Τι εννοεί η Αγία
Γραφή και οι Πατέρες όταν μιλούν περί δικαιοσύνης του Θεού; Με ποιο
τρόπο η δυτική θεολογία διέστρεψε την άποψη
που έχουμε για τον Θεό; Ποια είναι η "τιμωρία" του Θεού για
τον αμαρτωλό; Πως θα κρίνει ο Ιησούς Χριστός κατά την δευτέρα παρουσία;
Τι είναι κακό; Δεν είναι αποξένωση από το Θεό, ο οποίος
είναι Ζωή; Δεν είναι ο θάνατος; Τι διδάσκει η δυτική θεολογία για το θάνατο;
Όλοι οι ρωμαιοκαθολικοί και οι περισσότεροι προτεστάντες θεωρούν το θάνατο σαν
μια τιμωρία του Θεού. Ότι οΘεός έκρινε όλους τους ανθρώπους ενόχους για την
αμαρτία του Αδάμ και τους τιμώρησε με θάνατο, δηλ. τους απέκοψε από τον εαυτό
του, τους στέρησε τη Ζωοποιό Του ενέργεια και έτσι τους σκότωσε πρώτα
πνευματικά και αργότερα σωματικά, με κάποιο είδος πνευματικού λιμού. Ο πατέρας
της δυτικής θεολογίας Αυγουστίνος μεταφράζει το χωρίο της Γένεσης: “΄Ηη δ’ αν
ημέρα φάγητε απ’ αυτού (του καρπού) θανάτω, αποθανείσθε” ως εξής: “Εάν φάτε από
τον καρπό του δέντρου αυτού θα σάς σκοτώσω”(!).
Η ειδωλολατρική αντίληψη για τη δικαιοσύνη του Θεού, που
απαιτεί άπειρες θυσίες για να εξευμενιστεί, καθιστά το Θεό πραγματικό εχθρό μας
και την αιτία όλων των κακοτυχιών μας. Επί πλέον είναι μια δικαιοσύνη που δεν
είναι καθόλου δίκαιη αφού τιμωρεί και απαιτεί ικανοποίηση από πρόσωπα που δεν
ήταν καθόλου υπεύθυνα για την αμαρτία των προγόνων τους. Με άλλα λόγια, εκείνο
που οι δυτικοί καλούν δικαιοσύνη έπρεπε μάλλον να καλείται μνησικακία και
εκδίκηση του χειρίστου είδους. Ακόμα και η αγάπη και η θυσία του Χριστού χάνουν
το νόημά τους και τη λογική τους μ’ αυτή τη σχιζοφρενική ιδέα ενός Θεού που
σκοτώνει το Θεό για να ικανοποιήσει τη λεγόμενη δικαιοσύνη του Θεού
Αυτή η νομικίστικη αντίληψη για το Θεό, αυτή η τελείως
διεστραμμένη ερμηνεία της δικαιοσύνης του Θεού δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η
προβολή των ανθρώπινων παθών στη θεολογία. Ήταν μια επιστροφή στην
ειδωλολατρική μέθοδο της ανθρωποποίησης του Θεού και θεοποίησης του ανθρώπου.
Οι άνθρωποι οργίζονται και εξαγριώνονται όταν δεν τους παίρνουν στα σοβαρά και
αυτό το θεωρούν ταπείνωση που μπορεί να ξεπλύνει μόνο η εκδίκηση, είτε αυτή
εκτελείται με έγκλημα είτε με μονομαχία. Αυτή ήταν η κοσμική, εμπαθής ιδέα για
τη δικαιοσύνη που επικρατούσε στα μυαλά μιας λεγόμενης “χριστιανικής”
κοινωνίας.
