Μιά φορά κι έναν καιρό, σε μιά πόλη ζούσε μιά φτωχή κοπέλα. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης που γνώριζαν την κοπέλα μιλούσαν με υπερηφάνεια για εκείνη, και πως ποτέ δεν είχαν δει καλύτερο άνθρωπο απ’ εκείνη.
Όλοι έλεγαν, ακόμα, πως τόση ήταν η δύναμη της καλοσύνης της στα έργα και στα μάτια της, που και ο πιο κακός άνθρωπος όταν την συναντούσε, ήταν αδύνατο να μην αλλάξει, να μην γίνει ό,τι και πριν.
Έλεγε πάντα πώς όταν κι ένας μονάχα άνθρωπος δυστυχεί, πονά, αδικείται, τότε όλο το κορμί της ανθρωπότητας είναι άρρωστο και μπορεί να πεθάνει.
Η κοπέλα της ιστορίας μας πέθανε ξαφνικά και όπως ήταν φυσικό και δίκαιο, επειδή στη ζωή της ήταν τόσο καλή, πήγε στον Παράδεισο. Εκεί, κάποιος γεροντάκος άγιος, την υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές, γιατί ακόμα και οι ψυχές, που είχαν μάθει βέβαια τα της ζωής της, την θαύμαζαν και την αγαπούσαν. Για να την τιμήσουν λοιπόν, σκέφτηκαν να της δείξουν τα μέρη του Παραδείσου, όπου οι ψυχές των καλών ανθρώπων απολάμβαναν την μακαριότητα της ανταμοιβής τους.
Η κοπέλα μας δέχτηκε την πρόταση του γεροντάκου με χαρά.
Έτσι άρχισε το μακρύ ταξίδι στα μέρη του Παραδείσου και η κοπέλα είδε πράγματα που ποτέ της δεν είχε φανταστεί. Ήταν πρωτόγνωρα συγκινημένη. Όταν όμως η περιήγηση πήγαινε προς το τέλος της, άρχισε να δείχνει σκεφτική και στεναχωρημένη.
Ο γεροντάκος – άγιος, το παρατήρησε κι ένιωσε άσχημα, γιατί η κοπέλα, που είχε υπάρξει στην κάτω ζωή της σαν τόσο καλός άνθρωπος, έπρεπε τώρα πια, εδώ στον Παράδεισο να είναι πάντα ευτυχισμένη.
«Ποια σκέψη συννέφιασε το πρόσωπό σου;» ρώτησε.
«Σκέφτομαι την κόλαση. Εκείνους που ζουν μέσα της. Άγιε, σε παρακαλώ ας πάμε ως εκεί».
«Μα…», είπε ο γεροντάκος. «Αυτό που ζητάς είναι δύσκολο. Και ασυνήθιστο. Χρειάζονται ένα σωρό διαδικασίες».
Η κοπέλα δεν μίλησε. Μόνο η θλίψη χαράκωσε το πρόσωπό της.
«Τέλος πάντων. Θα δω τι μπορεί να γίνει μ’ αυτή την παράξενη επιθυμία σου», είπε μην αντέχοντας να βλέπει έτσι την κοπέλα, ο γέροντας. «Αύριο. Ίσως αύριο μπορέσουμε να πάμε κατά κει».
Την άλλη μέρα η επιθυμία της κοπέλας εκπληρώθηκε.
Σαν έφτασαν στην κόλαση, τα μάτια της κοπέλας είδαν πράγματα φριχτά. Εκατομμύρια ψυχές κολασμένων υπέφεραν μαρτύρια που ξεπερνούσαν κάθε αντοχή. Κάθε σκοπιμότητα δικαιοσύνης.
Η ψυχή της κοπέλας έσφιξε από συμπόνια. Τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν.
«Και μέχρι πότε θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο;» Ρώτησε με φωνή σβησμένη.
«Για πάντα», είπε ο Άγιος.
«Για πάντα;» ρώτησε κατάπληκτη, γεμάτη φρίκη εκείνη.
«Ναι, για πάντα».
«Δηλαδή δεν υπάρχει καμία ελπίδα, κανένας τρόπος να σταματήσει αυτό το μαρτύριο;»
«Όχι, δεν υπάρχει».
«Μα αυτό είναι ακατανόητο. Πως είναι δυνατόν η Δικαιοσύνη να είναι υπέρτερη αξία από την Αγάπη;» ψιθύρισε η κοπέλα.
Ο γεροντάκος βλέποντας τη θλίψη και την απορία της, είπε: «Δηλαδή υπάρχει ένας τρόπος, αλλά αυτός είναι μόνο θεωρητικά δυνατός».
«Ποιος;» ρώτησε η κοπέλα. «Ποιός;»
«Να πάρει κάποιος τη θέση τους».
«Την παίρνω εγώ», είπε η κοπέλα.
Και τίναξε την κόλαση στον αέρα!
