Ο θάνατος είναι καρπός της αμαρτίας. Εχθρόν τού ανθρώπου τον αποκαλεί ο Απ. Παύλος. Δεν τον έκαμε ο Θεός, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο αθάνατο. Με ψυχή αθάνατη και με σώμα αθάνατο. Ο θάνατος «εισήλθεν εις τον κόσμον» με πρωτοβουλία τού διαβόλου, εξ αιτίας τού φθόνου του για τον άνθρωπο και ήλθε μετά την πρώτη αμαρτία, την «πτώσιν» ως τίμημα της, ως τιμωρία. Ως τιμωρία ο θάνατος πλήττει μόνο το σώμα, που έκτοτε έγινε φθαρτό και θνητό. Πεθαίνει, λέμε ο άνθρωπος, και εννοούμε ότι παύει να ζει, να κινείται, να ομιλεί, να δρα. Το σώμα του το τοποθετούμε μέσα στη γη, το παραδίδουμε στη φθορά. Ύστερα από λίγα χρόνια, τις σάρκες του τις έχουν φάγει τα σκουλήκια, τίποτε δεν μένει, μόνο τα κόκαλα. Μπροστά στο φρικτό αυτό θέαμα σταματά ο νους τού ανθρώπου. Δεν θέλει να πεθάνει κανείς μας.
Όσο κι αν ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, όσο κι αν παραδεχόμαστε ότι κάποτε θα πεθάνουμε, όπως πέθαναν όλοι όσοι έζησαν σ αυτό τον κόσμο, εν τούτοις δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε και να συμφιλιωθούμε με το γεγονός αυτό. Και είναι και τούτο μια ακόμη απόδειξη τού ότι είμαστε πλασμένοι γιά την αιωνιότητα και την αφθαρσία. Μπορεί η αμαρτία να μας έφερε το θάνατο, άλλα τον έφερε σαν ανεπιθύμητο Επισκέπτη, από τον οποίο ζητούμε να απαλλαγούμε το συντομότερο. Δεν τον ανεχόμαστε και δεν τον Επιθυμούμε. Όνειρο τού ανθρώπου είναι να κατανικήσει το θάνατο, να παρατείνει τη ζωή του στη γη. Γι' αυτό και ο Απ. Παύλος θριαμβευτικά τονίζει πως θα έλθει στιγμή που ο κάθε πιστός άνθρωπος θα ανακράξει: «Που σου θάνατε το κέντρον, που σου Αδη το νίκος;».
Όσο κι αν ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, όσο κι αν παραδεχόμαστε ότι κάποτε θα πεθάνουμε, όπως πέθαναν όλοι όσοι έζησαν σ αυτό τον κόσμο, εν τούτοις δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε και να συμφιλιωθούμε με το γεγονός αυτό. Και είναι και τούτο μια ακόμη απόδειξη τού ότι είμαστε πλασμένοι γιά την αιωνιότητα και την αφθαρσία. Μπορεί η αμαρτία να μας έφερε το θάνατο, άλλα τον έφερε σαν ανεπιθύμητο Επισκέπτη, από τον οποίο ζητούμε να απαλλαγούμε το συντομότερο. Δεν τον ανεχόμαστε και δεν τον Επιθυμούμε. Όνειρο τού ανθρώπου είναι να κατανικήσει το θάνατο, να παρατείνει τη ζωή του στη γη. Γι' αυτό και ο Απ. Παύλος θριαμβευτικά τονίζει πως θα έλθει στιγμή που ο κάθε πιστός άνθρωπος θα ανακράξει: «Που σου θάνατε το κέντρον, που σου Αδη το νίκος;».
Πότε θα γίνει αυτό; Όταν πιστέψουμε ότι ο Χριστός ανέστη. Γιατί η Ανάσταση τού Χριστού είναι αναίρεση τού θανάτου, είναι εξαγορά της αμαρτίας. Ο Χριστός ενίκησε το θάνατο με τον δικό του θάνατο. «Θανάτω θάνατον πατήσας». Έκτοτε πια ο θάνατος είναι πρόσκαιρος για μας. Δεν μας κρατάει αιώνια στην ψυχρή του αγκαλιά. Προς στιγμήν μας Επισκέπτεται, αλλά τελικά δεν κυριαρχεί επάνω μας. Όμορφα αποδίδει την αλήθεια αυτή ο ψαλμωδός τού Μ. Σαββάτου; «Βασιλεύει αλλ' ουκ αιωνίζεί άδης τού γένους των βροτών. Σύ γαρ τεθείς εν τάφω Κραταιέ ζωαρχική παλάμη τα τού θανάτου κλείθρα δυεσπάραξας και εκήρυξας τοις απ' αιώνων καθεύδουσι λυτρωσιν αψευδή ΣώτεΡ γέγονας νεκρών πρωτότοκος».