Οι χριστιανοί της δύσης έβλεπαν τη δικαιοσύνη του Θεού με
τον ίδιο τρόπο. Ο Θεός, η άπειρη Ύπαρξη, προσβλήθηκε άπειρα από την ανυπακοή
του Αδάμ. Αποφάσισε ότι η ενοχή της ανυπακοής του Αδάμ πρέπει να περάσει εξίσου
και σε όλους τους απογόνους του και ότι όλοι πρέπει να καταδικαστούν σε θάνατο
για την αμαρτία του Αδάμ, την οποία δε διέπραξαν οι ίδιοι. Η δικαιοσύνη του
Θεού λειτουργούσε για τους δυτικούς σαν βεντέτα. Όχι μόνο ο άνθρωπος που σε
πρόσβαλε αλλά και όλη η οικογένειά του πρέπει να πεθάνει. Και αυτό που ήταν
τραγικό για τους ανθρώπους, σε σημείο απελπισίας, ήταν ότι κανένας άνθρωπος,
ούτε ακόμα και η ανθρωπότητα ολόκληρη, δεν μπορούσε να εξευμενίσει την
προσβλημένη αξιοπρέπεια του Θεού, ακόμα και αν θυσιάζονταν όλοι οι άνθρωποι. Η
αξιοπρέπεια του Θεού θα μπορούσε να σωθεί μόνο αν μπορούσε να τιμωρήσει κάποιον
που είχε την ίδια αξία με Εκείνον. Έτσι, για να σωθεί τόσο η αξιοπρέπεια του
Θεού όσο και το ανθρώπινο γένος δεν υπήρχε άλλη λύση από την ενσάρκωση του Υιού
Του, ώστε να θυσιαστεί ένας άνθρωπος με θεϊκή αξιοπρέπεια για να διασώσει την
τιμή του Θεού.
Οι δυτικοί μιλούν συχνά για τον “Καλό Θεό”. Παρά ταύτα, η
Δυτική Ευρώπη και η Αμερική ποτέ δεν πείσθηκαν για την ύπαρξη ενός τέτοιου
Καλού Θεού. Αντίθετα αποκαλούσαν το Θεό Καλό με τον ίδιο τρόπο που οι Έλληνες
αποκαλούσαν “ευλογία” μια λοιμώδη εξανθηματική αρρώστια, γιά να την εξορκίσουν
και να την αποδιώξουν. Για την ίδια αιτία η Μαύρη Θάλασσα αποκλήθηκε Εύξεινος
(φιλόξενος) Πόντος, αν και στην πραγματικότητα ήταν μια θάλασσα φοβερή και
ύπουλη. Βαθιά μέσα της η δυτική ψυχή αισθανόταν το Θεό σαν κακό κριτή που δεν
ξεχνούσε ποτέ ακόμα και την παραμικρότερη προσβολή που του γινόταν από μας με
την παράβαση των εντολών του.
Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας υπάρχει το εξής θαυμάσιο
κείμενο του αγίου Αντωνίου:
"Ο Θεός είναι
αγαθός και απαθής και αμετάβλητος. Αν δε κανείς αυτό το θεωρεί εύλογο και
αληθές, αλλ’ απορεί πώς ο Θεός χαίρεται μεν για τους αγαθούς ενώ αποστρέφεται
τους κακούς και πώς οργίζεται εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν ενώ γίνεται ίλεως
σε κείνους που τον υπηρετούν και τον λατρεύουν, πρέπει να πούμε ότι ο Θεός ούτε
χαίρεται ούτε οργίζεται γιατί η λύπη και η χαρά είναι πάθη. Ούτε με δώρα
θεραπεύεται, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι νικιέται με την ηδονή. Δεν πρέπει να
κρίνουμε το Θεό με ανθρώπινα μέτρα. Εκείνος είναι αγαθός και ωφελεί μόνο, ποτέ
δε βλάπτει, παραμένει πάντα απαθής. Ενώ εμείς εφόσον παραμένουμε αγαθοί,
ομοιάζοντες του Θεού, ενωνόμαστε μαζί Του κι όταν γινόμαστε κακοί χωριζόμαστε
από το Θεό, σαν ανόμοιοί Του. Όταν ζούμε με αρετή ακολουθούμε το Θεό, ενώ όταν
γινόμαστε κακοί τον κάνουμε εχθρό μας και βέβαια δεν οργίζεται χωρίς λόγο,
γιατί τα αμαρτήματα δεν αφήνουν το Θεό να μας φωτίζει εσωτερικά αλλά μας
ενώνουν με τους τιμωρούς δαίμονες. Αν δε με προσευχές και ελεημοσύνες
κερδίζουμε την άφεση των αμαρτιών μας, δε σημαίνει ότι κολακεύουμε και
μεταβάλλουμε το Θεό αλλά ότι με τα καλά μας έργα και την επιστροφή μας σ’ Αυτόν
γιατρεύουμε την κακία μας και απολαμβάνουμε πάλι την αγαθότητα του Θεού. ‘Ωστε
το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος
κρύβει το φως του από τους τυφλούς”.
