930μ.Χ, ο Σόλωνας
βρίσκεται σκυμμένος πάνω από ένα τσουκάλι ανακατεύοντας με μεγάλη προσοχή και
εστίαση. Τα χείλη του κουνιούνται, κι αν κάποιος τον πλησιάσει θ’ ακούσει τις
ακατάληπτες λέξεις που ψιθυρίζει. Το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο και τα λευκά,
μακριά μαλλιά και γένια του μαρτυρούν πολλά χρόνια ζωής. Ίσως περισσότερα απ’
όσα δικαιούται…
Ρίχνει, με μία
κίνηση θεατρική, λίγους σπόρους στο τσουκάλι και συνεχίζει να ανακατεύει για
λίγα λεπτά ακόμη, με το βλέμμα γεμάτο προσδοκία. Τίποτα… Οι ώμοι του πέφτουν
και κάθεται κουρασμένος και απογοητευμένος σ’ ένα ξύλινο σκαμπό. Το βλέμμα του
κοιτάζει, χωρίς να βλέπει… Άλλη μία αποτυχία… Προσπάθειες χρόνων άκαρπες. Δεν
έχει καταφέρει ακόμη να βρει το τελευταίο συστατικό που του λείπει για να
ολοκληρώσει το ελιξίριο της νεότητας. «Θα πεθάνω χωρίς να το έχω πετύχει»
σκέφτεται αποκαρδιωμένος.
Από την άλλη άκρη
της καλύβας ακούγεται ένας θόρυβος, απαλός αλλά συνεχής. Σηκώνεται και πάει
προς τον πάγκο, που είναι γεμάτος από διάφορα εργαλεία, σκεύη και υλικά. Στην
σκοτεινιά, ένα απαλό φως διακρίνεται και ο Σόλωνας αναζητά την πηγή του. Ανακαλύπτει
μία μικρή πέτρα, σχεδόν θαμμένη κάτω από κουτάλες, μπουκαλάκια κι αποξηραμένα
φυτά. Την παίρνει στα χέρια του και τη νιώθει να πάλλεται στον ρυθμό της
ανθρώπινης καρδιάς και να αναδύει θερμότητα. Κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον
διαπερνά και νιώθει την καρδιά του ν’ αλαφρώνει, κι ένα φως, γεμάτο ζωή, να
γεμίζει ολόκληρο το σώμα του και να φωτίζει κάθε γωνιά της ύπαρξής του.
«Τι χρειάζεσαι;»
Η ερώτηση έρχεται από παντού, από το νου, την καρδιά, την κοιλιά, τα χέρια του…
Ζητάει επιτακτικά απάντηση. Τινάζει λίγο το κεφάλι του για να διώξει το
μούδιασμα και απαντά «Την αιώνια νιότη».
«Τι είναι τόσο
σημαντικό στη νιότη ώστε να την επιδιώκεις;»
«Η ορμή, η
δύναμη, η ενεργητικότητα, η αθωότητα, η ελαφρότητα, τα όνειρα, οι προσδοκίες, η
ζωή» απαντά και η φωνή του ίσα που ακούγεται.
«Είσαι
διατεθειμένος να κάνεις τα πάντα για να την αποκτήσεις;»
Το ρυτιδιασμένο
πρόσωπο του Σόλωνα ρυτιδιάζει ακόμη περισσότερο, αν και θα έλεγε κάποιος πως
κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Μετά από σκέψη απαντά «Ναι, δεν μπορώ άλλο να
υπομείνω το βάρος που με κάνει να σέρνομαι στη γη».
«Αλήθεια Σόλωνα,
δεν έχεις βρει άλλον τρόπο ν’ απελευθερωθείς από αυτό το βάρος;». Ο Σόλωνας θα
ορκιζόταν πως η φωνή ακούστηκε λίγο ειρωνική….
«Για σκέψου λίγο»
τον προέτρεψε.
«Η νιότη είναι
ζωή» απάντησε αυτός αμυντικά, «είναι ελαφρότητα, χαρά, πτήσεις πάνω από βουνά
και κοιλάδες, χορός στους αγρούς, αναζήτηση χωρίς φόβο… Ζω στο μισοσκόταδο,
σέρνοντας το σαρκίο μου, με το φόβο πως η κάθε μέρα μπορεί να επιφέρει τον
θάνατό μου».
