Στα 1888 όλη την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου οι Χριστιανοί καλούσαν τον Παπα-Πάνο στα σπίτια τους, κι έκανε ευχέλαιο, παράκληση κι αγιασμό.
Είχε βραδυάσει, κι ο παπάς δεν το κατάλαβε. Βραδυάστηκε σ’ εκείνο το μαχαλά, στο Ορτάσαραϊ. Και πήρε το δρόμο να πάη στη Μούντα. Στο δρόμο συνάντησε τον Καράσακαλη το χότζα. Είπε την καλησπέρα και τράβηξε πάλι τον δρόμο του.
-«Τζάνε μου, στάσου, του λέει ο χότζας, γιατί βιάζεσαι τόσο!»
-«Αύριο έχουμε Πάσχα, λέει ο παπάς, κι απόψε πρέπει να βρίσκομαι στο χωριό».
Τελείωσε και δεν τελείωσε την κουβέντα ο παπάς και βρέθηκαν μπροστά στο σπίτι του Καράσακαλη.
-«Ορίστε, λέει ό χότζας, ας περάσουμε μέσα, να πάρουμε έναν καφέ κι ύστερα τραβάς στη δουλειά σου».
-«Ευχαριστώ, βιάζομαι, θα φύγω».
-«Κατάλαβα δεν καταδέχεσαι», λέει ο χότζας. Τότε δεν μπόρεσε ο παπάς να κάνη διαφορετικά, μπήκε στο σπίτι. Ο χότζας του έδωσε σκαμνί, πήρε κι εκείνος ένα και κάθισαν. Δεν πέρασε πολλή ώρα, και μπήκε μέσα στην κάμαρη η οικοδέσποινα, μια μεσόκοπη. Καλωσόρισε τον παπά κι έφυγε. Αμέσως μετά μπαίνει στο δωμάτιο ένα κορίτσι με το δίσκο και τους κερνάει από ένα κονιάκ. Και χωρίς να περάση καιρός, έφερε και δυο καφέδες. Ευχήθηκε ο Παπα-Πάνος, ήπιε τον καφέ και σηκώθηκε να τον αποχαιρετήση και να φύγη. Πριν απ’ αυτόν (όμως) σηκώθηκε ο χότζας, πήγε στο βάθος του δωματίου και (του) λέει:
-«Έλα Παπα-Πάνο, κάτι έχω να σου πω». Ο παπάς τα χρειάστηκε. «Αυτός ο αφορισμένος θα με σκοτώση», είπε με το νου του. Ήθελε δεν ήθελε όμως, τον ακολούθησε. Άνοιξε ο χότζας μια πόρτα, μπήκαν σε μιαν άλλη κάμαρη και αντίκρυ στον τοίχο φάνηκε μια μικρή πόρτα. Ο χότζας πηγαίνει κατευθείαν σ’ αυτήν την πόρτα.
Ο παπάς, εκόπηκαν τα γόνατά του και χάθηκαν οι ελπίδες του. «Θα με σκοτώση ο άπιστος, εις το όνομα Κυρίου….», λέει με το νου του.
Ο χότζας άνοιξε τη μικρή του πόρτα. Ο παπάς τον βλέπει να κατεβαίνει σκαλοπάτια. Άρχισε να κατεβαίνει κι αυτός. Όταν πάτησε στο πάτωμα, βλέπει πως βρίσκεται μέσα σε μια μικρή εκκλησία. Άστραφτε η εκκλησία με τις καντήλες και τους πολυελαίους αναμμένους. Δίπλα στο παγκάρι υπήρχε ένα ντουλαπάκι. Το άνοιξε ο χότζας, έβγαλε το σαρίκι του και το φόρεμά του και το κλείδωσε μέσα.
Ύστερα πέρασε στο προσκυνητάρι, από πίσω κι ο παπάς, προσκύνησαν και μπήκαν στο Ιερό. Φόρεσε τα ιερά άμφια και έδωσε και φόρεσε κι ο Παπα-Πάνος. Κι άρχισε ο Παπα-Θόδωρος -ο Καράσακαλης ο χότζας: «Ευλογητός ο Θεός των πατέρων ημών, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!»
