Τέσσερις βάτραχοι κάθονταν πάνω σε ένα
κορμό δέντρου, που επέπλεε πιασμένος στην άκρη ενός ποταμού. Ξαφνικά
ελευθερώθηκε και σιγά-σιγά άρχισε να παρασύρεται προς τα κάτω, στη ροή
του ποταμού. Οι βάτραχοι ήταν ενθουσιασμένοι καθώς ποτέ δεν είχε τύχει
να νιώσουν τη χαρά της κίνησης πάνω στο νερό.
Κάποια στιγμή, ο πρώτος βάτραχος είπε:
«Πράγματι, είναι ένας θαυμάσιος κορμός. Κινείται σαν να είναι ζωντανός.
Δεν ήξερα ότι μπορεί να υπάρχει ένας τέτοιος κορμός».
Μετά από λίγο ο δεύτερος βάτραχος μίλησε
και είπε: «Όχι φίλε μου, ο κορμός είναι σαν όλους τους άλλους κορμούς,
και βέβαια δεν κινείται. Είναι το ποτάμι που πηγαίνει προς τη θάλασσα
και μεταφέρει εμάς και τον κορμό μαζί του».
Και μετά ο τρίτος βάτραχος μίλησε και
είπε: «Δεν είναι ούτε ο κορμός, ούτε το ποτάμι που κινείται. Η κίνηση
είναι στη σκέψη μας. Γιατί χωρίς τη σκέψη, τίποτα δεν κινείται.»
Και έτσι οι τρεις βάτραχοι ξεκίνησαν να
διαπληκτίζονται, σχετικά με το τι είναι αυτό που τελικά κινείται.
Μάλιστα σε λίγο η διαφωνία τους έγινε καυγάς αληθινός, μη μπορώντας
καθόλου να συμφωνήσουν.
Αφού είδαν κι αποείδαν, στράφηκαν τελικά
στον τέταρτο βάτραχο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόταν ήσυχος και
τους άκουγε προσεχτικά, και ρώτησαν τη γνώμη του.
Κι εκείνος τους είπε: «Ο καθένας σας
έχει δίκιο, και κανένας σας δεν είναι λάθος. Η κίνηση είναι στον κορμό,
στο νερό και στην σκέψη μας επίσης».
Οι τρεις βάτραχοι έμειναν για μερικά
δευτερόλεπτα ακίνητοι και μετά ξέσπασαν σε κραυγές εξαγριωμένοι, γιατί
κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι η δική του αλήθεια δεν ήταν η
ολόκληρη αλήθεια, και ότι οι άλλοι δύο δεν ήταν τελείως λάθος.
Και τότε κάτι πολύ παράξενο έγινε: οι
τρεις βάτραχοι ενώθηκαν προς στιγμήν και έσπρωξαν τον τέταρτο βάτραχο
και τον πέταξαν στο ποτάμι…