Κάποιος μοναχός έκανε ένα μεγάλο ταξείδι. Αφού έφτασε στην άκρη ενόςχωριού, κάθισε κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστεί τη νύχτα όταν ξαφνικά ένας χωρικός ήρθε τρέχοντας προς το μέρος του.
«Δώσε μου τον πολύτιμο λίθο!», του φώναξε.
«Ποιόν λίθο;», ρώτησε ο μοναχός.
«Χθες το βράδυ», του απάντησε ο χωρικός, «ένας άγγελος εμφανίστηκε στο όνειρό μου. Μου είπε ότι αν πάω στην άκρη του χωριού το σούρουπο, θα βρω έναν άντρα κάτω από το δέντρο. Αυτός θα μου δώσει έναν πολύτιμο λίθο που θα με κάνει πλούσιο για πάντα». Ο μοναχός έψαξε στο σακίδιό του και έβγαλε έναν λίθο. «Ο άγγελος κατά πάσα πιθανότητα εννοούσε αυτό εδώ», είπε δίνοντάς τον στον χωρικό.
«Τον βρήκα πριν από λίγες ημέρες σε ένα δάσος. Πάρτον, είναι δικός σου».
Ο χωρικός κοίταξε τον λίθο με θαυμασμό. Ήταν ένα διαμάντι που είχε το μέγεθος γροθιάς και αμύθητη αξία. Τον πήρε λοιπόν και πήγε στο σπίτι του. Όλη τη νύχτα όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί και στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι του. Κάτι τον έκανε να νιώθει άσχημα, κάτι που δεν ήταν σε θέση να καταλάβει και που τον βασάνιζε συνεχώς.
Την επόμενη μέρα, μόλις ξημέρωσε σηκώθηκε, πήγε πίσω στον άνθρωπο που βρισκόταν κάτω από το δέντρο και του είπε: «Δάσκαλε, θα με βοηθήσεις να αποκτήσω εκείνα τα πλούτη που σου επέτρεψαν να δώσεις ένα τέτοιο διαμάντι με τόση ευκολία;».
«Δώσε μου τον πολύτιμο λίθο!», του φώναξε.
«Ποιόν λίθο;», ρώτησε ο μοναχός.
«Χθες το βράδυ», του απάντησε ο χωρικός, «ένας άγγελος εμφανίστηκε στο όνειρό μου. Μου είπε ότι αν πάω στην άκρη του χωριού το σούρουπο, θα βρω έναν άντρα κάτω από το δέντρο. Αυτός θα μου δώσει έναν πολύτιμο λίθο που θα με κάνει πλούσιο για πάντα». Ο μοναχός έψαξε στο σακίδιό του και έβγαλε έναν λίθο. «Ο άγγελος κατά πάσα πιθανότητα εννοούσε αυτό εδώ», είπε δίνοντάς τον στον χωρικό.
«Τον βρήκα πριν από λίγες ημέρες σε ένα δάσος. Πάρτον, είναι δικός σου».
Ο χωρικός κοίταξε τον λίθο με θαυμασμό. Ήταν ένα διαμάντι που είχε το μέγεθος γροθιάς και αμύθητη αξία. Τον πήρε λοιπόν και πήγε στο σπίτι του. Όλη τη νύχτα όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί και στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι του. Κάτι τον έκανε να νιώθει άσχημα, κάτι που δεν ήταν σε θέση να καταλάβει και που τον βασάνιζε συνεχώς.
Την επόμενη μέρα, μόλις ξημέρωσε σηκώθηκε, πήγε πίσω στον άνθρωπο που βρισκόταν κάτω από το δέντρο και του είπε: «Δάσκαλε, θα με βοηθήσεις να αποκτήσω εκείνα τα πλούτη που σου επέτρεψαν να δώσεις ένα τέτοιο διαμάντι με τόση ευκολία;».