Αχ, αυτά τα
φυσικά σώματα, αχ αυτές οι μορφές που μας πλανεύουν με τον υλικό τους μανδύα.
Απομακρύνουν τους ανθρώπους, όταν θεωρούνται άσχημες και τους ξελογιάζουν όταν
το κάλλος τους θαμπώνει τα μάτια, όταν η θωριά τους μεθάει και θολώνει το
μυαλό. Όταν βρίσκονται δίπλα μας, όλα γύρω λούζονται στο φως του ανοιξιάτικου
ήλιου κι όταν τις χάνουμε βυθιζόμαστε στο σκοτάδι και τη θλίψη. Αγαπάμε τις
μορφές ή τις ψυχές που προσωρινά κατοικούν μέσα τους;
Δε χωρίζουν όμως
οι ψυχές που αγαπήθηκαν, χωρίζουν όταν ζούνε μέσα στα σώματα κι όχι όταν
απορρίψουν το εξωτερικό τους κέλυφος. Όταν οι μορφές γίνονται σημείο συνάντησης
των αισθήσεων τότε οι ψυχές απομονώνονται, μπαίνουν στο περιθώριο. Τότε είναι
που γίνονται αόρατες κι απρόσιτες.
Κλείστε τα μάτια και θα δείτε όλα εκείνα που δεν
φαίνονται.
Αχ, αυτή η όραση
που δε μπορεί να διακρίνει εκείνο το φόντο που αιωρείται απαρατήρητο πίσω από
τα φαινομενικά σχήματα. Αχ αυτά τα φυσικά μάτια που δε μπορούν να δουν τα
άμορφα σώματα που λικνίζονται στο αόρατο και λέγονται ψυχές. Αχ, πότε θα
ανασηκώσει το πέπλο, τούτο το λάγνο βλέμμα της ύλης; Πότε θα μπορέσει να δει το
πραγματικό πίσω από το ψεύτικο, το αιώνιο πίσω από το εφήμερο, το άφθαρτο πίσω
από το φθαρτό; Το αληθινό κάλλος, πίσω από το κίβδηλο ωραίο;
Αχ, κι αυτές οι
φυσικές αισθήσεις, που μετρηθήκαν και μείνανε μονάχα πέντε, κι έτσι κάθε τι που
δεν αγγίζουμε, δεν υπάρχει, κάθε τι που δεν βλέπουμε, είναι στα αλήθεια αόρατο,
ότι δε γευόμαστε, είναι ανούσιο, ότι δεν ακούμε, παραμένει ερμητικά κλεισμένο
μυστικό. Πώς ξεχάστηκαν έτσι οι άλλες αισθήσεις; Με ποιο όργανο νιώθουμε την
αγάπη; Από πού πηγάζει κάθε μας δάκρυ; Ποια αόρατη λιμνοθάλασσα ξεχύνεται από
τα μάτια μας; Τι είναι αυτό που μας συγκινεί, μόνο με μια σκέψη; Ποια όργανα
ορατά συλλαμβάνουν τις ιδέες; Πώς ερωτεύονται άραγε οι τυφλοί;
Η αλήθεια λυτρώνει, αλλά μόνο με τα μάτια της
ψυχής μπορεί να γίνει ορατή.
Αχ κι αυτή η
προσκόλληση στην ύλη, που δε γνωρίζει τι σημαίνει έχω, παρά μόνο κατέχω, που
δεν έμαθε να διαχειρίζεται αλλά θέλει μόνο να χειρίζεται.
Αχ κι αυτή η
εκπαίδευση που έγινε στείρα κι άγονη και δε μπορεί να θρέψει των ανθρώπων τις
ψυχές, που κλειδώνει τα μυαλά και σφραγίζει τα μάτια.
Αχ κι αυτοί οι
γονείς που ξέχασαν ότι υπήρξαν παιδιά και μεγαλώνουν ομοιώματα μιας
καθεστηκυίας τάξης, που κάποτε της σηκώνανε παντιέρα. Αποκαμωμένοι επαναστάτες,
τώρα πια, αναπλάθουν το ανήμπορο είδωλο τους, πάνω στις μορφές αθώων παιδιών.
Αχ κι αυτή η
άγνοια που κρατά τον άνθρωπο φυλακισμένο, αλλά σε ένα κελί που μόνος του έχτισε
κι ενώ κρατά το κλειδί, ούτε αυτό το γνωρίζει.
Μα τα μάτια της
ψυχής δεν εμποδίζονται από σύνορα, ούτε από σχήματα και μορφές. Κλείστε τα
μάτια και θα δείτε όλα εκείνα που δεν φαίνονται, αφήστε τις αισθήσεις να
διευρυνθούν και θα νιώσετε όλα εκείνα τα ανέγγιχτα, θα ακούσετε ήχους
ανείπωτους και θα γευτείτε ενέργειες αθάνατες.
Αποταυτιστείτε
από την ύλη για να μπορέσετε να απολαύσετε την ουσία της κι όχι το εξωτερικό
της περίβλημα, για να μπορέσετε να γίνετε Ηνίοχοι κι όχι όντα άλογα που
καβαλικεύονται κι άγονται και φέρονται από τυφλές γήινες κι εφήμερες επιθυμίες. Η αλήθεια λυτρώνει, αλλά μόνο με τα μάτια
της ψυχής μπορεί να γίνει ορατή.
δες με τα μάτια της ψυχής τον άνεμο
και το φεγγάρι που ΄ναι ολόγιομο απόψε
Δες με.. από μακριά σου γνέφω,
απ΄ τα κατάβαθα της θύμησης,
από το μέλλον
Δες με και αναπόλησε εκείνες τις στιγμές
τις μακρινές τις άφαντες
που προκαλούσαμε τα κύματα
με τα παράτολμα βυθίσματα
Ποιήματα υφαντά σχεδίασε
στον αργαλειό της ψυχής σου
κι ανίχνευσε με προσοχή
την ποθεινή προσέγγιση στον ήλιο
μην και καεί από το πάθος σου
από τη λάμψη που πυροδοτεί
το φωτισμένο πρόσωπο σου
Την ανάσα μου άκουσε,
της βροχής τους χτύπους,
τον ξέφρενο χορό μέσα στα σπλάγχνα μου
την υγρασία των ματιών μου