Ο διάβολος, όπως βλέπετε, κατόρθωσε να κάνει τους ανθρώπους
να πιστέψουν ότι ο Θεός δε μας αγαπά πραγματικά, ότι ουσιαστικά αγαπά μόνο τον
εαυτό του και ότι μας δέχεται μόνο αν συμπεριφερόμαστε όπως Εκείνος θέλει να
συμπεριφερόμαστε. Τους έπεισε ότι ο Θεός μας μισεί αν δε συμπεριφερόμαστε όπως
Εκείνος μας πρόσταξε και προσβάλλεται σε τέτοιο σημείο από την ανυπακοή μας,
ώστε πρέπει να πληρώσουμε γι’ αυτήν με αιώνια βάσανα, τα οποία Εκείνος
δημιούργησε γι’ αυτό το σκοπό. Ποιος μπορεί ν’ αγαπήσει ένα βασανιστή; Ακόμα
και κείνοι που αγωνίζονται σκληρά για να σωθούν από την οργή του Θεού δεν
μπορούν να τον αγαπήσουν πραγματικά. Αγαπούν μόνο τον εαυτό τους και προσπαθούν
να ξεφύγουν από την εκδίκηση του Θεού και ν’ αποκτήσουν την αιώνια μακαριότητα,
επιχειρώντας να εξευμενίσουν αυτό το φοβερό και εξαιρετικά επικίνδυνο
Δημιουργό. Αντιλαμβάνεστε τη συκοφαντία του σατανά για τον πανοικτίρμονα και
πανεύσπλαχνο, τον πανάγαθο Θεό μας; Να γιατί στην ελληνική γλώσσα δόθηκε στο
σατανά το όνομα διάβολος (διαβολέας, συκοφάντης).
Έχει καμιά σχέση η ιδέα αυτή για τη δικαιοσύνη με τη
δικαιοσύνη που μας αποκάλυψε ο Θεός; Ο όρος “δικαιοσύνη του Θεού” έχει αυτή τη
σημασία στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη;
Ίσως η αρχή για την παρερμηνεία της λέξης αυτής στην Παλαιά
Διαθήκη της Αγίας Γραφής ήταν η μετάφρασή της στα ελληνικά με την ελληνική λέξη
“δικαιοσύνη”. Όχι ότι η ερμηνεία αυτή είναι λαθεμένη, αλλά γιατί η λέξη αυτή,
προερχόμενη από τον ειδωλολατρικό, ανθρωπιστικό, ελληνικό πολιτισμό, ήταν
φορτισμένη με ανθρώπινες έννοιες που εύκολα μπορούσαν να οδηγήσουν σε
παρερμηνείες.
