Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Το κλειδί της ευτυχίας

Ο μύθος λέει οτι πριν ακόμα υπάρξει η ανθρωπότητα, μαζεύτηκαν διάφορα τελώνια για να σκαρώσουν μια φάρσα. Λέει ένα από αυτά: «Πολύ σύντομα θα δημιουργηθούν οι άνθρωποι. Δεν είναι δίκαιο να έχουν τόσες αρετές και τόσες δυνατότητες. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να τους είναι πιο δύσκολο να πάνε μπροστά. Να τους γεμίσουμε διαστροφές κι ελαττώματα… Αυτό θα τους καταστρέψει».

Το μεγαλύτερο στα χρόνια τελώνιο, λέει:

«Προβλέπεται να έχουν ελαττώματα και διπροσωπία αλλά αυτό θα τους κάνει απλώς πιο ολοκληρωμένους. Νομίζω οτι πρέπει να τους στερήσουμε κάτι που, όπως και να ’ναι θα τους κάνει να ζουν κάθε μέρα κι από μια καινούργια πρόκληση».

«Τι πλάκα θα ’χει!!!» είπαν όλα μαζί.

Αλλά ένα νεαρό και πονηρό τελώνιο, από μια γωνιά, σχολιάζει:

«Πρέπει να τους πάρουμε κάτι σημαντικό… αλλά τί;»

Μετά από πολλή σκέψη, το μεγαλύτερο αναφωνεί:

«Το βρήκα! Θα τους πάρουμε το κλειδί της ευτυχίας».

«Θαυμάσια… φανταστική… καταπληκτική ιδέα!» φωνάζουν τα τελώνια χορεύοντας γύρω από ένα τεράστιο καζάνι.

Το γέρικο στοιχειό συνεχίζει:

«Το πρόβλημα είναι πού να το κρύψουμε για να μη μπορέσουν να το βρουν».

Το πρώτο τελώνιο ξαναπαίρνει το λόγο:

«Να το κρύψουμε στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού του κόσμου».

Αμέσως, όμως, ένα άλλο τελώνιο απαντά:

«Όχι. Μην ξεχνάτε πως θα έχουν δύναμη και θα είναι πεισματάρηδες. Εύκολα, κάποια στιγμή, μπορεί ν’ ανέβει κάποιος και να το βρει, κι άμα το βρει ένας θ’ ακολουθήσουν όλοι, και τότε πάει, τελείωσε η πρόκληση».

Ένα τρίτο τελώνιο προτείνει:

«Να το κρύψουμε στο βυθό της θάλασσας».

Ένα τέταρτο, παίρνει το λόγο και απαντά:

«Όχι. Θυμηθείτε πως είναι περίεργοι. Κάποια στιγμή θα κατασκευάσουν μια συσκευή για να μπορούν να κατεβαίνουν στο βυθό, και τότε θα το βρουν πολύ εύκολα».

Το τρίτο τελώνιο λέει:

«Να το κρύψουμε σε έναν πλανήτη μακριά από τη Γη».

Οι άλλοι όμως απαντούν:

«Όχι. Μη ξεχνάς την ευφυία τους. Μια μέρα, κάποιος θα κατασκευάσει ένα πλοίο με το οποίο θα μπορούν να ταξιδέψουν σε άλλους πλανήτες και θα το ανακαλύψουν».

Ένα γέρικο τελώνιο που είχε μείνει μέχρι τώρα σιωπηλό κι αφουγκραζόταν τις προτάσεις των άλλων, σηκώνεται, πάει στο κέντρο και λέει:

«Νομίζω πως ξέρω που πρέπει να το βάλουμε για να μην μπορέσουν πραγματικά να το βρουν. Πρέπει να το βάλουμε εκεί που δεν θα έψαχναν ποτέ».

Γυρνάνε όλοι έκπληκτοι και ρωτάνε μ’ ένα στόμα:

«Πού;»

Το γέρικο τελώνιο απαντά:

«Θα το κρύψουμε μέσα τους… πολύ κοντά στην καρδιά τους…»

Τα χειροκροτήματα πολλαπλασιάζονται, κι αρχίζουν να γελάνε όλα μαζί:

«Χα.. χα.. χα..! Θα ψάχνουν να το βρουν απ’ έξω, απελπισμένοι, και δεν θα ξέρουν πως το έχουν συνεχώς μαζί τους».

