κανείς δεν μπορεί να προφέρει: επομένως, άφατος, ανέκφραστος, θειος, άρρητος. Θεσπεσίη βουλή = κατά τη θέληση ή απόφαση του θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο σχηματίστηκαν: Θεσ-πις (Θεός και το ρ. (εν) σπειν <εν-ύ> έπω, με το επίθημα -το (παράβαλλε α-σπ-ετος) = αυτός που αναγγέλλεται από τον Θεό, θειος, πλήρης θείων λόγων, θεόπνευστος, θαυμάσιος. Θέσ-φατος (Θεός + φημί) = λαληθείς υπό του θεού, προορισθείς (fatalis), μόρος, θέσφατόν εστί = είναι γραφτό. Θεσ-κελος = θεσ-θεός + κέλομαι = κελεύω, παρακινώ, καλώ. Η λέξη επί προσώπων σημαίνει υπερφυσικός, θαυμαστός (divinus).
Πάλι όμως, μετά από τους συσχετισμούς αυτούς είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η λ. θεός δεν σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο προς τα συνώνυμα των άλλων Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών: π. χ. deva (σανσκρ.), deus (λατ.) και ότι, ενώ οι Έλληνες είχαν μαζί με τους αρχαίους Ινδούς και Ιταλούς το ίδιο όνομα για τον Θεό του αιθέρος: δηλ. Ζεύς, Dyaus (Ινδ.) Jovis (λατ.) και χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα τα επίθετα: δίος (δίF-ος), dinyas (πρόφ. ντίνγιας), divinus, όμως για την έννοια της θεότητος οι Έλληνες χρησιμοποίησαν άλλον τύπο που αρχίζει από θ αντί από d.
Μία άλλη άποψη είναι η σύνδεση του ελλ. θεός με τα λατινικά: feriae = γιορτές (παράβαλλε σήμερα στα γερμανικά ferien=διακοπές), festus=ιερός, fanuus=ναός, επειδή υπάρχει αντιστοιχία του ελλην. θ με το λατ. f σε πολλές περιπτώσεις: π. χ. θηρ = θηρίο, fems=άγριος, femina (θηλυκή). Άλλη προσπάθεια ετυμολογίας είναι αυτή που υποθέτει ότι ίσως το ελλ. θεός να είναι συγγενικό με το αρμενικό di-k=πληθ. θεοί, θεωρούν, επομένως, πολλοί ως βασικό τύπο το αρμενικό *dheses, άρα το αρχ. ελλη. θεός από το dhesos, γιατί στα Ινδοευρωπαϊκά dd=θ, συνεπώς και στα ελληνικά. Απομένει όμως να εξηγηθεί εδώ η διαφορά e (μακρό) και e (βραχύ). Υπάρχει δηλ. και εδώ κάτι που δημιουργεί πρόβλημα.
Πιθανή ετυμολογία είναι από την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα ΘFεσος, συγγενικό με το λιθουανικό (Ινδοευρωπ.) drasia= (πνεύμα). Υπάρχουν και στην περίπτωση αυτή αντιρρήσεις: 1) ότι το αρχ. ελλην. F δεν άφησε ίχνη στο μέτρο κατά την προφορά των στίχων και 2) ότι οι αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν τους θεούς των κυρίως η αρχικά τουλάχιστον, με σώμα, ως ανθρώπους (θρησκεία ανθρωπο-μορφική).
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή συνολικά η απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η ετυμολογία της λ. Θεός, παραμένει αβέβαιη.
Είναι άραγε τυχαίο αυτό η γιατί ο Θεός, αφού ως έννοια είναι ασύλληπτος από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου, δεν επιδέχεται γνωστική διερεύνηση και η λέξη με την οποίαν τον ονομάζουν οι άνθρωποι;
Β' Μέρος. Σημασιολογία
Ως προς τη σημασία της η έννοια Θεός εμφανίζει μια εξέλιξη. Οι αντιλήψεις περί Θεού διαμορφώθηκαν στους μυθικούς χρόνους, ανάλογα με το πολιτιστικό επίπεδο των διαφόρων λαών.