Τι θα συμβεί μετά το θάνατο μας
Στη ζωή, λοιπόν, αυτή είμαστε προσωρινοί και μέλλουμε να αποδημήσουμε σαν τα πουλιά που έρχονται κάπου γιά να φύγουν στην εποχή τους. Κανείς δεν έμεινε επί της γης αθάνατος. Όσοι γεννηθήκαμε, θα πεθάνουμε κάποτε. Και αξίζει να μάθουμε τι περί θανάτου και περί των μετά θάνατον διδάσκει η Εκκλησία μας, Γιατί μόνο αυτή η διδασκαλία μπορεί να ρίψει κάποιο φως και να φωτίσει κάπως το «φοβερώτερον τού θανάτου μυστήριον». Ας ακούσουμε τον ιερό Χρυσόστομοσε μια χαρακτηριστική του ομιλία να ομιλεί για τη ματαιότητα της ζωής αυτής και γιά τον θάνατο που σαν καθολικό φαινόμενο την χαρακτηρίζει;
«Δεν γνωρίζεις ότι η ζωή αυτή είναι αποδημία; Νομίζεις ότι είσαι μόνιμος κάτοικος μιας πόλεως. Είσαι ταξιδιώτης. Δεν είσαι μόνιμος κάτοικος, άλλα οδοιπόρος. Μη μου πεις ότι ανήκω εις αυτήν ή εκείνην την πόλη. Κανείς δεν έχει εδώ πόλη. Η πόλη είναι άνω. Η παροϋσα ζωή είναι πορεία. Η ζωή αυτή είναι ξενοδοχείον. Όταν εισέλθεις εις ξενοδοχείον τι λέγεις εις τον υπηρέτην; Πρόσεξε που θα τοποθετήσεις τις αποσκευές μου. Μην αφήνεις τίποτε εδώ δια να μη χαθεί. Όλα να μεταφερθούν εις το σπίτι μου. Αυτό πρέπει να κάμομε και εμείς εις την ζωήν αυτήν. Ας την βλέπομεν ως ξενοδοχείον και ας μη αφήσομεν να μείνει τίποτε εις το ξενοδοχείον. Όλα ας τα μεταφέρομεν εις την μόνιμον πατρίδα μας.
Είσαι οδοιπόρος και ταξιδιώτης και μάλιστα κάτι ολιγότερον από ταξιδιώτης. Πως; Να σου είπω; Ο οδοιπόρος χωρίζει πότε έρχεται και πότε φεύγει από το ξενοδοχείο, επειδή αυτός ορίζει τον χρόνον που θα εισέλθει και θα εξέλθει. Εμείς όμως εισερχόμεθα εις το ξενοδοχείο της ζωής χωρίς να γνωρίζομεν πότε θα εξέλθομεν. Μερικές μάλιστα φορές παρασκευάζομεν τροφάς δια πολύν χρόνον, ακόμη και την στιγμήν που μας καλεί ο Δεσπότης πλησίον Του».
Ο θάνατος, λοιπόν, είναι μία κλήση τού Θεού. Μάς καλεί ο Θεός να μεταβούμε κάπου άλλου. Που; Καμμιά φιλοσοφία και κανένας ανθρώπινος στοχασμός δεν μπόρεσε ούτε μπορεί να απαντήσει αυθεντικά στο κρίσιμο αυτό ερώτημα. Ο άνθρωπος μπορεί να περιγράψει το θάνατο, όχι να τον ερμηνεύσει. Δεν γνωρίζει τι τον ακολουθεί, που πηγαίνει ο άνθρωπος, τι κάνει εκεί. Όλα αυτά καμμιά Επιστήμη, καμμιά σκέψη ανθρώπου δεν μπορεί να τα εξιχνιάσει. Γιατί άπλοϋστατα δεν υπόπίπτουν στις ανθρώπινες δυνατότητες, δεν επιδέχονται παρατήρηση, πείραμα, λογισμό. Είναι της πίστεως θέματα. Μόνο με την πίστη και με την αποκάλυψη της αλήθειας από τον ίδιο τον Θεό μπορούμε κάτι να μάθουμε για τα έσχατά μας. Επομένως όχι η περιγραφή, αλλά η εξήγηση τού φαινομένου τού θανάτου τού ανθρώπου μας ενδιαφέρει και αυτό είναι το πιο σπουδαίο.
