Στα παλιά τα
χρόνια, υπήρχε ο μύθος ενός νεαρού αθλητή που επιζητούσε συνεχώς τη δόξα και η
νίκη σήμαινε τα πάντα γι’ αυτόν.
Μια μέρα, ο
νεαρός προπονούνταν για έναν αγώνα δρόμου που θα γινόταν στην ιδιαίτερη πατρίδα
του και στον οποίο θα συμμετείχε ο ίδιος και άλλοι δύο αθλητές. Πλήθος ανθρώπων
είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει το θέαμα και ανάμεσά τους κι ένας σοφός
γέρος που είχε ακούσει για τον νεαρό αθλητή και είχε ταξιδέψει από μακριά για
να τον δει.
Ο αγώνας ξεκίνησε
και φαινόταν δύσκολος, αλλά ο νεαρός αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του και τις
δυνάμεις του κι αποφασισμένος να νικήσει, τελικά τερμάτισε πρώτος. Το πλήθος
ενθουσιασμένο ζητωκραύγαζε και τον επευφημούσε. Ο σοφός γέρος όμως παρέμεινε
σιωπηλός χωρίς να εκφράσει το παραμικρό. Φυσικά, ο νεαρός ακόμα κι έτσι ένιωθε
υπερήφανος και σπουδαίος.
Όταν ξεκίνησε ο
δεύτερος αγώνας, ο νεαρός αθλητής κατάφερε να τερματίσει ξανά πρώτος και να
νικήσει τους άλλους δύο νέους και δυνατούς αθλητές. Το πλήθος τον αποθέωσε ξανά
ενώ ο σοφός γέρος παρέμεινε και πάλι σιωπηλός. Εκείνος πάντως, δεν έπαψε να
αισθάνεται υπερήφανος και σπουδαίος.
Τότε ο νεαρός
άρχισε να ζητά να γίνει και τρίτος αγώνας. Εκείνη τη στιγμή ο σοφός γέρος
παρουσιάστηκε και έφερε μπροστά του δύο καινούριους αντιπάλους: μια ηλικιωμένη
και ασθενική γυναίκα κι έναν τυφλό. Ο νεαρός απόρησε κι άρχισε να
διαμαρτύρεται, αλλά ο σοφός επέμενε κι έτσι ο αγώνας ξεκίνησε. Ο μοναδικός που
τερμάτισε ήταν εκείνος, αφού οι άλλοι δύο στέκονταν ακόμα στη γραμμή εκκίνησης.
Ο νεαρός πλέον ήταν κατενθουσιασμένος, ο κόσμος όμως αυτή τη φορά έμεινε
σιωπηλός.
«Τι συμβαίνει;
Γιατί οι άνθρωποι δεν χαίρονται με την επιτυχία μου;» ρώτησε τον σοφό γέρο.
«Επανέλαβε τον αγώνα», του απάντησε ο σοφός, «αλλά αυτή τη φορά φρόντισε να
φτάσετε στο τέρμα και οι τρεις μαζί». Ο νεαρός, αφού σκέφτηκε λίγο, στάθηκε
ανάμεσα στον τυφλό και την ηλικιωμένη γυναίκα και τους πήρε από το χέρι. Ο
αγώνας ξεκίνησε και αυτός άρχισε να περπατά πολύ αργά μέχρι τη γραμμή
τερματισμού. Τότε το πλήθος άρχισε ενθουσιασμένο να τον επευφημεί. Ο σοφός
χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του. Ο νεαρός ένιωθε υπερήφανος για άλλη μια
φορά.
«Δεν
καταλαβαίνω!», είπε. «Για ποιόν ζητωκραυγάζει το πλήθος; Για ποιόν από τους
τρεις;». Ο σοφός γέρος τον κοίταξε στα μάτια, έβαλε τα χέρια του στους ώμους
του και του απάντησε: «Νεαρέ μου, σε αυτόν τον αγώνα κέρδισες πολύ περισσότερα
απ’ όσα έχεις κερδίσει σε όλους τους άλλους. Γι’ αυτό ζητωκραυγάζει το πλήθος,
κι όχι για τον νικητή!».