Κάποιος περαστικός είδε ένα παιδί να κλαίει και το ρώτησε τί το βασάνιζε. Να, είχα δύο γρόσια για να πάω στον κινηματογράφο μα ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα απ’ το χέρι μου, αποκρίθηκε το παιδί κι έδειξε ένα άλλο αγόρι πού στεκόταν λίγο πιο πέρα.
Καλά, και δε φώναξες βοήθεια; ρώτησε O άνθρωπος.
Πώς, φώναξα, είπε το παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά.
Και δε σ’ άκουσε κανένας; ξαναρώτησε τώρα o άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί.
Όχι, αποκρίθηκε εκείνο κλαίγοντας μ’ αναφιλητά.
Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά; ρώτησε o άνθρωπος.
Όχι, αποκρίθηκε το παιδί πού βλέποντας τον άνθρωπο να χαμογελάει είχε αρχίσει πάλι να ελπίζει.
Τότε δώσε μου και τ’ άλλο, είπε ο άνθρωπος παίρνοντας και το τελευταίο γρόσι από το χέρι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο τον.
Καλά, και δε φώναξες βοήθεια; ρώτησε O άνθρωπος.
Πώς, φώναξα, είπε το παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά.
Και δε σ’ άκουσε κανένας; ξαναρώτησε τώρα o άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί.
Όχι, αποκρίθηκε εκείνο κλαίγοντας μ’ αναφιλητά.
Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά; ρώτησε o άνθρωπος.
Όχι, αποκρίθηκε το παιδί πού βλέποντας τον άνθρωπο να χαμογελάει είχε αρχίσει πάλι να ελπίζει.
Τότε δώσε μου και τ’ άλλο, είπε ο άνθρωπος παίρνοντας και το τελευταίο γρόσι από το χέρι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο τον.