Μια τέτοια μέρα η Παναγιά κατέβη από τους ουρανούς
για να γιορτάσει Ανάσταση μαζί με τους πιστούς.
Κόσμος πολύς ήταν εκεί κι ευφράνθη η ψυχή της,
που έβλεπε τόσους πιστούς που ετίμουν το παιδί της.
Ευωδιάζει η Εκκλησιά, λιβάνι, κερί, μέλι, ψάλλουν ιερείς, ψάλλουν πιστοί, ψάλλουν κι οι αγγέλοι.
Και φαίνονται ναναι όλοι τους πολύ συγκινημένοι,
οι περισσότεροι απ αυτούς είναι και δακρυσμένοι.
Κι έτσι ο ορθρος προχωρεί κι ακούγεται σαφώς
ο ιερεύς που προσκαλεί "Δεύτε λάβετε φώς"!
Όλοι λαμπάδες άναψαν κι έγινε ένα πανόραμα
και χύθηκε παντού το φως ωσάν να βλέπεις όραμα.
Όλου του κλήρου άρχισε σε λίγο το ξεκίνημα
να βγούν έξω από το ναό, να δώσουνε το μήνυμα.
"Χριστός Ανέστη" ακούστηκε να ψάλλει ο Δεσπότης
"Χριστός Ανέστη" σώθηκε όλη η Ανθρωπότης.
Τότε η χαρά, η συγκίνηση φτάνει στο κατακόρυφο.
Ηχούν καμπάνες γιορτινά, φιλιά, ευχές και θόρυβος.
Κι αφού οι ιερείς έξι φορές είπαν Χριστός Ανέστη
έγινε αυτό που η Παναγιά, είδε κι εξανέστη.
Και το τροπάριο έλεγε:
"Σκόρπισαν οι εχθροί Του
κι αυτοί που δεν χαρήκανε για την Ανάστασή Του.
Κι όπως χάνεται ο καπνός χαθήκαν απο εμπρός του,
γιατί χαρά μόνο γι αυτούς ήταν ο θάνατός Του.
Έτσι απολούνται οι αμαρτωλοί κι αυτοί που Τον μισούνε,
οι δίκαιοι αγάλλονται μένουν να ευφρανθούνε".
Κι ενώ ο Δεσπότης έψαλε τα τόσο αυτά μεγάλα,
ξεκίνησαν οι χριστιανοί να φεύγουνε τρεχάλα.
Όλα τα φώτα σκόρπισαν να έμειναν τόσοι μόνο
που προκαλούσανε ντροπή, αγανάκτηση και πόνο.
Η Παναγιά μας σάστισε, έβλεπε κι απορούσε,
να καταλάβει δεν μπορεί, τον Άγγελο ρωτούσε.
-Άγγελε, σε παρακαλώ ρώτησε κι έλα πέ μου
αυτοί που φεύγουν βιαστικοί, που πάνε εξήγησέ μου.
Πώς στη γιορτή δεν θέλουνε μαζί μας να καθήσουν
για να δοξάσουν το Χριστό και να Τον προσκυνήσουν
Στην Σταύρωση όλοι έμειναν, στον τάφο Του με δάκρυ,
μυρολούλουδα έρραναν όλοι απ άκρη σ΄άκρη.
Και τώρα που τελείωσαν πια του Χριστού τα πάθη,
φεύγουνε, την Ανάσταση μόλις που έχουν μάθη.
Μην είναι εκείνοι οι εχθροί που θέλαν το κακό Του,
αυτοί που Τον προδώσανε, Τον στείλαν στον σταυρό Του,
που Τον μισούν και βλασφημούν το άγιο ονομά Του;
Πήγαινε Άγγελε να δεις μην είναι του Πιλάτου;
Ο Άγγελος γονάτισε και στων ματιών την άκρη,
είδε η Θεοτόκος μας να του κυλά ένα δάκρυ.
-Συγχώρα με Βασίλισσα, μήτηρ-ποιητού των όλων,
γιατί αυτά που με ρωτάς θα σε γεμίσουν πόνο.
Απ το ναό όλοι αυτοί που φεύγουν μακρυά Του
είναι γιατί ο διάβολος έκανε τη δουλειά του.
Και εις το σπίτι βιαστικοί τρέχουνε για να φτάσουν
τη μαγειρίτσα τη ζεστή να φάνε, να χορτάσουν.