Από το μέρος του δεξιού χορού ένας μεσόκοπος Τούρκος άρχισε: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς….» Ο Παπα-Πάνος κάτι ένιωσε, έναν κόμπο στο λαιμό και δάκρυσαν τα μάτια του. Τον πήρε το μάτι του Παπα-Θόδωρου.
-«Παπα-Πάνο, μη κλαις. Τέτοιο ήταν το γραφτό μας, να γίνουμε και να ζούμε Κλωστοί, κρυφοί Χριστιανοί. Μέγας ο Θεός των πατέρων ημών. Θα έρθη η μέρα που θα βγούμε κι εμείς από το σκοτάδι και θα ζούμε κι εμείς όπως τ’ άλλα τ’ αδέλφια μας, όπως εσείς!»
Ο Παπα-Πάνος παρατηρούσε τον κόσμο. Η εκκλησία γέμισε: Άντρες, γυναίκες, παιδιά, πλούσιοι, φτωχοί, στρατιωτικοί, υπάλληλοι του Κράτους, όλοι τους Τούρκοι -Τούρκους τους έβλεπε αυτούς έξω, Τούρκους τους θεωρούσε! Έκαναν τον Εσπερινό, έκαναν απόλυση κι ένας-ένας, δύο-δύο όλοι έφυγαν.
Έσβησαν τις καντήλες και τους πολυελαίους, βγήκαν και πήγαν και κάθισαν στην κάμαρη. Έβαλαν τραπέζι, έφεραν νηστήσιμα φαγητά κι έφαγαν λίγο.
Πάλι ο Παπα-Πάνος σηκώθηκε και λέει στον Παπα-Θόδωρο:
-«Με την άδειά σου, σ’ ευχαριστώ πολύ, ας πάω στο χωριό μου, οι συγχωριανοί μου τώρα θ’ ανησυχούνε».
-«Όχι, του είπε ο Παπα-Θόδωρος, θα κοιμηθούμε λίγο, θα κάνουμε την Ανάσταση μαζί κι ύστερα θα σε στείλω στο χωριό σου, να κάνης κι εκεί την Ανάσταση. Έχουμε καιρό, δεν είναι ανάγκη, άνετα θα προφτάσης ν’ αναστήσης και στο χωριό σου».
Πόσο κοιμήθηκε δεν το κατάλαβε, ήρθε ο Παπα-Θόδωρος και τον σήκωσε. Πλύθηκαν και μπήκαν στην εκκλησία. Ευλόγησε ο Παπα-Θόδωρος. Ύστερα από τα: Δόξα σοι ο Θεός… Δεύτε προσκυνήσωμεν, ο ψάλτης έψαλε τον κανόνα: Κύματι θαλάσσης…., Κύριε Θεέ μου…., Σε τον επί υδάτων… Σ’ αυτό το μεταξύ οι Τούρκοι ένας-ένας και δύο-δύο μπήκαν και γέμισε η εκκλησία, και κάμποσοι έμειναν στο δωμάτιο, απ’ όπου κατέβαινε η σκάλα.
Τελείωσε ο κανόνας και οι δύο παπάδες έψαλαν μέσα από το Άγιο Βήμα το: «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον….» κι έκαναν απόλυση.
Ύστερα ο Παπα-Θόδωρος έδωσε στον Παπα-Πάνο αναμμένη λαμπάδα και βγήκε αυτός στην Ωραία Πύλη κι έψαλε: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός….». Και ήρθαν κατά την ηλικία πρώτα οι γέροι οι Τούρκοι, άναψαν τις λαμπάδες τους κι από εκείνους πήραν και άλλοι.