Βέβαια ακόμη και στην περιγραφή τού θανάτου ο άνθρωπος υστερεί. Ακόμη συζητούν οι ιατροί για το τι είναι θάνατος και κυρίως για το πότε επέρχεται. Και δεν συμφωνούν στα σημεία αυτά, γατί νεώτερες έρευνες πείθουν ότι ο άνθρωπος δεν πεθαίνει «όταν βγει η ψυχή του» όπως λέμε, ούτε όταν κλείσει τα μάτια του, ούτε ακόμη όταν ο εγκεφαλογράφος παρουσιάζει ευθεία τη γραμμή τού εγκεφαλογραφήματος. Το ζήτημα τού πότε επέρχεται ακριβώς ο θάνατος στασιάζεται σήμερα. Και ασφαλώς κάπου θα καταλήξουν οι αρμόδιοι, όμως από αυτό αντιλαμβανόμεθα πόσο δύσκολο είναι να μας πη η Επιστήμη τι συμβαίνει ύστερα από το θάνατο, όταν τον ίδιο το θάνατο που βλέπει και ψηλαφά δυσκολεύεται να προσδιορίσει με ακρίβεια.
Η ώρα τού θανάτου
Η Εκκλησία αποκαλεί τον θάνατον «φοβερότατον μυστήριον». Και πράγματι είναι. Μιλάει ακόμη για «αγώνα της ψυχής» που χωρίζεται από το σώμα. Τα πατερικά βιβλία είναι γεμάτα από ιστορίες που έχουν σχέση με τις τελευταίες στιγμές τού ανθρώπου. Σταχυολογώντας τις πληροφορίες από αυτά μπορούμε ως εξής να περιγράψουμε αυτές τις στιγμές:
Φαίνεται ότι ο άνθρωπος κατά την ώρα τού θανάτου του βλέπει διάφορα οράματα. Ο άγιος Σισώης όταν απέθνησκε συνομιλούσε με αγγέλους. Ο άγιος Αντώνιος είδε την ψυχή τού αββά Αμμούν να την παίρνουν άγγελοι.Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μιλώντας για τις τελευταίες στιγμές τού μονάχου Στεφάνου, μας πληροφορεί ότι εκείνος αποκρινόταν: «ναι ή όχι δεν το έκαμα».
Όλα αυτά και άλλα πολλά πείθουν ότι κατά τη φρικτή αυτή ώρα γίνεται κάποια υπενθύμιση των αμαρτιών που διέπραξε στη γη ο αποθνήσκων άνθρωπος. Η ψυχή δηλαδή κυκλώνεται από άθλους και από δαίμονες. Ο ιερός Χρυσόστομος ομιλεί γι' αυτούς και τους αποκαλεί «άθλους απειληφόρους και δυνάμεις απότομους». Τα ίδια πατερικά βιβλία αποκαλούν τους δαίμονες «τελώνια». Η λέξη προδίδει την ύπαρξη εμποδίων ή έλεγχου για τη μετάβαση της ψυχής στον ουρανό. Και πράγματι γίνεται πόλεμος εκείνη την ώρα για την κατοχή μιας ψυχής.
Περί τωντελωνίων ομιλεί ο αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφεύς Ωριγένης, και επιμένει στη διαδικασία που γίνεται αυτή την ώρα για την τύχη της ψυχής. «Ταρτάριοι άρχοντες και σκοτειναί παρατάξεις» κατά τον άγιο Διάδοχο Φωτικής κυκλώνουν το νεκρικό κρεβάτι. Ο Δε Κύριλλος Αλεξανδρείας συμπληρώνει: «Η ψυχή χωριζόμενη βλέπει τους φοβερούς και αγρίους και απηνείς και ανηλεείς και εχθίστους δαίμονας ως Αιθίοπας ζοφώδεις περιιπταμένους». Τα τελώνια αυτά είναι, κατά τα πατερικά βιβλία, πέντε: ήτοι της καταλαλιάς, της οράσεως, της ακοής, της οσφρήσεως και της αφής, όσες δηλαδή και οι αισθήσεις μας. Οι αγαθοί άγγελοι που παρίστανται δεν εγκαταλείπουν στην τύχη της την ψυχή. Αγωνίζονται να την κερδίσουν για τον ουρανόν.