Η Δέσποινά μας τ άκουσε όλα αυτά πικραμένη
και για την ανθρωπότητα είπε πολύ λυπημένη.
-Πώς θα τολμήσω στο Θεό γι αυτούς να μεσιτέψω
όταν στον πόνο, στον καημοί ζητούν να τους συντρέξω;
Δια βρώσεως εξώσθη ο Αδάμ του Παραδείσου,
πάλι για βρώση Ανθρωπε βαραίνεις τη ψυχή σου;
Επιτέλους τέλος και σ’ όλους εμάς, που τη νύχτα της Ανάστασης, ανασταίνουμε τον Κύριο μόνο για λίγο, διότι μετά τον «θάβουμε» στον «τάφο» της λήθης και της αδηφαγίας, της ντροπής και της δειλίας, της λαιμαργίας και της αγνοίας και δεν τιμούμε έτσι την Ανάστασή Του διότι η ημέρα της Ανάστασης δεν είναι μόνο το Πάσχα ή Κάθε Κυριακή, που όπως γνωρίζουμε, είναι αφιερωμένη στο γεγονός της Ανάστασης ή η διακαινήσιμη εβδομάδα, όπου όλες οι προσευχές υποχωρούν, μπροστά στο λαμπρότατο «Χριστός Ανέστη».
Η ημέρα της Ανάστασης είναι:
· Όλη η ζωή μας.
· Όλη η ζωή της Καινής Διαθήκης.
· Όλη η ιστορία της Εκκλησίας, αφού προχωρεί με χειραγωγό την Ανάσταση.
Στους ασεβείς Σιωνιστές Εβραίους, που σταύρωσαν τον Ιησού Χριστό, οι σκέψεις τους για ανάσταση τους φαινόταν παραλογισμός και βλακεία, όπως ίσως και σε πολλούς σημερινούς αμαθείς ανθρώπους. Όμως ο Ίδιος ο Θεός, μέσα από την Παλαιά Διαθήκη, στην Αγία Γραφή και τον προφήτη Ιεζεκιήλ, μας δίνει όλη την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Λέει ο προφήτης:
«Βρέθηκα σε μια απέραντη πεδιάδα, γεμάτη κόκαλα. Κόκαλα ανθρώπινα. Πολλά σφόδρα. Και ξηρά σφόδρα. Που ανήκαν σε πεθαμένους από αμνημονεύτων χρόνων. Που είχαν τόσο φθαρή, ώστε δεν είχε μείνει τίποτε σωστό σ’ αυτά. Εστάθηκα και τα κοίταζα. Με απορία και θλίψη. Και Να, ξαφνικά ακούω τη φωνή του Παντοκράτορος Θεού, να με ερωτάει: -Υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστά ταύτα; τι λες; τι γνώμη έχεις; Μπορεί ποτέ, να ξαναπάρουν τα οστά αυτά ζωή;»
Ο προφήτης απάντησε:
«-Κύριε, Σύ οίδας!» Δηλαδή Εσύ ξέρεις.
Και ακούστηκε η φοβερή φωνή του Κυρίου Σαβαώθ, που έλεγε:
«Υιέ ανθρώπου, προφήτευσε. Δώσε, στο Όνομά μου, εντολή.»
«-Σε ποιόν;»
«-Σ’ αυτά τα γυμνά οστά. Ειπέ τους: Ε, σεις κόκαλα ξερά! Ακούστε την εντολή του Κυρίου. Ο Κύριος σας λέγει: -Είναι φανερό. Είσθε οστά. Οστά γυμνά. οστά νεκρά. Όμως. Εγώ θα σας φτιάξω νεύρα. Εγώ θα σας τυλίξω με σάρκα. Εγώ θα σας σκεπάσω με δέρμα. Εγώ θα σας δώσω ζωή. ναι. θα αποκτήσετε ζωή. Και τότε, θα καταλάβετε, ότι η ζωή, δεν είναι μια κατάσταση ανεξάρτητη από Εμένα. Τότε θα το καταλάβετε, ότι Εγώ είμαι η Ζωή.»