Μετά έψαλε ο ψάλτης: Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ… Και είπε ο Καράσακαλης ο χότζας το Ευαγγέλιο: «Διαγενομένου του Σαββάτου, Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσι τον Ιησούν….», και έκαναν ανάσταση κάτω από τον πολυέλαιο: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών… Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν». Όλων των Τούρκων τα πρόσωπα φωτίστηκαν από τη χαρά κι απ’ τα μάτια τους έτρεχαν τα δάκρυα.
Τελείωσε η λειτουργία κι έγινε ο «ασπασμός». Ο Χότζας τότε είπε:
-Ο Χριστός ανέστη. Και οι Τούρκοι απάντησαν:
-«ο αληθινός ανέστη….».
Τέλος ο Παπα-Πάνος διάβασε την ευχή του Χρυσοστόμου «Ει τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως… Και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει…. Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε….». Και εμετάλαβε ο κόσμος και έκαναν απόλυση.
Οι Τούρκοι ένας-ένας και δύο-δύο έφυγαν, και οι παπάδες ανέβηκαν απάνω στην κρεββατοκάμαρα. Ο Παπα-Θόδωρος του είπε:
-«Έχουμε ακόμα καιρό. Κοιμήσου λίγο κι εγώ θα σε ξυπνήσω». Κοιμήθηκε λίγο -το κατάλαβε- και ο Παπα-Θόδωρος τον ξύπνησε. Φώναξε τον γιό του και του είπε να φορέση τ’ άρματά του και το όπλο του και να πάρη τον Παπα-Πάνο και να τον πάη στο χωριό του. Φιλήθηκαν με τον Παπα-Θόδωρο και ο γιός του τον πήρε και τον πήγε στη Μούντα. Κάθισε στην άκρη του χωριού χτύπησε ο παπάς την καμπάνα, ήρθαν οι Χριστιανοί στην εκκλησία και το παιδί ξαναγύρισε στην Τραπεζούντα.
Έτσι ο Παπα-Πάνος σε μια νύχτα έκανε δύο λειτουργίες. Και οι Κλωστοί του Ορτάσαραϊ πάλι (όταν) σηκώθηκαν (την άλλη μέρα), τον έλεγαν (πάλι): Ο προφήτης….
Είχε βραδυάσει, κι ο παπάς δεν το κατάλαβε. Βραδυάστηκε σ’ εκείνο το μαχαλά, στο Ορτάσαραϊ. Και πήρε το δρόμο να πάη στη Μούντα. Στο δρόμο συνάντησε τον Καράσακαλη το χότζα. Είπε την καλησπέρα και τράβηξε πάλι τον δρόμο του.
-«Τζάνε μου, στάσου, του λέει ο χότζας, γιατί βιάζεσαι τόσο!»
-«Αύριο έχουμε Πάσχα, λέει ο παπάς, κι απόψε πρέπει να βρίσκομαι στο χωριό».
Τελείωσε και δεν τελείωσε την κουβέντα ο παπάς και βρέθηκαν μπροστά στο σπίτι του Καράσακαλη.
-«Ορίστε, λέει ό χότζας, ας περάσουμε μέσα, να πάρουμε έναν καφέ κι ύστερα τραβάς στη δουλειά σου».
-«Ευχαριστώ, βιάζομαι, θα φύγω».
-«Κατάλαβα δεν καταδέχεσαι», λέει ο χότζας. Τότε δεν μπόρεσε ο παπάς να κάνη διαφορετικά, μπήκε στο σπίτι. Ο χότζας του έδωσε σκαμνί, πήρε κι εκείνος ένα και κάθισαν. Δεν πέρασε πολλή ώρα, και μπήκε μέσα στην κάμαρη η οικοδέσποινα, μια μεσόκοπη. Καλωσόρισε τον παπά κι έφυγε. Αμέσως μετά μπαίνει στο δωμάτιο ένα κορίτσι με το δίσκο και τους κερνάει από ένα κονιάκ. Και χωρίς να περάση καιρός, έφερε και δυο καφέδες. Ευχήθηκε ο Παπα-Πάνος, ήπιε τον καφέ και σηκώθηκε να τον αποχαιρετήση και να φύγη. Πριν απ’ αυτόν (όμως) σηκώθηκε ο χότζας, πήγε στο βάθος του δωματίου και (του) λέει:
-«Έλα Παπα-Πάνο, κάτι έχω να σου πω». Ο παπάς τα χρειάστηκε. «Αυτός ο αφορισμένος θα με σκοτώση», είπε με το νου του. Ήθελε δεν ήθελε όμως, τον ακολούθησε. Άνοιξε ο χότζας μια πόρτα, μπήκαν σε μιαν άλλη κάμαρη και αντίκρυ στον τοίχο φάνηκε μια μικρή πόρτα. Ο χότζας πηγαίνει κατευθείαν σ’ αυτήν την πόρτα.