Ο νεαρός σκεπτικιστής σημειώνει:

«Οι άνθρωποι θα έχουν βαθιά επιθυμία να γίνουν ευτυχισμένοι, κι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί ένας αρκετά σοφός ώστε να ανακαλύψει που βρίσκεται το κλειδί. Και τότε, θα το πει σε όλους».

«Μπορεί να γίνει κι έτσι» λέει το πιο ηλικιωμένο τελώνιο, ωστόσο, οι άνθρωποι θα έχουν επίσης μια έμφυτη δυσπιστία για τα πιο απλά πράγματα. Αν ποτέ υπάρξει αυτός ο άνθρωπος και αποκαλύψει πως το μυστικό κρύβεται μέσα στον καθένα… κανένας δεν θα τον πιστέψει».

Για την κακή συνήθεια των ανθρώπων να καταπίνουν σιωπηρά την αδικία πού τούς κάνουν

Κάποιος περαστικός είδε ένα παιδί να κλαίει και το ρώτησε τί το βασάνιζε. Να, είχα δύο γρόσια για να πάω στον κινηματογράφο μα ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα απ’ το χέρι μου, αποκρίθηκε το παιδί κι έδειξε ένα άλλο αγόρι πού στεκόταν λίγο πιο πέρα.

Καλά, και δε φώναξες βοήθεια; ρώτησε O άνθρωπος.

Πώς, φώναξα, είπε το παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά.

Και δε σ’ άκουσε κανένας; ξαναρώτησε τώρα o άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί.

Όχι, αποκρίθηκε εκείνο κλαίγοντας μ’ αναφιλητά.

Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά; ρώτησε o άνθρωπος.

Όχι, αποκρίθηκε το παιδί πού βλέποντας τον άνθρωπο να χαμογελάει είχε αρχίσει πάλι να ελπίζει.

Τότε δώσε μου και τ’ άλλο, είπε ο άνθρωπος παίρνοντας και το τελευταίο γρόσι από το χέρι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο τον.

Ο Φαταούλας και ο Νηστικός

Μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε και τώρα, ζούσαν στο ίδιο χωριό δίπλα - δίπλα δυο άνθρωποι ίδιοι αλλά και... διαφορετικοί. Ήταν ίδιοι γιατί όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται τα ίδια για να ζήσουν και ήταν διαφορετικοί γιατί ο ένας έτρωγε πολύ και ήταν χοντρός ενώ ο άλλος δεν είχε να φάει και ήταν αδύνατος.

Τον χοντρό άνθρωπο τον έλεγαν Φαταούλα και τον αδύνατο Νηστικό.

Ο Φαταούλας κάθε πρωί που ξυπνούσε, έστρωνε τραπέζι και έτρωγε μέχρι που του κοβόταν η ανάσα.

Μόλις απότρωγε, πήγαινε για ψώνια γυρνούσε στο σπίτι, ξαναέστρωνε τραπέζι και το έριχνε πάλι στο φαγοπότι. Με λίγα λόγια ο Φαταούλας όλη μέρα έκανε δυο δουλειές, έτρωγε και γέμιζε τ' αμπάρια του.

Ο Νηστικός κάθε πρωί που ξυπνούσε δεν εύρισκε τίποτε να φάει, πήγαινε στα σκουπίδια του Φαταούλα μήπως και βρει τίποτε αποφάγια. Αν ήταν τυχερός, γυρνούσε σπίτι του και λάδωνε τ’ άντερό του προσωρινά. Αν η τύχη δεν τον βοηθούσε έπεφτε στο κρεβάτι και περίμενε να περάσει η μέρα γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν.

Ο καιρός περνούσε, ο Φαταούλας όλο χόντραινε και ο Νηστικός όλο και αδυνάτιζε, γιατί τελευταία τα σκουπίδια του Φαταούλα ήταν αδειανά από φαγώσιμα. Ο Νηστικός δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε όλα εκείνα τα αποφάγια, αφού έβλεπε πως τα περισσεύματα έφταναν να χορτάσουν πλήθος σαν εκείνον.