Και συνεχίζει ο προφήτης:
«Κι εγώ υπάκουσα. Έκαμα αυτό που μου είπε. Στράφηκα στα ξερά κόκαλα. Και τους μετέφερα την εντολή του Θεού, όπως μου την είπε. Και υπακούοντας στο παντοδύναμο θέλημα του Κυρίου, όλα εκείνα τα οστά αναταράχθηκαν. Και ευρήκαν τη συναρμογή τους. Και έγιναν ενιαίοι σκελετοί. Και επάνω τους φάνηκαν νεύρα και σάρκες και δέρμα. Και τα κόκαλα έγιναν άνθρωποι νεκροί. Και μου είπε πάλι ο Θεός:
- Υιέ ανθρώπου, προφήτευσε. Δώσε εντολή. στις ψυχές τώρα. Να έλθουν. Από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος. Από όπου και Αν ευρίσκονται. Και να μπουν στα νεκρά σώματά τους. Να ξαναπάρουν ζωή.»
Και ο υιός ανθρώπου προφήτης Ιεζεκιήλ πειθαρχεί. Και μας λέγει:
«- Και εγώ υπάκουσα. Και το είπα. Και οι ψυχές, και άκουσαν και υπάκουσαν. Και ήλθαν οι ψυχές αμέσως. Και οι άνθρωποι εκείνοι «έζησαν». Επήραν ζωή. Ξαναπήραν ζωή. Και σηκώθηκαν όρθιοι. Και «έστησαν επί πόδας αυτών». Πλήθος αναρίθμητο! Και άρχισε, όλη εκείνη η λαοθάλασσα, να κινείται! Γιατί ο λόγος του Θεού είναι ζωή ζωοποιός και ανάσταση.»
Με τον ίδιο τρόπο θα αναστήσει ο Θεός και όλους τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους. Με τον ίδιο τρόπο! Άλλο φυσική, σαρκική ζωή και άλλο ζωή Θεϊκή. Όποιος δεν «ακούει» και δεν πιστεύει τον λόγο του Χριστού, είναι πεθαμένος. Όποιος τον ακούσει και το δεχθεί, ανασταίνεται.
Άς μπούμε λοιπόν όλοι μας στο όχημα της Ανάστασης, που βαδίζει σταθερά στην λεωφόρο της νέας ζωής και μας οδηγεί στο τέρμα, στο ατέρμον τέρμα της βασιλείας των ουρανών., στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος.
Το φώς της Ανάστασης, φωτίζει εκείνους που πιστεύουν και περιμένουν ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος, τη ζωή, τη ψυχή, τα έργα, το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον, τις σκέψεις μας, τον ψυχικό μας κόσμο, τον διπλανό μας, τον μακρινό μας και το σύμπαν, εκτός από αυτούς, που δεν περιμένουν ανάσταση νεκρών και δεν έχουν ούτε μία αχτίδα φωτός.
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί που ζούν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού δεν φοβούνται το θάνατο. Ο θάνατος του ανθρώπινου σώματος, όπως και ο χρόνος του θανάτου, είναι μέσα στο σχέδιο του Θεού!!! Ο θάνατος, είναι η μεγαλύτερη... ευεργεσία του Θεού προς τον άνθρωπο!!! Όπως γκρεμίζει ο εργολάβος, ένα παλιό ερειπωμένο σπίτι, για να φτιάξει ένα καινούργιο, έτσι και ο Κύριος, αλλάζει τον παλαιό θνητό άνθρωπο και τον κάνει καινούργιο, άφθαρτο και άγγελο.
Ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να πεθαίνει. Αιτία του θανάτου δεν είναι ο Θεός, αλλά η αμαρτία. Ο Χριστός που κατάργησε το κράτος της αμαρτίας κατάργησε και το κράτος του θανάτου. Ο θάνατος βλάστησε από την σάπια ρίζα της αμαρτίας. Από την στιγμή που χτυπήθηκε η ρίζα, έλειψαν και οι καρποί. Ο θάνατος είναι πιά χωρίς δύναμη. Η κάθε μέρα που περνάει δεν μας φέρνει στην ημέρα του θανάτου, αλλά στην ημέρα της αιώνιας ζωής. Δεν χάνουμε πιά μία μέρα. Κερδίζουμε μία μέρα. Τα στάχυα, τα άνθη, τα δένδρα, η ανοιξιάτικη βλάστηση, όλα αυτά δεν βλάστησαν από ένα σπέρμα θαμμένο και σαπισμένο μέσα στη γή; Γιατί λοιπόν το θνητό σώμα να μην αναστηθεί με νέα ένδοξη και αθάνατη μορφή;
Άς έρθουν οι ουτοπιστορεαλιστές του αθεϊσμού να μας δώσουν εξηγήσεις και να μας πούν τι υπάρχει μετά τον τάφο; Στάχτη και χώμα και σκουλήκια όλα τα όνειρα, οι ιεροί πόθοι, οι υψηλές προοπτικές, τα όμορφα συναισθήματα, οι ευγενικοί πόθοι;
Οι άγιες ψυχές απαλλαγμένες από τα δεσμά του σώματος και τους άλλους γήϊνους περιορισμούς ζούν με το Θεό, ενωμένες μαζί Του, χωρίς κίνδυνο. Η ζωή της Εκκλησίας δεν είναι στατική. Δεν σταματάει στη γή αυτή. Βρίσκεται σε συνεχή πορεία. Με τον θάνατο γίνεται ριζική αλλαγή ζωής. Το νεκρό σώμα, που μπαίνει στον τάφο σε κατάσταση φθοράς και αποσύνθεσης, θα αναστηθεί άφθαρτο, ωραίο και ένδοξο.
Τι κάνεις όταν θέλεις να ανοικοδομήσεις ένα παλιό σπίτι; Βγάζεις πρώτα έξω τους ανθρώπους του κι ύστερα το κατεδαφίζεις για να το φτιάξεις πιο ωραίο. Και το γεγονός αυτό όχι μόνο δεν τους στενοχωρεί αλλά και τους γεμίζει χαρά. Διότι δεν μένουν στην κατεδάφιση. Οραματίζονται το μελλοντικό καινούργιο οικοδόμημα. Κατά παρόμοιο τρόπο ενεργεί κι ο Θεός. Βγάζει την ψυχή από το παλιό σώμα που κατοικεί , για να το βάλλει στο νέο σώμα το λαμπρό και άφθαρτο.
Άς μην προσέχουμε λοιπόν τη φθορά, αλλά τη μελλοντική λαμπρότητα. Πώς θα γίνει δίκαιη κρίση, αν τα σώματα δεν ανασταίνονται; Οι ψυχές θα τιμωρούνται ή θα απολαμβάνουν τα αιώνια αγαθά μόνες τους;
Ρωτάνε μερικοί: Πώς ο Θεός ανέχεται το δημιούργημα της αγάπης του, ο άνθρωπος, να βασανίζεται; Δεν είναι αντίθετο με την αγαθότητά Του και ασυμβίβαστο με την δικαιοσύνη Του, να επιβάλλει ποινές αιώνιες για πράξεις που έγιναν σε περιορισμένο χρόνο;
Δεν διαμορφώνει όμως ο Θεός τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος διαμορφώνει τον εαυτόν του και τον τοποθετεί στη θέση που ο ίδιος επιλέγει. Το σκοτάδι ψάχνει για το σκοτάδι κι εκεί αναπαύεται. Οι σκοτισμένες ψυχές μισούν το φώς οπουδήποτε κι αν βρίσκονται:
-Μπορεί μια νυχτερίδα να ζήσει στο φώς;
-Μπορεί ένας μπεκρής να ζήσει μαζί με εγκρατείς ανθρώπους;
Οι αμετανόητοι είναι «αλυσοδεμένοι» με τα πάθη τους. Πώς θα ζήσουν μια ζωή διαφορετική; Σ’ αυτούς ούτε η αγάπη του Θεού μπορεί να επέμβει και να καταργήσει το θείο δώρο της ελευθερίας, ούτε η δικαιοσύνη Του μπορεί να μένει αδρανής και να καταργείται. Θάνατος λοιπόν είναι,όταν ο άνθρωπος απομακρύνεται και χωρίζεται από τον Θεό. Αυτός ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό είναι ο αληθινός θάνατος, διότι ο άνθρωπος αποκόπτεται από την Πηγή του. Νεκροί δεν είναι εκείνοι, που θάφτηκαν μέσα στη γή. Νεκροί είναι μόνο εκείνοι, που έθαψαν την ψυχή τους μέσα στο σώμα. Γι’ αυτό πενθούμε τους αμαρτωλούς όχι μόνο όταν πεθαίνουν, αλλά κι όταν ζούν. Και χαιρόμαστε για τους δίκαιους όχι μόνο όταν ζούν, αλλά και όταν πεθαίνουν. Γιατί; Διότι οι αμαρτωλοί κι όταν ζούν, νεκροί είναι, ενώ οι δίκαιοι ακόμη και νεκροί, ζούν.