Πρώτ’ απ’ όλα, η λέξη “δικαιοσύνη” φέρνει στο νου μια ίση
κατανομή, γι’ αυτό και συμβολίζεται με το ζυγό. Οι καλοί ανταμείβονται και οι
κακοί τιμωρούνται από την ανθρώπινη κοινωνία με δίκαιο τρόπο. Αυτή είναι ανθρώπινη
δικαιοσύνη, αυτή που παρέχεται στα δικαστήρια.
Είναι αυτή, όμως, η σημασία της δικαιοσύνης του Θεού; Η λέξη
“δικαιοσύνη” είναι μετάφραση της εβραϊκής λέξης tsedaka. Η λέξη αυτή σημαίνει
“η θεία ενέργεια που επιτυγχάνει τη σωτηρία του ανθρώπου”. Είναι παράλληλη και
σχεδόν συνώνυμη με την άλλη εβραϊκή λέξη “hesed” που σημαίνει “έλεος”,
“συμπάθεια”, “αγάπη” και με τη λέξη “emeth” που σημαίνει “πίστη”, “αλήθεια”.
Αυτό, όπως βλέπετε, δίνει μια τελείως διαφορετική διάσταση
σ’ αυτό που συνήθως αντιλαμβανόμαστε σαν δικαιοσύνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο
κατανόησε η Εκκλησία τη δικαιοσύνη του Θεού. Μ’ αυτόν τον τρόπο δίδαξαν γι’
αυτήν οι πατέρες της Εκκλησίας. “Πώς θα ονομάσεις το Θεό δίκαιο, γράφει ο άγιος
Ισαάκ ο Σύρος, όταν διαβάσεις στο ευαγγέλιο για το μισθό των εργατών; Φίλε,
λέει, δε σ’ αδικώ θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον έσχατο όσα έδωσα και σε σένα αν
το δικό σου το μάτι είναι πονηρό, εγώ είμαι αγαθός. Πώς θα ονομάσει κανείς
δίκαιο το Θεό, όταν διαβάσει στο ευαγγέλιο για τον άσωτο υιό, που σκόρπισε τον
πατρικό πλούτο σε ασωτείες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, έτρεξε ο πατέρας και
έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σε όλο του τον πλούτο; Κι
αυτά δεν τα είπε κανένας άλλος, ώστε να αμφιβάλλουμε, αλλά ο ίδιος ο υιός Του.
Που είναι η δικαιοσύνη του Θεού, αφού ήμαστε αμαρτωλοί και ο Χριστός πέθανε για
μας;” [ομιλία 60]
Μερικοί προτεστάντες θεωρούν το θάνατο όχι σαν τιμωρία αλλά
σαν κάτι φυσικό. Δεν είναι όμως ο Θεός που δημιούργησε όλα τα φυσικά πράγματα;
Έτσι και στις δύο περιπτώσεις ο Θεός - γι’ αυτούς - είναι ο πραγματικός αίτιος
του θανάτου. Ο θάνατος δε μας επιβλήθηκε από το Θεό. Τον προκαλέσαμε με την
ανταρσία μας. Ο Θεός είναι Ζωή και η Ζωή είναι Θεός. Επαναστατήσαμε κατά του
Θεού, κλείσαμε τις πόρτες στη ζωοποιό χάρη Του. Γράφει ο άγιος Βασίλειος: “Όσο
απομακρυνόταν από τη ζωή, τόσο πλησίαζε προς το θάνατο. Γιατί ο Θεός είναι Ζωή,
η στέρηση της ζωής είναι θάνατος”. Συνεχίζει ο άγιος Βασίλειος: “Ο Θεός δε
δημιούργησε θάνατο, εμείς τον φέραμε πάνω μας. Παρά ταύτα, δεν εμπόδισε καθόλου
την αποσύνθεση... για να μην κάνει την αναπηρία μας αθάνατη”.
Όπως το λέει ο άγιος Ειρηναίος: “Χωρισμός από το Θεό είναι
θάνατος, χωρισμός από το φως είναι σκότος... και δεν είναι το φως που τους
προκαλεί την τιμωρία της τυφλότητας”.