Ο παπάς, εκόπηκαν τα γόνατά του και χάθηκαν οι ελπίδες του. «Θα με σκοτώση ο άπιστος, εις το όνομα Κυρίου….», λέει με το νου του.
Ο χότζας άνοιξε τη μικρή του πόρτα. Ο παπάς τον βλέπει να κατεβαίνει σκαλοπάτια. Άρχισε να κατεβαίνει κι αυτός. Όταν πάτησε στο πάτωμα, βλέπει πως βρίσκεται μέσα σε μια μικρή εκκλησία. Άστραφτε η εκκλησία με τις καντήλες και τους πολυελαίους αναμμένους. Δίπλα στο παγκάρι υπήρχε ένα ντουλαπάκι. Το άνοιξε ο χότζας, έβγαλε το σαρίκι του και το φόρεμά του και το κλείδωσε μέσα.
Ύστερα πέρασε στο προσκυνητάρι, από πίσω κι ο παπάς, προσκύνησαν και μπήκαν στο Ιερό. Φόρεσε τα ιερά άμφια και έδωσε και φόρεσε κι ο Παπα-Πάνος. Κι άρχισε ο Παπα-Θόδωρος -ο Καράσακαλης ο χότζας: «Ευλογητός ο Θεός των πατέρων ημών, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!»
Από το μέρος του δεξιού χορού ένας μεσόκοπος Τούρκος άρχισε: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς….» Ο Παπα-Πάνος κάτι ένιωσε, έναν κόμπο στο λαιμό και δάκρυσαν τα μάτια του. Τον πήρε το μάτι του Παπα-Θόδωρου.
-«Παπα-Πάνο, μη κλαις. Τέτοιο ήταν το γραφτό μας, να γίνουμε και να ζούμε Κλωστοί, κρυφοί Χριστιανοί. Μέγας ο Θεός των πατέρων ημών. Θα έρθη η μέρα που θα βγούμε κι εμείς από το σκοτάδι και θα ζούμε κι εμείς όπως τ’ άλλα τ’ αδέλφια μας, όπως εσείς!»
Ο Παπα-Πάνος παρατηρούσε τον κόσμο. Η εκκλησία γέμισε: Άντρες, γυναίκες, παιδιά, πλούσιοι, φτωχοί, στρατιωτικοί, υπάλληλοι του Κράτους, όλοι τους Τούρκοι -Τούρκους τους έβλεπε αυτούς έξω, Τούρκους τους θεωρούσε! Έκαναν τον Εσπερινό, έκαναν απόλυση κι ένας-ένας, δύο-δύο όλοι έφυγαν.
Έσβησαν τις καντήλες και τους πολυελαίους, βγήκαν και πήγαν και κάθισαν στην κάμαρη. Έβαλαν τραπέζι, έφεραν νηστήσιμα φαγητά κι έφαγαν λίγο.
Πάλι ο Παπα-Πάνος σηκώθηκε και λέει στον Παπα-Θόδωρο:
-«Με την άδειά σου, σ’ ευχαριστώ πολύ, ας πάω στο χωριό μου, οι συγχωριανοί μου τώρα θ’ ανησυχούνε».