Και μια φορά που ο Νηστικός είχε μέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα του, πήγε απελπισμένος στο σπίτι του Φαταούλα να ζητιανέψει ένα πιάτο φαγητό από τα αποφάγια του. Γείτονα, του είπε, όπως βλέπεις εμένα ο θεός δεν με βοήθησε να έχω τα δικά σου καλούδια. Εσύ πήρες το καλύτερο κομμάτι της γειτονιάς και μένα μου έλαχε το ξεροβούνι. Δεν φυτρώνει ούτε τσουκνίδα και η μόνη μου ελπίδα για να μην πεθάνω της πείνας είσαι εσύ. Βλέπω ότι κάθε μέρα σου περισσεύουν τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ, θα μπορούσες να με αφήνεις να τρώω από τα περισσεύματα».

Ο Φαταούλας τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, γέλασε κοροϊδευτικά και είπε με ψεύτικη συμπόνοια. Αχ άνθρωπέ μου, πού τα είδες τα περισσεύματα, να ήξερες πόσο δύσκολα περνάω κι εγώ. Τι νομίζεις πως δεν θέλω να σε βοηθήσω; Ορίστε, σου επιτρέπω να έρχεσαι όποτε θες να ψάχνεις τα σκουπίδια μου και ότι βρίσκεις να το παίρνεις. Άντε στο καλό και ο θεός να σε βοηθήσει».

Σαν πήγε σπίτι του ο Νηστικός έπεσε σε βαθιά σκέψη. Βρε καλός άνθρωπος φαίνεται. Λες να είναι τα πράματα όπως τα λέει; Αλλά πάλι, τι το χρειάζεται τόσο φαί και τα σκουπίδια του, πώς και δεν βρίσκω τίποτε εκεί μέσα αυτό τον καιρό; Μπα, κάτι δεν μου φαίνεται σωστό αλλά ας περιμένω λίγο να δω τι γίνεται».

Την άλλη μέρα εκεί που έψαχνε γύρω μήπως και φύτρωσε καμιά ρίζα στην αυλή του, βλέπει τον Φαταούλα να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει τον περίδρομο. Αχά, λέει, σήμερα κάτι θα ξετρυπώσω δεν μπορεί, τόσο ψητό έχει περιδρομιάσει, τι θα τα κάνει τα κόκαλα; Ας περιμένω να αποσώσει και θα πάω να ψάξω».

Κάθεται στο χώμα και περιμένει τον γείτονα να σηκωθεί από το φαγοπότι.. Μετά από ώρα τον βλέπει να μαζεύει τ’ αποφάγια σε μια γαβάθα και να καθαρίζει το τραπέζι. Υπομονή, σκέφτεται, σε λίγο θα χορτάσω κι εγώ». Κι εκεί που καθόταν κάνοντας υπομονή, τον βλέπει αντί να περπατά προς τα σκουπίδια, τι κάνει λέτε; Πάει στην άκρη της αυλής του, ανοίγει έναν βαθύ λάκκο και πετά εκεί μέσα τα φαγητά του! Του Νηστικού του ήρθε μιά ζάλη από την κατάπληξη. Με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει σηκώνεται και φωνάζει. Τι κάνεις εκεί βρε άθλιε Φαταούλα; Δεν σου είπα πως αν δεν φάω κάτι είναι τα τελευταία μου;» «Τι να σου κάνω κι εγώ άνθρωπέ μου, τα σκουπίδια μου έχουν γεμίσει, θα με φαν οι μύγες αν δεν τα θάψω». Βρε πεθαίνω σου λέω, κρίμα να τα θάψεις, καλύτερα είναι να τα φάει το χώμα;

Σβήνω από ώρα σε ώρα» Στ’ αλήθεια πεθαίνεις; ρωτάει ο Φαταούλας με ενδιαφέρον. Κοίτα, πριν πεθάνεις άσε μου το σπίτι. Τι στο καλό γείτονες είμαστε, γιατί να το πάρει ξένος άνθρωπος!»

Ο Νηστικός σαν είδε πως δεν γινόταν τίποτε, έπεσε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια μη δει τουλάχιστον το Χάρο που γυρόφερνε.