Η ώρα τού θανάτου είναι η πιο φρικτή. Όλα αυτά συμβαίνουν αυτήν την ώρα και εμείς δεν παίρνουμε είδηση. Η Εκκλησία μας, όμως, που διδάσκει αυτά μας προτρέπει να ευχόμαστε για την ώρα τού θανάτου μας. Και πρώτα απ' όλα έχει ειδικές ευχές εις Ψυχορραγούντα. Ο ιερεύς δηλ. προσέρχεται παρά την κλίνην τού αποθνήσκοντος και δέεται να διευκολύνει ο Θεός την έξοδο της ψυχής του και να την πάρει μαζί του. Οι ευχές αυτές είναι χαρακτηριστικές και αποδίδουν όλη την ιερή παράδοση γι' αυτή τη δύσκολη ώρα. Παράλληλα, πως είπαμε, η Εκκλησία μας μας διδάσκει να προσευχόμαστε για την ώρα τού θανάτου μας να μην είναι αιφνίδια και να μη περιέλθουμε στην κυριαρχία των τελωνίων, των δαιμόνων: «Και εν τω καιρώ της εξόδου μου, την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα» λέμε προς την Παναγίαν μας.
Περί της υπάρξεως των τελωνίων ομιλεί και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν αναφέρεται στο θάνατο αθώων νηπίων, τα οποία λέγουν διηγούμενα:«Ημείς επεράσαμε από τους πονηρούς δαίμονας χωρίς να πάθομε τίποτε. Διότι τα σκοτεινά τελώνια είδον το σώμα μας άσπιλον και ησχύνθησαν. Είδον την ψυχή μας άκακον και καθαράν και ενετράπησαν. Είδον την γλώσσαν άσπιλον και άμωμον και εφιμώθησαν. Παρήλθομεν και ηυτελίσαμεν αυτούς. Δια τούτο οι άγιοι τού Θεού άγγελοι έχαιρον, οι δίκαιοι μας ησπάζοντο, οι όσιοι ετέρποντο λέγοντες καλώς ήλθον τα αρνία τού Χριστού».
Τι θα συμβεί μετά το θάνατο μας
Στη ζωή, λοιπόν, αυτή είμαστε προσωρινοί και μέλλουμε να αποδημήσουμε σαν τα πουλιά που έρχονται κάπου γιά να φύγουν στην εποχή τους. Κανείς δεν έμεινε επί της γης αθάνατος. Όσοι γεννηθήκαμε, θα πεθάνουμε κάποτε. Και αξίζει να μάθουμε τι περί θανάτου και περί των μετά θάνατον διδάσκει η Εκκλησία μας, Γιατί μόνο αυτή η διδασκαλία μπορεί να ρίψει κάποιο φως και να φωτίσει κάπως το «φοβερώτερον τού θανάτου μυστήριον». Ας ακούσουμε τον ιερό Χρυσόστομοσε μια χαρακτηριστική του ομιλία να ομιλεί για τη ματαιότητα της ζωής αυτής και γιά τον θάνατο που σαν καθολικό φαινόμενο την χαρακτηρίζει;
«Δεν γνωρίζεις ότι η ζωή αυτή είναι αποδημία; Νομίζεις ότι είσαι μόνιμος κάτοικος μιας πόλεως. Είσαι ταξιδιώτης. Δεν είσαι μόνιμος κάτοικος, άλλα οδοιπόρος. Μη μου πεις ότι ανήκω εις αυτήν ή εκείνην την πόλη. Κανείς δεν έχει εδώ πόλη. Η πόλη είναι άνω. Η παροϋσα ζωή είναι πορεία. Η ζωή αυτή είναι ξενοδοχείον. Όταν εισέλθεις εις ξενοδοχείον τι λέγεις εις τον υπηρέτην; Πρόσεξε που θα τοποθετήσεις τις αποσκευές μου. Μην αφήνεις τίποτε εδώ δια να μη χαθεί. Όλα να μεταφερθούν εις το σπίτι μου. Αυτό πρέπει να κάμομε και εμείς εις την ζωήν αυτήν. Ας την βλέπομεν ως ξενοδοχείον και ας μη αφήσομεν να μείνει τίποτε εις το ξενοδοχείον. Όλα ας τα μεταφέρομεν εις την μόνιμον πατρίδα μας.