Στον Όμηρο (Επικοί και Ίωνες) έχει η λέξη δύο σημασίες; Μία γενική, χωρίς το άρθρο, στον ενικό θεός ή στον πληθ. θεοί και δηλώνει τη θεότητα, την έννοια του θείου, χωρίς να είναι δυνατό, ν' αναγνωριστεί μία έννοια μονοθεϊσμού. (Οδ. ξ΄ 444: θεός δε το μεν δώσει, το δ' εάσει), και δεύτερη, με τη μερική σημασία για τους πολλούς θεούς της ελληνικής πολυθεΐας: θεός τις = ένας από τους θεούς (Οδ. ι’ 142: και τις Θεός ηγεμόνευε νύκτα δι' ορφναίην).
Από την έννοια αυτή προέκυψε: θεός Ζευς, «άριστος ανδρών τε θεών τε». Υπήρχε και ο τύπος του θηλυκού: θεά και στα Λακωνικά; σιά (Ιλ. Ξ. 315), αντίθετο του γυνή, συχνά με άλλο επίθετο: Παλλάς θεά (Αθηνά), σεμναί θεαί (Ερινύες), Θεαί νύμφαι, μούσαι θεαί τ' αοιδοί, αλλά γινόταν και ο διαχωρισμός «τοις θεοίς εύχομαι πάσιν και πάσαις» (Δημ. 225), «μήτε θήλεια θεός, μήτε τις άρσην» (Ιλ. Θ. 7). Άρα το θηλ. θεά υπάρχει και στην εποχή του Ομήρου, αλλά όχι σε συχνή χρήση, όπως έγινε στην αττική αργότερα, τον 5ο αιώνα π. Χ.
Οι ομηρικοί θεοί εκπροσωπούν το τελειότατο, το μέγιστο, το κάλλιστο, από φυσική όμως άποψη. Είναι παράδειγμα υπεροχής και καλλονής, είναι ισχυρότεροι από τους ανθρώπους, είναι τα τελειότατα των όντων. Και οι ήρωες που τους πλησιάζουν επαινούνται με τις φράσεις: ίσα θεός, θεοειδής, θεοείκελος. Κυβερνούν το ανθρώπινο γένος, την ανθρώπινη ζωή κυρίως, αλλά κατά κάποιον τρόπο και τον κόσμο: «Ζευς και Πλούτων και Ποσειδών διενείμαντο την εξουσίαν». Είναι αθάνατοι, απαλλαγμένοι από το γήρας και τις νόσους (θεοί ρήϊα ζώοντες), υπέρτεροι καλά πολύ στη σοφία και γνώση από τους ανθρώπους, αλλά κατά την ηθική τους υπόσταση, είχαν τις ίδιες επιθυμίες και πάθη, και δεν ήταν εξασφαλισμένοι από κάθε δυστύχημα (θρησκεία ανθρωπομορφική).
Δίνουν όλα τα αγαθά η τις συμφορές στον άνθρωπο, τα αιφνίδια και απροσδόκητα εξ ου και το επίρρημα: θεόθεν και τα πράγματα γίνονται συν Θεώ, συν γε θεοίσιν, ούτοι άνευ θεού (non sine deis). Λέγεται και υπέρ θεόν = εναντίον του θελήματος, του Θεού κατά θεόν (divinitus) = σύμφωνα με το θέλημά του, «κατά θεόν ειρημένα» (Π λ. Νόμ. 682Α), θεών βουλομένων (diis faventibus).
Όταν όμως ο άνθρωπος επισύρει από τα σφάλματα και ανομήματά του τη δυστυχία του, αυτή είναι τιμωρία της Μοίρας, τις αποφάσεις της οποίας οι θεοί δεν μπορούν να μεταβάλουν (ανάγκα και θεοί πείθονται). Επειδή η έννοια του θείου συνδέεται άμεσα με την έννοια του ύψους, οι Έλληνες όρισαν κατοικία των θεών τους στον Όλυμπο και τον Ουρανό (Ολύμπιοι θεοί, Ουρανίωνες). Εμφανίζονται στους ανθρώπους με άλλη μορφή ή περιβεβλημένοι με νέφος.
Εκτός από τους Δώδεκα θεούς, που ο καθένας όριζε μέρος του σύμπαντος, οι Έλληνες λάτρευαν και άλλες θεότητες κατώτερες, όπως: οι νέρτεροι θεοί=του κάτω κόσμου (Πλούτων και Περσεφόνη). Χθόνιοι θεοί = δευτερεύοντες θεοί, που ταυτίζονται με τοπικά πνεύματα, τους φύλακες αγγέλους, τους δαίμονες.