«Θυμάσαι μήπως
πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με τον θάνατο κι έπαψες ν’ ασχολείσαι με τη ζωή;»
Ο Σόλωνας πάγωσε,
μνήμες άρχισαν να επιτίθενται σαν κοράκια στο θολωμένο του μυαλό. Τόσος πόνος,
τόσος θάνατος, τόσο αίμα… Χρόνια τα απωθούσε και τώρα εμφανίστηκαν όλα μπροστά
του, τα έβλεπε, τα μύριζε, τα άγγιζε… Ξέσπασε σε κλάματα, σωριάστηκε στο
βρώμικο πάτωμα τρέμοντας και κουλουριάστηκε. Τα δάκρυα ακολουθούσαν τα ρυάκια
των ρυτίδων του και κατέληγαν στο χιλιοφορεμένο πουκάμισό του, που μετά από
λίγο μούσκεψε τελείως.
Έμεινε ώρες έτσι,
ίσως και μέρες. Δεν ένιωθε τον χρόνο, δεν ένιωθε τίποτα πέρα από πόνο,
βυθισμένος στον γκρίζο κόσμο του. Η θερμότητα της πέτρας έγινε πολύ έντονη στην
παλάμη του, σχεδόν τον έκαψε. Την ένιωσε να τον τραβάει, την ακολούθησε και βγήκε
στο φως.
«Πως νιώθεις,
λοιπόν, τώρα» ρώτησε η φωνή με συμπόνοια.
Σήκωσε το κεφάλι
του και ανακάθισε. Κοίταξε γύρω του και το βλέμμα του στάθηκε στο φως που
έμπαινε από τα βρώμικα παράθυρα, αχνό αλλά παρηγορητικό. Στάθηκε στα πόδια του
κι έκανε μερικά βήματα, ένιωσε να κινείται ανάλαφρα, το βάρος δεν υπήρχε πια.
Ένιωθε συναισθήματα που για χρόνια του ήταν απρόσιτα. Ένιωθε ήρεμος, ένιωθε
ειρήνη.
«Πόσο σημαντική
είναι η νιότη του σώματος για σένα, τώρα, Σόλωνα;»
«Σ’ ευχαριστώ, σ’
ευχαριστώ» είπε κοιτώντας την πέτρα στο χέρι του. «Σ’ ευχαριστώ που μου έδειξες
πως η ψυχή και η καρδιά είναι πάντα νέες, πως ο πόνος δεν είναι μονόδρομος, πως
υπάρχει επιλογή. Έψαχνα τη νιότη γιατί είχα χάσει τη ζωή μου. Βλέπω καθαρά
τώρα, πως όταν ο πόνος δεν καταλαμβάνει χώρο μέσα μου, τον καταλαμβάνει η
αγάπη».
«Έχει ηλικία η
αγάπη Σόλωνα; Γερνάει η αγάπη;»
«Η αγάπη είναι
πέρα και πάνω από τον χώρο και τον χρόνο» είπε ο Σόλωνας. «Το είχα ξεχάσει…
Είχα ξεχάσει πως είναι να ζεις πραγματικά. Αν είχα αγγίξει τη ζωή με όλες μου
τις αισθήσεις, αν είχα ζήσει, έστω και για λίγες μέρες, σ’ αυτά τα χρόνια, δεν
θα με απασχολούσε η νιότη…»
«Ποιος είσαι
Σόλωνα;»
«Είμαι η ζωή, η
νιότη, είμαι ο οίκος στον οποίο κατοικεί η αγάπη, ο οίκος στον οποίο κατοικεί η
οικογένειά μου. Δε με άφησαν αυτοί, εγώ τους άφησα… Τώρα όμως, τους ξαναβρήκα.
Τώρα επανενωθήκαμε και η καρδιά μου γαλήνεψε…»
«Είσαι το μήνυμα
Σόλωνα, πρόσφερε τον εαυτό σου στον κόσμο».