Θάνατος, λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι κυρίως ο
χωρισμός από το Θεό, τον οποίο ακολούθησε αναγκαστικά ο σωματικός θάνατος. Ζωή
είναι κυρίως Εκείνος που είπε: “Εγώ είμαι η Ζωή”.
Και γιατί ο θάνατος ήρθε σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος;
Γιατί εκείνοι που δεν αμάρτησαν μαζί με τον Αδάμ πέθαναν όπως κι εκείνος;
Ορίστε η απάντηση του αγίου Αναστασίου του Σιναϊτου: “Γίναμε κληρονόμοι της
κατάρας του Αδάμ. Δεν τιμωρηθήκαμε σαν να’ χαμε παρακούσει τη θεία εκείνη
εντολή μαζί με τον Αδάμ. Αλλά επειδή ο Αδάμ έγινε θνητός, μεταβίβασε την
αμαρτία στους απογόνους του. Γίναμε θνητοί, αφού γεννηθήκαμε από θνητό”.
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί: “Ο Θεός δεν είπε
στον Αδάμ: επίστρεψε εκεί απ’ όπου ελήφθης, αλλά του είπε: “Γή εί και εις γήν
απελεύση”. Δεν είπε: εν ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, να πεθάνετε! αλλά “εν ή
δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θα πεθάνετε”. Ούτε και πρόσθεσε μετά, “επίστρεψε
τώρα στη γή”, αλλά είπε: “Θα επιστρέψεις” (απελεύση) προειδοποιώντας τον μ’
αυτόν τον τρόπο, επιτρέποντας δίκαια και όχι εμποδίζοντας εκείνο που θα
γίνει”.
Βλέπουμε ότι ο θάνατος δεν ήρθε κατά προσταγή του Θεού αλλά
σαν συνέπεια της από μέρους του Αδάμ διακοπής των σχέσεών του με την πηγή της
Ζωής, που προκάλεσε η παρακοή του. Και ο Θεός με την καλοσύνη Του τον είχε
προειδοποιήσει γι’ αυτό.
«Το ίδιο το ξύλο της γνώσεως», λέει ο Θεόφιλος Αντιοχείας,
«ήταν καλό και ο καρπός του ωραίος. Δεν ήταν, όπως νομίζουν μερικοί, το ξύλο
που είχε το θάνατο μέσα του, αλλά η παρακοή. Eπειδή δεν υπήρχε κάτι άλλο στον
καρπό, παρά μόνο η γνώση. Και η γνώση είναι καλή, όταν τη χρησιμοποιεί κανείς
κατάλληλα” (Το μεν ξύλον το της γνώσεως αυτό μεν καλόν και ο καρπός αυτού
καλός. ου γαρ, ως οίονταί τινες, θάνατον είχεν το ξύλον, αλλ' η παρακοή. ου γαρ
τι έτερον ην εν τω καρπώ η μόνον γνώσις. η δε γνώσις καλή, επάν αυτή οικείως
τις χρήσηται. τη δε ούση ηλικία όδε Αδάμ έτη νήπιος ην· διο ούπω ηδύνατο την γνώσιν
κατ' αξίαν χωρείν). Οι πατέρες μας διδάσκουν ότι η
απαγόρευση της γεύσης του δέντρου της γνώσεως δεν ήταν απόλυτη αλλά πρόσκαιρη.
Ο Αδάμ ήταν ένα πνευματικό νήπιο. Δεν είναι όλες οι τροφές καλές για τα νήπια.
Μερικές τροφές μπορούν ακόμα και να τα σκοτώσουν, αν και οι ενήλικες θα τις
εύρισκαν θρεπτικές. Ήταν καλό και θρεπτικό. Ήταν όμως στερεή τροφή, ενώ ο Αδάμ
μπορούσε να χωνέψει μόνο γάλα.