Γενικό συμπέρασμα: Να μη κλαίμε τους νεκρούς, αλλά τους αμαρτωλούς είτε ζούν είτε πεθαίνουν.
(Γύρω στα δύο δισεκατομμύρια είναι οι χριστιανοί σε όλο τον κόσμο κι οι Εβραίοι μία χούφτα. Δεν τους προβληματίζει η μαρτυρία της Ιστορίας, που είναι τόσο αυθεντική; Τόσα έγιναν. Τόσα άκουσαν. Τόσα είδαν. Τι άλλο θέλουν; Όλα τα ψάχνουν, εκτός από την αλήθεια).
για να γιορτάσει Ανάσταση μαζί με τους πιστούς.
Κόσμος πολύς ήταν εκεί κι ευφράνθη η ψυχή της,
που έβλεπε τόσους πιστούς που ετίμουν το παιδί της.
Ευωδιάζει η Εκκλησιά, λιβάνι, κερί, μέλι, ψάλλουν ιερείς, ψάλλουν πιστοί, ψάλλουν κι οι αγγέλοι.
Και φαίνονται ναναι όλοι τους πολύ συγκινημένοι,
οι περισσότεροι απ αυτούς είναι και δακρυσμένοι.
Κι έτσι ο ορθρος προχωρεί κι ακούγεται σαφώς
ο ιερεύς που προσκαλεί "Δεύτε λάβετε φώς"!
Όλοι λαμπάδες άναψαν κι έγινε ένα πανόραμα
και χύθηκε παντού το φως ωσάν να βλέπεις όραμα.
Όλου του κλήρου άρχισε σε λίγο το ξεκίνημα
να βγούν έξω από το ναό, να δώσουνε το μήνυμα.
"Χριστός Ανέστη" ακούστηκε να ψάλλει ο Δεσπότης
"Χριστός Ανέστη" σώθηκε όλη η Ανθρωπότης.
Τότε η χαρά, η συγκίνηση φτάνει στο κατακόρυφο.
Ηχούν καμπάνες γιορτινά, φιλιά, ευχές και θόρυβος.
Κι αφού οι ιερείς έξι φορές είπαν Χριστός Ανέστη
έγινε αυτό που η Παναγιά, είδε κι εξανέστη.
Και το τροπάριο έλεγε:
"Σκόρπισαν οι εχθροί Του
κι αυτοί που δεν χαρήκανε για την Ανάστασή Του.
Κι όπως χάνεται ο καπνός χαθήκαν απο εμπρός του,
γιατί χαρά μόνο γι αυτούς ήταν ο θάνατός Του.
Έτσι απολούνται οι αμαρτωλοί κι αυτοί που Τον μισούνε,
οι δίκαιοι αγάλλονται μένουν να ευφρανθούνε".
Κι ενώ ο Δεσπότης έψαλε τα τόσο αυτά μεγάλα,
ξεκίνησαν οι χριστιανοί να φεύγουνε τρεχάλα.
Όλα τα φώτα σκόρπισαν να έμειναν τόσοι μόνο
που προκαλούσανε ντροπή, αγανάκτηση και πόνο.
Η Παναγιά μας σάστισε, έβλεπε κι απορούσε,
να καταλάβει δεν μπορεί, τον Άγγελο ρωτούσε.
-Άγγελε, σε παρακαλώ ρώτησε κι έλα πέ μου
αυτοί που φεύγουν βιαστικοί, που πάνε εξήγησέ μου.
Πώς στη γιορτή δεν θέλουνε μαζί μας να καθήσουν
για να δοξάσουν το Χριστό και να Τον προσκυνήσουν
Στην Σταύρωση όλοι έμειναν, στον τάφο Του με δάκρυ,
μυρολούλουδα έρραναν όλοι απ άκρη σ΄άκρη.