Πέρασε το μεσημέρι, πέρασε το απόγευμα και λίγο πριν σβήσει, μια φασαρία τον έκανε να αργοανοίξει τα μάτια

Μέσα στη θολούρα του είδε στο διπλανό σπίτι τέσσερις να βγάζουν τον Φαταούλα σηκωτό, να τον φορτώνουν στο κάρο του νεκροθάφτη, και πρόλαβε ν’ ακούσει κάποιον να λέει «Θεός σχωρέστον κι αυτόν. Έσκασε από το πολύ φαί».

Κι ο Νηστικός ξεψύχησε!

H παρτίδα σκάκι


Ένας νεαρός άντρας, χτυπημένος από τη δυστυχία, πήγε σ’ ένα μακρινό μοναστήρι και είπε στον ηλικιωμένο δάσκαλο:

«Η ζωή με έχει απογοητεύσει. Ήθελα να επιτύχω τη φώτιση για να ελευθερωθώ από τον πόνο, αλλά είμαι ανίκανος, το ξέρω. Δε θα μπορούσα ποτέ να περάσω χρόνια ατελείωτα με διαλογισμό, λιτότητα και μελέτη. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Υπάρχει ταχύ μονοπάτι για κάποιο άνθρωπο σαν κι εμένα;»

Ο δάσκαλος τον ρώτησε:

«Υπήρξε κάτι στη ζωή σου που πάνω του να συγκέντρωσες πραγματικά την προσοχή σου;»

«Γεννήθηκα σε πλούσια οικογένεια. Δε χρειάστηκε να δουλέψω ποτέ σκληρά. Το μόνο που με ενδιέφερε πραγματικά ήταν το σκάκι. Αφιέρωνα σ’ αυτό σχεδόν όλο το χρόνο μου.»

Ο δάσκαλος φώναξε έναν άλλο καλόγερο. Έφεραν μια σκακιέρα και ένα κοφτερό σπαθί που λαμπύριζε στον ήλιο. Ο δάσκαλος τοποθέτησε τα πιόνια του παιχνιδιού και είπε στον καλόγερο δείχνοντας το σπαθί:

«Μου υποσχέθηκες υπακοή. Ήρθε η στιγμή. Θα παίξεις μια παρτίδα σκάκι με το νεαρό άντρα. Αν χάσεις, θα σου κόψω το κεφάλι μ’ αυτό το σπαθί. Αν κερδίσεις, θα κόψω το κεφάλι του αντιπάλου σου. Δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή του, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το σκάκι. Του αξίζει να του κόψουν το κεφάλι σε περίπτωση που χάσει.»

Οι δύο άντρες κοίταξαν το δάσκαλο στα μάτια και είδαν ότι ήταν αποφασισμένος. Άρχισαν την παρτίδα. Ο νεαρός άντρας αισθάνθηκε από την αρχή τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη του, γιατί έπαιζε τη ζωή του στ’ αλήθεια. Η σκακιέρα γινόταν ολόκληρος ο κόσμος. Γινόταν ένα με τη σκακιέρα, ήταν η σκακιέρα.

Στην αρχή βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Μετά ο αντίπαλός του, ο καλόγερος, έκανε ένα λάθος που έφερε το νεαρό άντρα σε πλεονεκτική θέση. Εκείνος το εκμεταλλεύτηκε για να εξαπολύσει επίθεση. Η άμυνα του αντιπάλου του εξασθένησε, άρχισε να καταρρέει.

Ο νεαρός άντρας έριξε μια ματιά στον καλόγερο χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Είδε απέναντί του ένα πρόσωπο έξυπνο και τίμιο, που το είχαν σημαδέψει τα χρόνια των προσπαθειών. Σκέφτηκε τη δική του τη ζωή, που ήταν αργόσχολη και αδιάφορη. Και ξαφνικά αισθάνθηκε γεμάτος συμπόνοια.

Έκανε σκόπιμα μια λανθασμένη κίνηση, μετά και δεύτερη. Υπονόμευε έτσι την ίδια την άμυνά του. Θα έχανε.

Τότε ο δάσκαλος αναποδογύρισε απότομα τη σκακιέρα και τα πιόνια σκορπίστηκαν. Οι δύο παίκτες τον κοίταξαν έκπληκτοι.

«Δεν υπάρχει νικητής, ούτε ηττημένος», είπε ο δάσκαλος. «Κανένα κεφάλι δεν θα πέσει.»