Είσαι οδοιπόρος και ταξιδιώτης και μάλιστα κάτι ολιγότερον από ταξιδιώτης. Πως; Να σου είπω; Ο οδοιπόρος χωρίζει πότε έρχεται και πότε φεύγει από το ξενοδοχείο, επειδή αυτός ορίζει τον χρόνον που θα εισέλθει και θα εξέλθει. Εμείς όμως εισερχόμεθα εις το ξενοδοχείο της ζωής χωρίς να γνωρίζομεν πότε θα εξέλθομεν. Μερικές μάλιστα φορές παρασκευάζομεν τροφάς δια πολύν χρόνον, ακόμη και την στιγμήν που μας καλεί ο Δεσπότης πλησίον Του».
Ο θάνατος, λοιπόν, είναι μία κλήση τού Θεού. Μάς καλεί ο Θεός να μεταβούμε κάπου άλλου. Που; Καμμιά φιλοσοφία και κανένας ανθρώπινος στοχασμός δεν μπόρεσε ούτε μπορεί να απαντήσει αυθεντικά στο κρίσιμο αυτό ερώτημα. Ο άνθρωπος μπορεί να περιγράψει το θάνατο, όχι να τον ερμηνεύσει. Δεν γνωρίζει τι τον ακολουθεί, που πηγαίνει ο άνθρωπος, τι κάνει εκεί. Όλα αυτά καμμιά Επιστήμη, καμμιά σκέψη ανθρώπου δεν μπορεί να τα εξιχνιάσει. Γιατί άπλοϋστατα δεν υπόπίπτουν στις ανθρώπινες δυνατότητες, δεν επιδέχονται παρατήρηση, πείραμα, λογισμό. Είναι της πίστεως θέματα. Μόνο με την πίστη και με την αποκάλυψη της αλήθειας από τον ίδιο τον Θεό μπορούμε κάτι να μάθουμε για τα έσχατά μας. Επομένως όχι η περιγραφή, αλλά η εξήγηση τού φαινομένου τού θανάτου τού ανθρώπου μας ενδιαφέρει και αυτό είναι το πιο σπουδαίο.
Βέβαια ακόμη και στην περιγραφή τού θανάτου ο άνθρωπος υστερεί. Ακόμη συζητούν οι ιατροί για το τι είναι θάνατος και κυρίως για το πότε επέρχεται. Και δεν συμφωνούν στα σημεία αυτά, γατί νεώτερες έρευνες πείθουν ότι ο άνθρωπος δεν πεθαίνει «όταν βγει η ψυχή του» όπως λέμε, ούτε όταν κλείσει τα μάτια του, ούτε ακόμη όταν ο εγκεφαλογράφος παρουσιάζει ευθεία τη γραμμή τού εγκεφαλογραφήματος. Το ζήτημα τού πότε επέρχεται ακριβώς ο θάνατος στασιάζεται σήμερα. Και ασφαλώς κάπου θα καταλήξουν οι αρμόδιοι, όμως από αυτό αντιλαμβανόμεθα πόσο δύσκολο είναι να μας πη η Επιστήμη τι συμβαίνει ύστερα από το θάνατο, όταν τον ίδιο το θάνατο που βλέπει και ψηλαφά δυσκολεύεται να προσδιορίσει με ακρίβεια.
Η ώρα τού θανάτου
Η Εκκλησία αποκαλεί τον θάνατον «φοβερότατον μυστήριον». Και πράγματι είναι. Μιλάει ακόμη για «αγώνα της ψυχής» που χωρίζεται από το σώμα. Τα πατερικά βιβλία είναι γεμάτα από ιστορίες που έχουν σχέση με τις τελευταίες στιγμές τού ανθρώπου. Σταχυολογώντας τις πληροφορίες από αυτά μπορούμε ως εξής να περιγράψουμε αυτές τις στιγμές:
Φαίνεται ότι ο άνθρωπος κατά την ώρα τού θανάτου του βλέπει διάφορα οράματα. Ο άγιος Σισώης όταν απέθνησκε συνομιλούσε με αγγέλους. Ο άγιος Αντώνιος είδε την ψυχή τού αββά Αμμούν να την παίρνουν άγγελοι.Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μιλώντας για τις τελευταίες στιγμές τού μονάχου Στεφάνου, μας πληροφορεί ότι εκείνος αποκρινόταν: «ναι ή όχι δεν το έκαμα».