Λένε πως τότε, για πρώτη φορά, ο άνθρωπος είδε ένα μικρό μέρος της απεραντοσύνης του Θεού.
Πως πήρε μια λέξη από τη Σιωπή Του.
Όλοι έλεγαν, ακόμα, πως τόση ήταν η δύναμη της καλοσύνης της στα έργα και στα μάτια της, που και ο πιο κακός άνθρωπος όταν την συναντούσε, ήταν αδύνατο να μην αλλάξει, να μην γίνει ό,τι και πριν.
Έλεγε πάντα πώς όταν κι ένας μονάχα άνθρωπος δυστυχεί, πονά, αδικείται, τότε όλο το κορμί της ανθρωπότητας είναι άρρωστο και μπορεί να πεθάνει.
Η κοπέλα της ιστορίας μας πέθανε ξαφνικά και όπως ήταν φυσικό και δίκαιο, επειδή στη ζωή της ήταν τόσο καλή, πήγε στον Παράδεισο. Εκεί, κάποιος γεροντάκος άγιος, την υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές, γιατί ακόμα και οι ψυχές, που είχαν μάθει βέβαια τα της ζωής της, την θαύμαζαν και την αγαπούσαν. Για να την τιμήσουν λοιπόν, σκέφτηκαν να της δείξουν τα μέρη του Παραδείσου, όπου οι ψυχές των καλών ανθρώπων απολάμβαναν την μακαριότητα της ανταμοιβής τους.
Η κοπέλα μας δέχτηκε την πρόταση του γεροντάκου με χαρά.
Έτσι άρχισε το μακρύ ταξίδι στα μέρη του Παραδείσου και η κοπέλα είδε πράγματα που ποτέ της δεν είχε φανταστεί. Ήταν πρωτόγνωρα συγκινημένη. Όταν όμως η περιήγηση πήγαινε προς το τέλος της, άρχισε να δείχνει σκεφτική και στεναχωρημένη.
Ο γεροντάκος – άγιος, το παρατήρησε κι ένιωσε άσχημα, γιατί η κοπέλα, που είχε υπάρξει στην κάτω ζωή της σαν τόσο καλός άνθρωπος, έπρεπε τώρα πια, εδώ στον Παράδεισο να είναι πάντα ευτυχισμένη.
«Ποια σκέψη συννέφιασε το πρόσωπό σου;» ρώτησε.
«Σκέφτομαι την κόλαση. Εκείνους που ζουν μέσα της. Άγιε, σε παρακαλώ ας πάμε ως εκεί».
«Μα…», είπε ο γεροντάκος. «Αυτό που ζητάς είναι δύσκολο. Και ασυνήθιστο. Χρειάζονται ένα σωρό διαδικασίες».
Η κοπέλα δεν μίλησε. Μόνο η θλίψη χαράκωσε το πρόσωπό της.
«Τέλος πάντων. Θα δω τι μπορεί να γίνει μ’ αυτή την παράξενη επιθυμία σου», είπε μην αντέχοντας να βλέπει έτσι την κοπέλα, ο γέροντας. «Αύριο. Ίσως αύριο μπορέσουμε να πάμε κατά κει».
Την άλλη μέρα η επιθυμία της κοπέλας εκπληρώθηκε.
Σαν έφτασαν στην κόλαση, τα μάτια της κοπέλας είδαν πράγματα φριχτά. Εκατομμύρια ψυχές κολασμένων υπέφεραν μαρτύρια που ξεπερνούσαν κάθε αντοχή. Κάθε σκοπιμότητα δικαιοσύνης.
Η ψυχή της κοπέλας έσφιξε από συμπόνια. Τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν.
«Και μέχρι πότε θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο;» Ρώτησε με φωνή σβησμένη.
«Για πάντα», είπε ο Άγιος.
«Για πάντα;» ρώτησε κατάπληκτη, γεμάτη φρίκη εκείνη.
«Ναι, για πάντα».
«Δηλαδή δεν υπάρχει καμία ελπίδα, κανένας τρόπος να σταματήσει αυτό το μαρτύριο;»
«Όχι, δεν υπάρχει».
«Μα αυτό είναι ακατανόητο. Πως είναι δυνατόν η Δικαιοσύνη να είναι υπέρτερη αξία από την Αγάπη;» ψιθύρισε η κοπέλα.
Ο γεροντάκος βλέποντας τη θλίψη και την απορία της, είπε: «Δηλαδή υπάρχει ένας τρόπος, αλλά αυτός είναι μόνο θεωρητικά δυνατός».
«Ποιος;» ρώτησε η κοπέλα. «Ποιός;»
«Να πάρει κάποιος τη θέση τους».
«Την παίρνω εγώ», είπε η κοπέλα.
Και τίναξε την κόλαση στον αέρα!
Λένε πως τότε, για πρώτη φορά, ο άνθρωπος είδε ένα μικρό μέρος της απεραντοσύνης του Θεού.
Πως πήρε μια λέξη από τη Σιωπή Του.