Γύρισε προς το νεαρό άντρα και πρόσθεσε:

«Δύο πράγματα είναι αναγκαία: η συγκέντρωση και η συμπόνοια. Και σήμερα τα έμαθες και τα δύο».

Ο πλούσιος, ο φτωχός κι ο φιλόσοφος


Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου.

 Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα.

Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο. Ο σκύλος έχει ένα γυαλιστερό, παστρικό τρίχωμα, που τον σκεπάζει ως τα ρουθούνια. Το μούτρο του είναι εύθυμο και γελαστό, και το μάτια του γυαλίζουν κάτω απ' τα πυκνά του φρύδια.

Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο και ζητεί να τους ομορφήνη και τους δύο. Ο ζητιάνος όμως φαίνεται σαν να κρυώνη, και το φως, που τον λούζει, τον κάνει ασχημότερο. Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι.

Απ' τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλοσύνη μια φέτα ψωμί κ' ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνηση ένα κόκκαλο στο σκύλο.

Ο άνθρωπος πήρε το κομμάτι το κρέας, με ντροπή, κι αναστέναξε, σαν να τού έδιναν φαρμάκι. Άρχισε να μασάη χωρίς όρεξη, με συχνούς αναστεναγμούς και με κομμένα λόγια. Ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο με λαχτάρα, κούνησε την ουρά του, τώβαλε ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κι' άρχισε να το ροκανίζη μ' ευτυχία.

Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μπροστά τους. Πού και πού κανένας έρριχνε μια πεντάρα στο δίσκο του ζητιάνου και κυττάζοντας το σκύλο, που τούφραζε το δρόμο, μουρμούριζε μέσα του: «Να χαθής, βρωμόσκυλο». Ο ζητιάνος έπαιρνε το έλεος του διαβάτη κι' όλο αναστέναζε. Ο σκύλος άκουε τις βρισιές του κι' όλο κουνούσε την ουρά του….

Ένας μάγκας, καθισμένος σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο, κοίτταζε με δυο μεγάλα γαλανά μάτια τον άνθρωπο και το σκύλο. Άξαφνα άρχισε να γελάη μοναχός του: «Για κοίτα! είπε. Ένας πλούσιος κ' ένας φτωχός!…»

Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά και τους τρεις! Τον πλούσιο, τον φτωχό και τον φιλόσοφο.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Oι τρεις κανόνες της ζωής

Κάποτε ένας κυνηγός κατάφερε να πιάσει ένα πουλί πολύ έξυπνο. Τόσο έξυπνο που μπορούσε να μιλά 70 διαφορετικές γλώσσες. Έτσι είπε το πουλί στον άνθρωπο: «Άσε με ελεύθερο κι εγώ θα σου διδάξω τρεις κανόνες της ζωής που θα σου φανούν πολύ χρήσιμοι».

«Πες μου τους κανόνες και θα σ’ αφήσω ελεύθερο», απάντησε ο θηρευτής.
«Πρώτα θα μου υποσχεθείς» ανταπάντησε το έξυπνο πουλί «ότι θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου και όντως θα μ’ ελευθερώσεις».

Κι όταν ο άντρας ορκίστηκε να τηρήσει την υπόσχεσή του, το πουλί είπε: 
  • «Ο πρώτος κανόνας είναι ποτέ μη μετανιώνεις για όσα συνέβησαν. 
  • Ο δεύτερος κανόνας είναι ποτέ μην πιστέψεις κάτι που καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο ή απίθανο να συμβεί. 
  • Ο τρίτος κανόνας είναι ποτέ μην προσπαθήσεις να πιάσεις κάτι από τη φύση του άπιαστο».
Έχοντας μιλήσει, το πουλί ζήτησε από το θηρευτή να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, αφήνοντάς το ελεύθερο κι έτσι ο άντρας με τη σειρά του άνοιξε τα χέρια του και το άφησε να πετάξει μακρυά.

Το πουλί προσγειώθηκε στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου και λάλησε κοροϊδευτικά στον άνθρωπο που στεκόταν από κάτω: «Ανόητε, μου επέτρεψες να πετάξω μακρυά, δίχως να γνωρίζεις ότι κρύβω ένα πολύτιμο μαργαριτάρι στο σώμα μου, την πηγή της ίδιας της σοφίας μου».