Και τώρα που τελείωσαν πια του Χριστού τα πάθη,
φεύγουνε, την Ανάσταση μόλις που έχουν μάθη.
Μην είναι εκείνοι οι εχθροί που θέλαν το κακό Του,
αυτοί που Τον προδώσανε, Τον στείλαν στον σταυρό Του,
που Τον μισούν και βλασφημούν το άγιο ονομά Του;
Πήγαινε Άγγελε να δεις μην είναι του Πιλάτου;
Ο Άγγελος γονάτισε και στων ματιών την άκρη,
είδε η Θεοτόκος μας να του κυλά ένα δάκρυ.
-Συγχώρα με Βασίλισσα, μήτηρ-ποιητού των όλων,
γιατί αυτά που με ρωτάς θα σε γεμίσουν πόνο.
Απ το ναό όλοι αυτοί που φεύγουν μακρυά Του
είναι γιατί ο διάβολος έκανε τη δουλειά του.
Και εις το σπίτι βιαστικοί τρέχουνε για να φτάσουν
τη μαγειρίτσα τη ζεστή να φάνε, να χορτάσουν.
Η Δέσποινά μας τ άκουσε όλα αυτά πικραμένη
και για την ανθρωπότητα είπε πολύ λυπημένη.
-Πώς θα τολμήσω στο Θεό γι αυτούς να μεσιτέψω
όταν στον πόνο, στον καημοί ζητούν να τους συντρέξω;
Δια βρώσεως εξώσθη ο Αδάμ του Παραδείσου,
πάλι για βρώση Ανθρωπε βαραίνεις τη ψυχή σου;
Η ημέρα της Ανάστασης είναι:
· Όλη η ζωή μας.
· Όλη η ζωή της Καινής Διαθήκης.
· Όλη η ιστορία της Εκκλησίας, αφού προχωρεί με χειραγωγό την Ανάσταση.
Στους ασεβείς Σιωνιστές Εβραίους, που σταύρωσαν τον Ιησού Χριστό, οι σκέψεις τους για ανάσταση τους φαινόταν παραλογισμός και βλακεία, όπως ίσως και σε πολλούς σημερινούς αμαθείς ανθρώπους. Όμως ο Ίδιος ο Θεός, μέσα από την Παλαιά Διαθήκη, στην Αγία Γραφή και τον προφήτη Ιεζεκιήλ, μας δίνει όλη την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Λέει ο προφήτης:
«Βρέθηκα σε μια απέραντη πεδιάδα, γεμάτη κόκαλα. Κόκαλα ανθρώπινα. Πολλά σφόδρα. Και ξηρά σφόδρα. Που ανήκαν σε πεθαμένους από αμνημονεύτων χρόνων. Που είχαν τόσο φθαρή, ώστε δεν είχε μείνει τίποτε σωστό σ’ αυτά. Εστάθηκα και τα κοίταζα. Με απορία και θλίψη. Και Να, ξαφνικά ακούω τη φωνή του Παντοκράτορος Θεού, να με ερωτάει: -Υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστά ταύτα; τι λες; τι γνώμη έχεις; Μπορεί ποτέ, να ξαναπάρουν τα οστά αυτά ζωή;»
Ο προφήτης απάντησε:
«-Κύριε, Σύ οίδας!» Δηλαδή Εσύ ξέρεις.
Και ακούστηκε η φοβερή φωνή του Κυρίου Σαβαώθ, που έλεγε:
«Υιέ ανθρώπου, προφήτευσε. Δώσε, στο Όνομά μου, εντολή.»
«-Σε ποιόν;»
«-Σ’ αυτά τα γυμνά οστά. Ειπέ τους: Ε, σεις κόκαλα ξερά! Ακούστε την εντολή του Κυρίου. Ο Κύριος σας λέγει: -Είναι φανερό. Είσθε οστά. Οστά γυμνά. οστά νεκρά. Όμως. Εγώ θα σας φτιάξω νεύρα. Εγώ θα σας τυλίξω με σάρκα. Εγώ θα σας σκεπάσω με δέρμα. Εγώ θα σας δώσω ζωή. ναι. θα αποκτήσετε ζωή. Και τότε, θα καταλάβετε, ότι η ζωή, δεν είναι μια κατάσταση ανεξάρτητη από Εμένα. Τότε θα το καταλάβετε, ότι Εγώ είμαι η Ζωή.»