Κόλαση και παράδεισος: οι συνέπειες της ελεύθερης επιλογής
μας
Στην εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας βλέπουμε τον Κύριό μας
Ιησού Χριστό καθήμενο επί θρόνου. Στα δεξιά του βλέπουμε τους φίλους του, τους
ευλογημένους άνδρες και γυναίκες που έζησαν με την αγάπη Του. Αριστερά Του
βλέπουμε τους εχθρούς Του, όλους αυτούς που τον μισούσαν στη ζωή τους, ακόμα
και αν εμφανίζονταν ευλαβείς και θεοσεβείς. Κι εκεί, στη μέση αυτών των δύο,
βλέπουμε έναν πύρινο ποταμό να πηγάζει από το θρόνο του Χριστού και να έρχεται
προς εμάς. Τι είναι αυτός ο πύρινος ποταμός; Είναι όργανο βασανισμού; Είναι μια
ενέργεια εκδίκησης που έρχεται από το Θεό για να εξαφανίσει τους εχθρούς του;
Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο πύρινος αυτός ποταμός είναι ο
ποταμός της χάρης του Θεού που πότιζε τους αγίους του Θεού από την αρχή. Με μια
λέξη, είναι το ξεχείλισμα της αγάπης του Θεού για τα πλάσματά Του. Η αγάπη
είναι φωτιά. Όποιος αγαπάει το γνωρίζει αυτό.
“Μη πλανάστε, λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Θεός
είναι φωτιά και όταν ήρθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος, έβαλε φωτιά στη γη,
όπως λέει και ο ίδιος. Η φωτιά αυτή περιτριγυρίζει, ζητώντας να βρει ύλη,
δηλαδή γνώμη και προαίρεση αγαθή, για να πέσει μέσα σ’ αυτή και ν’ ανάψει και
σ’ αυτούς που θα ανάψει η φωτιά αυτή υψώνεται σε μεγάλη φλόγα και φθάνει μέχρι
τον ουρανό... (η φωτιά αυτή) πρώτα μας καθαρίζει τελείως από το μολυσμό των
παθών και μετά γίνεται μέσα μας τροφή και πιοτό και φωτισμός και χαρά και μας
κάνει κι εμάς φως κατά μέθεξη, γιατί μετέχουμε σ’ εκείνο το φως”.
Παράδεισος και κόλαση είναι ο ένας και ίδιος ποταμός του
Θεού, μια φλόγα αγάπης που αγκαλιάζει και καλύπτει όλους με την ίδια ευεργετική
θέληση, χωρίς καμιά διαφορά ή διάκριση. Το ίδιο ζωοποιό νερό είναι αιώνια ζωή
για τους πιστούς και αιώνιος θάνατος για τους απίστους. Για τους πρώτους είναι
στοιχείο ζωής, για τους δεύτερους είναι όργανο αιώνιας ασφυξίας. Παράδεισος για
τον ένα, κόλαση για τον άλλο.
“Λέω δε, γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ότι οι κολαζόμενοι
στη γέεννα τιμωρούνται με τη μάστιγα της αγάπης του Θεού... Είναι άτοπο να
πιστεύει κανείς ότι οι αμαρτωλοί στην κόλαση στερούνται την αγάπη του Θεού.
Γιατί η αγάπη του Θεού, που είναι απότοκος της γνώσης γι’ Αυτόν, δίνεται
αδιάκριτα σε όλους, αλλά ενεργεί κατά δύο τρόπους: τους μεν αμαρτωλούς κολάζει,
τους δε δίκαιους ευφραίνει”.