Μόλις ο θηρευτής άκουσε τα λόγια του πουλιού, μετάνιωσε πικρά που το είχε αφήσει να πετάξει και προχώρησε βιαστικά προς το δέντρο, προσπάθησε να το σκαρφαλώσει, αλλά δεν τα κατάφερε και πέφτοντας έσπασε τα πόδια του.

Το πουλί γέλασε δυνατά και ξαναλάλησε: 
«Ανόητε! Δεν έχει περάσει ούτε μία ώρα από τη στιγμή που σε δίδαξα τους τρεις κανόνες και ήδη τους έχεις ξεχάσει! Σου είπα ποτέ να μη μετανιώνεις για όσα συνέβησαν στο παρελθόν κι εσύ μετάνιωσες που μ’ άφησες ελεύθερο. Σου είπα ποτέ να μην πιστεύεις ότι είναι εμφανώς αναληθές κι εσύ ήσουν τόσο αφελής που πίστεψες πως πράγματι κουβαλώ ένα πολύτιμο πετράδι στο σώμα μου. Είμαι απλώς ένα φτωχό άγριο πουλί που καταφέρνει να επιβιώνει λεπτό προς λεπτό με σκόρπιους κόκκους τροφής.

Και τέλος, σε συμβούλεψα ποτέ να μην παλεύεις μάταια για το ανέφικτο κι εσύ προσπάθησες να πιάσεις ένα πουλί με γυμνά χέρια και τώρα βρίσκεσαι πεσμένος καταγής στο έδαφος με τα δυό σου πόδια σπασμένα. Για μερικούς σαν εσένα έχουν πει οι φιλόσοφοι πως «πιο πιθανό είναι να συνετίσεις ένα σοφό με μια επίπληξη, παρά έναν ανόητο με εκατό μαστιγώματα». Αλλά αλίμονο, δεν αποτελείς εξαίρεση στον κόσμο αυτό, καθώς άνθρωποι σαν εσένα υπάρχουν πολλοί.

Και αποσώνοντας τα λόγια του, το σοφό πουλί πέταξε μακρυά να βρει την τροφή του.

ΜΗ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙΣ...

Στο καιρό της δραχμής και τότε που τα παγωτά ήταν πιο φθηνά απ’ ότι σήμερα, ένα παιδί δέκα ετών μπήκε στο ζαχαροπλαστείο και κάθισε σ’ ένα τραπέζι. Η σερβιτόρα τον σέρβιρε μ’ ένα ποτήρι νερό.

-Πόσο κάνει ένα παγωτό σοκολάτα και με αμύγδαλα από πάνω; Ρώτησε το παιδί.

-Εξήντα δραχμές, απάντησε εκείνη.

Το παιδί έβγαλε από την τσέπη μία χούφτα νομίσματα και άρχισε να μετράει.

-Και πόσο κάνει χωρίς αμύγδαλα; Ρώτησε πάλι σχεδόν ντροπιασμένος.

Άλλοι πελάτες περίμεναν να δώσουν παραγγελία και η κοπέλα άρχισε να χάνει την υπομονή της.

-Σαράντα πέντε δραχμές, του είπε κάπως απότομα.

Το παιδί άρχισε να μετράει πάλι τα νομίσματα και είπε αποφασιστικά:

 -Θέλω ένα παγωτό σοκολάτα χωρίς αμύγδαλα από επάνω.

Η σερβιτόρα του έφερε τη παραγγελία μαζί με την απόδειξη και έφυγε. Το παιδί έφαγε το παγωτό, πλήρωσε στο ταμείο και έφυγε. Όταν η σερβιτόρα ήρθε να μαζέψει κόμπιασε. Εκεί δίπλα από το άδειο πιατάκι και το ποτήρι με το νερό βρίσκονταν, όμορφα τακτοποιημένα, νομίσματα αξίας δεκαπέντε δραχμών. Ήταν το φιλοδώρημα της (συνεπώς το παιδί είχε χρήματα για να βάλει και αμύγδαλα από πάνω, αλλά δεν θα είχε να αφήσει κάτι και ούτε θύμωσε για την αγένεια).