-«Όχι, του είπε ο Παπα-Θόδωρος, θα κοιμηθούμε λίγο, θα κάνουμε την Ανάσταση μαζί κι ύστερα θα σε στείλω στο χωριό σου, να κάνης κι εκεί την Ανάσταση. Έχουμε καιρό, δεν είναι ανάγκη, άνετα θα προφτάσης ν’ αναστήσης και στο χωριό σου».
Πόσο κοιμήθηκε δεν το κατάλαβε, ήρθε ο Παπα-Θόδωρος και τον σήκωσε. Πλύθηκαν και μπήκαν στην εκκλησία. Ευλόγησε ο Παπα-Θόδωρος. Ύστερα από τα: Δόξα σοι ο Θεός… Δεύτε προσκυνήσωμεν, ο ψάλτης έψαλε τον κανόνα: Κύματι θαλάσσης…., Κύριε Θεέ μου…., Σε τον επί υδάτων… Σ’ αυτό το μεταξύ οι Τούρκοι ένας-ένας και δύο-δύο μπήκαν και γέμισε η εκκλησία, και κάμποσοι έμειναν στο δωμάτιο, απ’ όπου κατέβαινε η σκάλα.
Τελείωσε ο κανόνας και οι δύο παπάδες έψαλαν μέσα από το Άγιο Βήμα το: «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον….» κι έκαναν απόλυση.
Ύστερα ο Παπα-Θόδωρος έδωσε στον Παπα-Πάνο αναμμένη λαμπάδα και βγήκε αυτός στην Ωραία Πύλη κι έψαλε: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός….». Και ήρθαν κατά την ηλικία πρώτα οι γέροι οι Τούρκοι, άναψαν τις λαμπάδες τους κι από εκείνους πήραν και άλλοι.
Μετά έψαλε ο ψάλτης: Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ… Και είπε ο Καράσακαλης ο χότζας το Ευαγγέλιο: «Διαγενομένου του Σαββάτου, Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι αλείψωσι τον Ιησούν….», και έκαναν ανάσταση κάτω από τον πολυέλαιο: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών… Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν». Όλων των Τούρκων τα πρόσωπα φωτίστηκαν από τη χαρά κι απ’ τα μάτια τους έτρεχαν τα δάκρυα.
Τελείωσε η λειτουργία κι έγινε ο «ασπασμός». Ο Χότζας τότε είπε:
-Ο Χριστός ανέστη. Και οι Τούρκοι απάντησαν:
-«ο αληθινός ανέστη….».
Τέλος ο Παπα-Πάνος διάβασε την ευχή του Χρυσοστόμου «Ει τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως… Και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει…. Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε….». Και εμετάλαβε ο κόσμος και έκαναν απόλυση.
Οι Τούρκοι ένας-ένας και δύο-δύο έφυγαν, και οι παπάδες ανέβηκαν απάνω στην κρεββατοκάμαρα. Ο Παπα-Θόδωρος του είπε:
-«Έχουμε ακόμα καιρό. Κοιμήσου λίγο κι εγώ θα σε ξυπνήσω». Κοιμήθηκε λίγο -το κατάλαβε- και ο Παπα-Θόδωρος τον ξύπνησε. Φώναξε τον γιό του και του είπε να φορέση τ’ άρματά του και το όπλο του και να πάρη τον Παπα-Πάνο και να τον πάη στο χωριό του. Φιλήθηκαν με τον Παπα-Θόδωρο και ο γιός του τον πήρε και τον πήγε στη Μούντα. Κάθισε στην άκρη του χωριού χτύπησε ο παπάς την καμπάνα, ήρθαν οι Χριστιανοί στην εκκλησία και το παιδί ξαναγύρισε στην Τραπεζούντα.
Έτσι ο Παπα-Πάνος σε μια νύχτα έκανε δύο λειτουργίες. Και οι Κλωστοί του Ορτάσαραϊ πάλι (όταν) σηκώθηκαν (την άλλη μέρα), τον έλεγαν (πάλι): Ο προφήτης….