Συχνά οι Έλληνες ορκίζονταν στους θεούς και ο όρκος ήταν Ιερός και απαραβίαστος, με τις φράσεις: νή, μά τους θεούς, και στον δυϊκό αριθμ. νή τω Θεώ (Δήμητρα και Κόρη), ναι τω σιώ (στους Σπαρτιάτες, για τον Κάστορα και Πολυδεύκη), νή τοις δώδεκα θεοίς και τοις σεμναίς θεαίς (Ερινύες), προς Διός και των θεών (συχνά στους τραγικούς), θεός ίστω, Ζευς ίστω (Σοφ. Ο. Τ. 522), όπως λέμε σήμερα: μάρτυς μου ο Θεός.
Οι παραπάνω περί θεού και θεών ομηρικές αντιλήψεις παρέμειναν ίδιες σχεδόν μέχρι τα τέλη της αρχαιότητος. Παράλληλα όμως, στην εποχή του Σωκράτη, ο Πλάτων αναπτύσσει την τελολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού (ως λογικού όντος και δημιουργού, αφού υπάρχει η σκοπιμότητα στη φύση). Το σπουδαιότερο είναι ότι μιλά για τον ένα και μόνο Θεό, στον διάλογό του «Κρίτων, κεφ. 8». «Ο εις και αυτή η αλήθεια», εδώ η λέξη αλήθεια χρησιμοποιείται με τη μεταφυσική της σημασία, ως απρόσωπη έννοια και ως ουσιώδες γνώρισμα του «όντως όντος» και ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό (όπως στον Χριστιανισμό αργότερα: «εγώ ειμι η αλήθεια». Μιλά ακόμη ο Πλάτων για την αθανασία του Θεού «πλάττομεν Θεόν, αθάνατόν τι» (Πλάτ. Φαίδρ. 246C), για την Παντογνωσία του, «ει ορθώς η μη, Θεός οίδεν» (Πλάτ. Φαίδρ. 266, Πολιτ. 517Β), για την αγαθότητα του Θεού. «ουκούν αγαθός ο Θεός» (Πλάτ. Πολιτ. 379Α) και για το ένα πρόσωπό του «ήκιστ' αν πολλάς μορφάς ίσχοι ο Θεός» (Πλάτ. Πολιτ. 381Β).
Ο Αριστοτέλης ανέπτυξε την κοσμολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού (αφού υπάρχει το αποτέλεσμα, το σύμπαν, πρέπει να υπάρχει και η κινητήρια αρχή) όπως επεσήμανε ο Πλάτων: «ο Θεός πάντων αν είη αίτιος» (Πλάτ. Πολιτ. C). Και ο Σωκράτης έκλεισε την απολογία του λέγοντας: «Τώρα είναι ώρα, για να φεύγω, εγώ, για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε, ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνο ο Θεός», λυτρωμένος, γαλήνιος και βέβαιος πια για την αθανασία της ψυχής.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι της κλασικής εποχής με το σπερματικό τους λόγο για τον ένα και μόνο Θεό, για το υπέρτατο αγαθό, άνοιξαν τον δρόμο και προετοίμασαν το έδαφος για τον Χριστιανισμό.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε επίσης και ο από μηχανής θεός (deus ex machina). Είναι ένα δραματουργικό και σκηνικό τέχνασμα του ποιητή, που εμφανίζει αφ’ υψηλού στο θεολογείο, ξαφνικά μία θεότητα, όταν τα ανθρώπινα δεδομένα οδηγούνται σε αδιέξοδο, γιατί έχουν περιπλακεί τόσο, ώστε ο ποιητής να ζητήσει την επέμβαση του θεού, ο οποίος διαλύει τη σύγκρουση και δίνει την απότομη λύση στα δρώμενα (Αθηνά, Ηρακλής και ο Δίας στην απωλεσθείσα Τραγωδία του Αισχύλου «Ψυχοστασία»). Αλλά και σήμερα χρησιμοποιείται η έκφραση για οποίον εμφανίζεται απρόοπτα σε κρίσιμο σημείο μιας οποιασδήποτε υπόθεσης και δίνει τη λύση σε κάποια μορφή σύγκρουσης «ήρθες σαν Θεός, ο Θεός σ' έστειλε», η χρησιμοποιείται και η ίδια η αρχαία φράση.
