Μια φορά κι έναν
καιρό, κάποτε και τώρα, ζούσαν στο ίδιο χωριό δίπλα - δίπλα δυο άνθρωποι ίδιοι
αλλά και... διαφορετικοί. Ήταν ίδιοι γιατί όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται τα ίδια
για να ζήσουν και ήταν διαφορετικοί γιατί ο ένας έτρωγε πολύ και ήταν χοντρός ενώ
ο άλλος δεν είχε να φάει και ήταν αδύνατος.
Τον χοντρό
άνθρωπο τον έλεγαν Φαταούλα και τον αδύνατο Νηστικό.
Ο Φαταούλας κάθε
πρωί που ξυπνούσε, έστρωνε τραπέζι και έτρωγε μέχρι που του κοβόταν η ανάσα.
Μόλις απότρωγε,
πήγαινε για ψώνια γυρνούσε στο σπίτι, ξαναέστρωνε τραπέζι και το έριχνε πάλι
στο φαγοπότι. Με λίγα λόγια ο Φαταούλας όλη μέρα έκανε δυο δουλειές, έτρωγε και
γέμιζε τ' αμπάρια του.
Ο Νηστικός κάθε
πρωί που ξυπνούσε δεν εύρισκε τίποτε να φάει, πήγαινε στα σκουπίδια του
Φαταούλα μήπως και βρει τίποτε αποφάγια. Αν ήταν τυχερός, γυρνούσε σπίτι του
και λάδωνε τ’ άντερό του προσωρινά. Αν η τύχη δεν τον βοηθούσε έπεφτε στο
κρεβάτι και περίμενε να περάσει η μέρα γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν.
Ο καιρός
περνούσε, ο Φαταούλας όλο χόντραινε και ο Νηστικός όλο και αδυνάτιζε, γιατί
τελευταία τα σκουπίδια του Φαταούλα ήταν αδειανά από φαγώσιμα. Ο Νηστικός δεν
μπορούσε να καταλάβει τι έκανε όλα εκείνα τα αποφάγια, αφού έβλεπε πως τα
περισσεύματα έφταναν να χορτάσουν πλήθος σαν εκείνον.
Και μια φορά που
ο Νηστικός είχε μέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα του, πήγε απελπισμένος στο
σπίτι του Φαταούλα να ζητιανέψει ένα πιάτο φαγητό από τα αποφάγια του. Γείτονα,
του είπε, όπως βλέπεις εμένα ο θεός δεν με βοήθησε να έχω τα δικά σου καλούδια.
Εσύ πήρες το καλύτερο κομμάτι της γειτονιάς και μένα μου έλαχε το ξεροβούνι.
Δεν φυτρώνει ούτε τσουκνίδα και η μόνη μου ελπίδα για να μην πεθάνω της πείνας
είσαι εσύ. Βλέπω ότι κάθε μέρα σου περισσεύουν τα αγαθά του Αβραάμ και του
Ισαάκ, θα μπορούσες να με αφήνεις να τρώω από τα περισσεύματα».
Ο Φαταούλας τον
κοίταξε από πάνω ως κάτω, γέλασε κοροϊδευτικά και είπε με ψεύτικη συμπόνοια. Αχ
άνθρωπέ μου, πού τα είδες τα περισσεύματα, να ήξερες πόσο δύσκολα περνάω κι
εγώ. Τι νομίζεις πως δεν θέλω να σε βοηθήσω; Ορίστε, σου επιτρέπω να έρχεσαι
όποτε θες να ψάχνεις τα σκουπίδια μου και ότι βρίσκεις να το παίρνεις. Άντε στο
καλό και ο θεός να σε βοηθήσει».
Σαν πήγε σπίτι
του ο Νηστικός έπεσε σε βαθιά σκέψη. Βρε καλός άνθρωπος φαίνεται. Λες να είναι
τα πράματα όπως τα λέει; Αλλά πάλι, τι το χρειάζεται τόσο φαί και τα σκουπίδια
του, πώς και δεν βρίσκω τίποτε εκεί μέσα αυτό τον καιρό; Μπα, κάτι δεν μου
φαίνεται σωστό αλλά ας περιμένω λίγο να δω τι γίνεται».
Την άλλη μέρα
εκεί που έψαχνε γύρω μήπως και φύτρωσε καμιά ρίζα στην αυλή του, βλέπει τον
Φαταούλα να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει τον περίδρομο. Αχά, λέει, σήμερα
κάτι θα ξετρυπώσω δεν μπορεί, τόσο ψητό έχει περιδρομιάσει, τι θα τα κάνει τα
κόκαλα; Ας περιμένω να αποσώσει και θα πάω να ψάξω».
Κάθεται στο χώμα
και περιμένει τον γείτονα να σηκωθεί από το φαγοπότι.. Μετά από ώρα τον βλέπει
να μαζεύει τ’ αποφάγια σε μια γαβάθα και να καθαρίζει το τραπέζι. Υπομονή,
σκέφτεται, σε λίγο θα χορτάσω κι εγώ». Κι εκεί που καθόταν κάνοντας υπομονή,
τον βλέπει αντί να περπατά προς τα σκουπίδια, τι κάνει λέτε; Πάει στην άκρη της
αυλής του, ανοίγει έναν βαθύ λάκκο και πετά εκεί μέσα τα φαγητά του! Του
Νηστικού του ήρθε μιά ζάλη από την κατάπληξη. Με όσες δυνάμεις του είχαν
απομείνει σηκώνεται και φωνάζει. Τι κάνεις εκεί βρε άθλιε Φαταούλα; Δεν σου
είπα πως αν δεν φάω κάτι είναι τα τελευταία μου;» «Τι να σου κάνω κι εγώ
άνθρωπέ μου, τα σκουπίδια μου έχουν γεμίσει, θα με φαν οι μύγες αν δεν τα
θάψω». Βρε πεθαίνω σου λέω, κρίμα να τα θάψεις, καλύτερα είναι να τα φάει το
χώμα;
Σβήνω από ώρα σε
ώρα» Στ’ αλήθεια πεθαίνεις; ρωτάει ο Φαταούλας με ενδιαφέρον. Κοίτα, πριν
πεθάνεις άσε μου το σπίτι. Τι στο καλό γείτονες είμαστε, γιατί να το πάρει
ξένος άνθρωπος!»
Ο Νηστικός σαν
είδε πως δεν γινόταν τίποτε, έπεσε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια μη δει
τουλάχιστον το Χάρο που γυρόφερνε.
Πέρασε το
μεσημέρι, πέρασε το απόγευμα και λίγο πριν σβήσει, μια φασαρία τον έκανε να
αργοανοίξει τα μάτια
Μέσα στη θολούρα
του είδε στο διπλανό σπίτι τέσσερις να βγάζουν τον Φαταούλα σηκωτό, να τον
φορτώνουν στο κάρο του νεκροθάφτη, και πρόλαβε ν’ ακούσει κάποιον να λέει «Θεός
σχωρέστον κι αυτόν. Έσκασε από το πολύ φαί».
Κι ο Νηστικός ξεψύχησε!