Στην μέλλουσα Κρίση θα αποκαλυφθεί σε μια στιγμή η κατάσταση
του κάθε ανθρώπου και μόνος του καθένας θα τραβήξει για ‘κει που είναι. Καθένας
θα βλέπει σαν σε τηλεόραση τα δικά του χάλια και την πνευματική κατάσταση του
άλλου.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει:
«Μη γαρ οιέσθω
τις, ότι ουκ αναγνωρισμός εκάστου προς έκαστον επί της φοβεράς εκείνης
συναγωγής γενήσεται. Ναι, όντως έκαστος αναγνωριεί τον πλησίον αυτού, ου τω του
σώματος σχήματι, αλλά τω διορατικώ της ψυχής όμματι».
Θα καθρεφτίζει τον εαυτό του ο καθένας στον άλλον και θα
σκύβει το κεφάλι και θα πηγαίνει στην θέση του. Δεν θα μπορεί λ.χ. να πει μια
νύφη που καθόταν μπροστά στην πεθερά της σταυροπόδι και η πεθερά της με
σπασμένο πόδι φρόντιζε το εγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις την πεθερά μου
στον Παράδεισο κι εμένα δεν με βάζεις;», επειδή θα έρχεται μπροστά της εκείνη η
σκηνή. Θα θυμάται την πεθερά της που στεκόταν όρθια με σπασμένο πόδι και
φρόντιζε το εγγονάκι της και δεν θα έχει μούτρα να πάει στον Παράδεισο, αλλά
ούτε και θα χωράει στον Παράδεισο. Ή οι μοναχοί θα βλέπουν τις δυσκολίες, τι
δοκιμασίες είχαν οι κοσμικοί και πως τις αντιμετώπισαν και, αν δεν έχουν ζήσει
σωστά, θα σκύψουν το κεφάλι και θα τραβήξουν μόνοι τους για εκεί που θα είναι.
Θα δουν εκεί οι μοναχοί/ες, που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, ηρωίδες μάνες και
πατέρες, που ούτε υποσχέσεις έδωσαν, ούτε τις ευλογίες και τις ευκαιρίες τις δικές
τους είχαν, πως αγωνίσθηκαν και σε τι κατάσταση πνευματική έφθασαν, και
εκείνοι, καλόγριες και καλόγεροι, με τι μικροπρέπειες ασχολούνταν και
βασανίζονταν, και θα ντρέπονται! Δεν θα
πει δηλαδή ο Χριστός: «έλα εδώ εσύ, τι έκανες;» ή «εσύ θα πας στην κόλαση, εσύ στον Παράδεισο»,
αλλά ο καθένας θα συγκρίνει τον εαυτό του με τον άλλον και θα τραβήξει για εκεί
που θα είναι. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει:
«Και απλώς πας
άνθρωπος αμαρτωλός εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως απεναντίας αυτού εις την
αιωνίαν ζωήν και εις το ανεκλάλητον εκείνο φως όψεται τον όμοιον αυτού και
κριθήσεται παρ’ αυτού».
Έτσι κατανοούμε
ότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος με την ανθρώπινη σημασία της λέξης αυτής, αλλά ότι
η δικαιοσύνη Του σημαίνει την καλοσύνη και αγάπη Του που δε δίνονται με δίκαιο
τρόπο, δηλαδή, ο Θεός δίνει πάντα χωρίς να παίρνει τίποτε για ανταπόδοση και
δίνει σε πρόσωπα σαν κι εμάς, που δεν είμαστε άξιοι να παίρνουμε. Γι’
αυτό ο άγιος Ισαάκ μας διδάσκει: “Μη ονομάζεις το Θεό δίκαιο, γιατί η
δικαιοσύνη του Θεού δε γνωρίζεται στα έργα σου. Μπορεί ο Δαβίδ να τον ονομάζει
δίκαιο και ευθύ, αλλά ο υιός Του, ο Ιησούς Χριστός και σωτήρας μας, μας
φανέρωσε ότι είναι μάλλον αγαθός και χρηστός (Λουκ. στ΄ 35). Είναι αγαθός,
λέει, προς τους πονηρούς και ασεβείς ανθρώπους”.