Θα κλείσουμε τους αρχαίους χρόνους στην Ελλάδα, αφού αναφερθούμε σύντομα και στον Άγνωστο Θεό, που τον λάτρευαν σε βωμό με την επιγραφή: τω Αγνώστω Θεώ». Είναι γνωστό το επεισόδιο με τον Απόστ. Παύλο, όταν διερχόμενος από την Αθήνα, στάθηκε εν μέσω του Αρείου Πάγου και είπε στο συγκεντρωμένο πλήθος: «ο ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτο εγώ υμίν καταγγέλλω» (Πράξ. 17, 24). Και άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι η πίστη στον Άγνωστο Θεό δεν ήταν κάτι το αποκλειστικό για την αρχαί Αθήνα, αλλά η λατρεία του ήταν ευρέως διαδεδομένη και στις άλλες πόλεις. Χαρακτηριστική είναι η πληροφορία του Παυσανία: «βωμοί δε θεών τε, ονομαζόμενων αγνώστων και ηρώων» (Αττικά 1, 4).
Υπήρχε και ο όρκος: νή τον άγνωστον θεόν.
Οι Χριστιανοί θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ο ανεξερεύνητος Θεός της Αγ. Γραφής αποτελεί έννοια συγγενική με τον Άγνωστο Θεό των αρχαίων Ελλήνων και θα λέγαμε ότι είναι ο Α. Θ. το τελευταίο στάδιο της θρησκευτικής αναζήτησης του ανθρώπου πριν από την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία.
Παλαιά και Καινή Διαθήκη
Σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες της αρχαιότητας, στην Π. Δ. αναφέρεται ότι ο Θεός είναι ένας και μόνος.
Ο τοπικός και φυλετικός Θεός Γιαχβέ μετατράπηκε σε πανεβραϊκό και αργότερα σε μοναδικό Θεό και Παντοκράτορα, τον Ιεχωβά: Λέξη εβραϊκή, που σημαίνει: ο ων, ο υπάρχων, ο ζων. Οι ιδιότητες του χαρακτηρίζονται με τα επίθετα: Παντογνώστης, Πάνσοφος, Παντοδύναμος, Παντοκράτωρ, που δημιούργησε τα πάντα, προνοεί, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο. Στην αραμαϊκή είχαν και τη λέξη αββά από το Εβρ. Άβ, που δηλώνουν και οι δύο: Πατήρ. Οι ελληνιστές Εβραίοι διετήρησαν τη λέξη αββά, ως ευφωνότερη από το ελληνικό πατήρ.
Εκφράζει δε τρυφερότητα των τέκνων προς τους γονείς, όχι μόνο προς τον πατέρα, αποδίδεται ακόμη προς τον πάππο, τον ευεργέτη, προς ηγεμόνες και ιερείς (γι' αυτό και μέχρι σήμερα η λ. αββάς χρησιμοποιείται από την Καθολική Εκκλησία για την ονομασία των ιερέων).
Στην Κ. Δ. λέγεται: Πατήρ, ο Θεός. Η ονομασία του Θεού-Πατρός αποδίδεται στο α΄ πρόσωπο της Αγ. Τριάδος. Ο Θεός απεκαλύφθη ως Πατήρ, ως Υιός και ως θείο Άγιο Πνεύμα (Αγ. Τριάς). Χρησιμοποιείται και η λέξη Αββά, όταν ο Κύριος ή οι Απόστολοι αναφέρονται προς τον Θεόν-Πατέρα με τρυφερότητα (Μάρκ. 14, 36, «αββά, ο Πατήρ, πάντα δυνατά σοι»), (Ρωμ. 8, 15 «ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά, ο πατήρ»).
Και ο Χριστός δίδαξε τους μαθητές του, ν' αποκαλούν στην προσευχή τους τον Θεό, με την φράση «Πάτερ ημών» με η, ενώ ο ίδιος μιλούσε για τον Θεό με τη φράση «ο Πατήρ μου», στον ενικό και «Πατήρ υμών» με ν στον πληθυντικό. Συγχρόνως έκανε τη διάκριση στη σχέση ανάμεσα στους μαθητές του και τον Θεό, και στην ιδική Του σχέση με τον Θεό.