Όλα αυτά και άλλα πολλά πείθουν ότι κατά τη φρικτή αυτή ώρα γίνεται κάποια υπενθύμιση των αμαρτιών που διέπραξε στη γη ο αποθνήσκων άνθρωπος. Η ψυχή δηλαδή κυκλώνεται από άθλους και από δαίμονες. Ο ιερός Χρυσόστομος ομιλεί γι' αυτούς και τους αποκαλεί «άθλους απειληφόρους και δυνάμεις απότομους». Τα ίδια πατερικά βιβλία αποκαλούν τους δαίμονες «τελώνια». Η λέξη προδίδει την ύπαρξη εμποδίων ή έλεγχου για τη μετάβαση της ψυχής στον ουρανό. Και πράγματι γίνεται πόλεμος εκείνη την ώρα για την κατοχή μιας ψυχής.
Περί τωντελωνίων ομιλεί ο αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφεύς Ωριγένης, και επιμένει στη διαδικασία που γίνεται αυτή την ώρα για την τύχη της ψυχής. «Ταρτάριοι άρχοντες και σκοτειναί παρατάξεις» κατά τον άγιο Διάδοχο Φωτικής κυκλώνουν το νεκρικό κρεβάτι. Ο Δε Κύριλλος Αλεξανδρείας συμπληρώνει: «Η ψυχή χωριζόμενη βλέπει τους φοβερούς και αγρίους και απηνείς και ανηλεείς και εχθίστους δαίμονας ως Αιθίοπας ζοφώδεις περιιπταμένους». Τα τελώνια αυτά είναι, κατά τα πατερικά βιβλία, πέντε: ήτοι της καταλαλιάς, της οράσεως, της ακοής, της οσφρήσεως και της αφής, όσες δηλαδή και οι αισθήσεις μας. Οι αγαθοί άγγελοι που παρίστανται δεν εγκαταλείπουν στην τύχη της την ψυχή. Αγωνίζονται να την κερδίσουν για τον ουρανόν.
Η ώρα τού θανάτου είναι η πιο φρικτή. Όλα αυτά συμβαίνουν αυτήν την ώρα και εμείς δεν παίρνουμε είδηση. Η Εκκλησία μας, όμως, που διδάσκει αυτά μας προτρέπει να ευχόμαστε για την ώρα τού θανάτου μας. Και πρώτα απ' όλα έχει ειδικές ευχές εις Ψυχορραγούντα. Ο ιερεύς δηλ. προσέρχεται παρά την κλίνην τού αποθνήσκοντος και δέεται να διευκολύνει ο Θεός την έξοδο της ψυχής του και να την πάρει μαζί του. Οι ευχές αυτές είναι χαρακτηριστικές και αποδίδουν όλη την ιερή παράδοση γι' αυτή τη δύσκολη ώρα. Παράλληλα, πως είπαμε, η Εκκλησία μας μας διδάσκει να προσευχόμαστε για την ώρα τού θανάτου μας να μην είναι αιφνίδια και να μη περιέλθουμε στην κυριαρχία των τελωνίων, των δαιμόνων: «Και εν τω καιρώ της εξόδου μου, την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα» λέμε προς την Παναγίαν μας.
Περί της υπάρξεως των τελωνίων ομιλεί και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν αναφέρεται στο θάνατο αθώων νηπίων, τα οποία λέγουν διηγούμενα:«Ημείς επεράσαμε από τους πονηρούς δαίμονας χωρίς να πάθομε τίποτε. Διότι τα σκοτεινά τελώνια είδον το σώμα μας άσπιλον και ησχύνθησαν. Είδον την ψυχή μας άκακον και καθαράν και ενετράπησαν. Είδον την γλώσσαν άσπιλον και άμωμον και εφιμώθησαν. Παρήλθομεν και ηυτελίσαμεν αυτούς. Δια τούτο οι άγιοι τού Θεού άγγελοι έχαιρον, οι δίκαιοι μας ησπάζοντο, οι όσιοι ετέρποντο λέγοντες καλώς ήλθον τα αρνία τού Χριστού».