Στον Χριστιανισμό, η λέξη Θεός δηλώνει τον δημιουργό του κόσμου, το άναρχο και αιώνιο Πνεύμα, και ο χριστιανός τον πιστεύει ως Πατέρα, Παντοκράτορα, φιλόστοργο και προσηνή, που περιβάλλει τον άνθρωπο με την άπειρη αγάπη Του και εκδηλώνεται με την πρόνοια Του για τη συντήρηση και σωτηρία του ανθρώπου, όπως τονίζει ο Απ. Παύλος: «εν Αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».
Στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία η έννοια Θεός είναι ακατάληπτη, απρόσιτη και απροσπέλαστη στην πεπερασμένη διάνοια του ανθρώπου. Η Αγ. Γραφή καλεί τον Θεό αόρατο που κατοικεί «εν απροσίτω φωτί». Τον γνωρίζει ο άνθρωπος «εκ μέρους μόνον», η δε άμεση γνώση του Θεού θα γίνει στην πέραν του Τάφου ζωήν «ένθα οψόμεθα αυτόν καθώς εστί».
Στα Ρωμαϊκά χρόνια και στο μοναρχικό πολίτευμα υπήρχε η λόγια φράση: «ελέω Θεού», χρησίμευε η λέξη Θεός για τη μετάφραση του λατιν. divus, ως τίτλος Αυτοκράτορος: «ο Θεός Καίσαρ» (Στράβων 117). Δηλώνει ότι η εξουσία τους είναι δεδομένη παρά Θεού στον οποίον και μόνο είναι υπόλογοι.
Νεότερα Χρόνια
Στα νεότερα χρόνια η έννοια της λέξης Θεός, εκτός από τη σημασία του θείου, σχημάτισε σύνθετα, για να δηλώσει: Το πολύ, το δυνατό, και έτσι έχουμε σύνθετα με σημασία, μεγεθυντική και επιτατική.
Παραδείγματα: Θεόρατος, τόσο υψηλός, ώστε να οράται από τον Θεό, να τον βλέπει ο Θεός, πανύψηλος. Θεο-νήστικος, Θεό-φτωχος, Θεο-σκότεινος, αλλά και Θεο-βάδιστος (όρος βαδισθέν από τον Θεόν), Θεό-σταλτος. Και αλλά σύνθετα: αποθέωση, αποθεώνω, εκθειάζω, έν-θεος, ά-θεος, Θεό-δωρος -ρα.
Η μεταφορική σημασία της λέξης επεκτάθηκε και σε άλλες ψυχικές έννοιες και εκδηλώσεις, για να εκφράσει ό,τι αγαπούμε και τιμούμε πολύ, οιωνεί σαν Θεό «Το χρήμα είναι ο Θεός του», συχνή η χρήση και στις παροιμίες: «ο Θεός αργεί, αλλά δεν λησμονεί».
Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι του αρχαίου γραμματικού η πληροφορία: «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», στην έννοια του Θεού γίνεται «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου», και είτε είναι η ετυμολογία της λέξης αβέβαιη είτε όχι, ένα είναι το βέβαιο: ότι ο άνθρωπος από την αρχή της δημιουργίας του ήταν στραμμένος με τους αισθητούς, αλλά κυρίως με τους πνευματικούς οφθαλμούς του προς τον Ουρανό, προς τον Θεό, γιατί μετείχε εξ αρχής της θείας φύσης η ψυχή του «ανθρώπου ψυχή του θείου μετέχει» (Πλάτων), και γιατί πλάστηκε από τον Δημιουργό του «κατ' εικόνα και ομοίωσίν του».
Από την εποχή του μύθου ο άνθρωπος είτε θεοποίησε τα φυσικά αντικείμενα και φαινόμενα, είτε πίστεψε στους ατελείς ανθρωπομορφικούς θεούς, ζούσε πάντοτε με την ψυχική αγωνία να γνωρίσει τον ένα και Μόνο Θεό, την μία και μόνη Αλήθεια. Από την δυστυχία του αυτή λυτρώθηκε με την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία, που του άνοιξε τον δρόμο προς τη σωτηρία και προς τη θέωσή του.