Και συνεχίζει ο προφήτης:
«Κι εγώ υπάκουσα. Έκαμα αυτό που μου είπε. Στράφηκα στα ξερά κόκαλα. Και τους μετέφερα την εντολή του Θεού, όπως μου την είπε. Και υπακούοντας στο παντοδύναμο θέλημα του Κυρίου, όλα εκείνα τα οστά αναταράχθηκαν. Και ευρήκαν τη συναρμογή τους. Και έγιναν ενιαίοι σκελετοί. Και επάνω τους φάνηκαν νεύρα και σάρκες και δέρμα. Και τα κόκαλα έγιναν άνθρωποι νεκροί. Και μου είπε πάλι ο Θεός:
- Υιέ ανθρώπου, προφήτευσε. Δώσε εντολή. στις ψυχές τώρα. Να έλθουν. Από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος. Από όπου και Αν ευρίσκονται. Και να μπουν στα νεκρά σώματά τους. Να ξαναπάρουν ζωή.»
Και ο υιός ανθρώπου προφήτης Ιεζεκιήλ πειθαρχεί. Και μας λέγει:
«- Και εγώ υπάκουσα. Και το είπα. Και οι ψυχές, και άκουσαν και υπάκουσαν. Και ήλθαν οι ψυχές αμέσως. Και οι άνθρωποι εκείνοι «έζησαν». Επήραν ζωή. Ξαναπήραν ζωή. Και σηκώθηκαν όρθιοι. Και «έστησαν επί πόδας αυτών». Πλήθος αναρίθμητο! Και άρχισε, όλη εκείνη η λαοθάλασσα, να κινείται! Γιατί ο λόγος του Θεού είναι ζωή ζωοποιός και ανάσταση.»
Με τον ίδιο τρόπο θα αναστήσει ο Θεός και όλους τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους. Με τον ίδιο τρόπο! Άλλο φυσική, σαρκική ζωή και άλλο ζωή Θεϊκή. Όποιος δεν «ακούει» και δεν πιστεύει τον λόγο του Χριστού, είναι πεθαμένος. Όποιος τον ακούσει και το δεχθεί, ανασταίνεται.
Άς μπούμε λοιπόν όλοι μας στο όχημα της Ανάστασης, που βαδίζει σταθερά στην λεωφόρο της νέας ζωής και μας οδηγεί στο τέρμα, στο ατέρμον τέρμα της βασιλείας των ουρανών., στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος.
Το φώς της Ανάστασης, φωτίζει εκείνους που πιστεύουν και περιμένουν ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος, τη ζωή, τη ψυχή, τα έργα, το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον, τις σκέψεις μας, τον ψυχικό μας κόσμο, τον διπλανό μας, τον μακρινό μας και το σύμπαν, εκτός από αυτούς, που δεν περιμένουν ανάσταση νεκρών και δεν έχουν ούτε μία αχτίδα φωτός.
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί που ζούν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού δεν φοβούνται το θάνατο. Ο θάνατος του ανθρώπινου σώματος, όπως και ο χρόνος του θανάτου, είναι μέσα στο σχέδιο του Θεού!!! Ο θάνατος, είναι η μεγαλύτερη... ευεργεσία του Θεού προς τον άνθρωπο!!! Όπως γκρεμίζει ο εργολάβος, ένα παλιό ερειπωμένο σπίτι, για να φτιάξει ένα καινούργιο, έτσι και ο Κύριος, αλλάζει τον παλαιό θνητό άνθρωπο και τον κάνει καινούργιο, άφθαρτο και άγγελο.
Ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να πεθαίνει. Αιτία του θανάτου δεν είναι ο Θεός, αλλά η αμαρτία. Ο Χριστός που κατάργησε το κράτος της αμαρτίας κατάργησε και το κράτος του θανάτου. Ο θάνατος βλάστησε από την σάπια ρίζα της αμαρτίας. Από την στιγμή που χτυπήθηκε η ρίζα, έλειψαν και οι καρποί. Ο θάνατος είναι πιά χωρίς δύναμη. Η κάθε μέρα που περνάει δεν μας φέρνει στην ημέρα του θανάτου, αλλά στην ημέρα της αιώνιας ζωής. Δεν χάνουμε πιά μία μέρα. Κερδίζουμε μία μέρα. Τα στάχυα, τα άνθη, τα δένδρα, η ανοιξιάτικη βλάστηση, όλα αυτά δεν βλάστησαν από ένα σπέρμα θαμμένο και σαπισμένο μέσα στη γή; Γιατί λοιπόν το θνητό σώμα να μην αναστηθεί με νέα ένδοξη και αθάνατη μορφή;
Άς έρθουν οι ουτοπιστορεαλιστές του αθεϊσμού να μας δώσουν εξηγήσεις και να μας πούν τι υπάρχει μετά τον τάφο; Στάχτη και χώμα και σκουλήκια όλα τα όνειρα, οι ιεροί πόθοι, οι υψηλές προοπτικές, τα όμορφα συναισθήματα, οι ευγενικοί πόθοι;
Οι άγιες ψυχές απαλλαγμένες από τα δεσμά του σώματος και τους άλλους γήϊνους περιορισμούς ζούν με το Θεό, ενωμένες μαζί Του, χωρίς κίνδυνο. Η ζωή της Εκκλησίας δεν είναι στατική. Δεν σταματάει στη γή αυτή. Βρίσκεται σε συνεχή πορεία. Με τον θάνατο γίνεται ριζική αλλαγή ζωής. Το νεκρό σώμα, που μπαίνει στον τάφο σε κατάσταση φθοράς και αποσύνθεσης, θα αναστηθεί άφθαρτο, ωραίο και ένδοξο.
Τι κάνεις όταν θέλεις να ανοικοδομήσεις ένα παλιό σπίτι; Βγάζεις πρώτα έξω τους ανθρώπους του κι ύστερα το κατεδαφίζεις για να το φτιάξεις πιο ωραίο. Και το γεγονός αυτό όχι μόνο δεν τους στενοχωρεί αλλά και τους γεμίζει χαρά. Διότι δεν μένουν στην κατεδάφιση. Οραματίζονται το μελλοντικό καινούργιο οικοδόμημα. Κατά παρόμοιο τρόπο ενεργεί κι ο Θεός. Βγάζει την ψυχή από το παλιό σώμα που κατοικεί , για να το βάλλει στο νέο σώμα το λαμπρό και άφθαρτο.
Άς μην προσέχουμε λοιπόν τη φθορά, αλλά τη μελλοντική λαμπρότητα. Πώς θα γίνει δίκαιη κρίση, αν τα σώματα δεν ανασταίνονται; Οι ψυχές θα τιμωρούνται ή θα απολαμβάνουν τα αιώνια αγαθά μόνες τους;
Ρωτάνε μερικοί: Πώς ο Θεός ανέχεται το δημιούργημα της αγάπης του, ο άνθρωπος, να βασανίζεται; Δεν είναι αντίθετο με την αγαθότητά Του και ασυμβίβαστο με την δικαιοσύνη Του, να επιβάλλει ποινές αιώνιες για πράξεις που έγιναν σε περιορισμένο χρόνο;
Δεν διαμορφώνει όμως ο Θεός τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος διαμορφώνει τον εαυτόν του και τον τοποθετεί στη θέση που ο ίδιος επιλέγει. Το σκοτάδι ψάχνει για το σκοτάδι κι εκεί αναπαύεται. Οι σκοτισμένες ψυχές μισούν το φώς οπουδήποτε κι αν βρίσκονται:
-Μπορεί μια νυχτερίδα να ζήσει στο φώς;
-Μπορεί ένας μπεκρής να ζήσει μαζί με εγκρατείς ανθρώπους;
Οι αμετανόητοι είναι «αλυσοδεμένοι» με τα πάθη τους. Πώς θα ζήσουν μια ζωή διαφορετική; Σ’ αυτούς ούτε η αγάπη του Θεού μπορεί να επέμβει και να καταργήσει το θείο δώρο της ελευθερίας, ούτε η δικαιοσύνη Του μπορεί να μένει αδρανής και να καταργείται. Θάνατος λοιπόν είναι,όταν ο άνθρωπος απομακρύνεται και χωρίζεται από τον Θεό. Αυτός ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό είναι ο αληθινός θάνατος, διότι ο άνθρωπος αποκόπτεται από την Πηγή του. Νεκροί δεν είναι εκείνοι, που θάφτηκαν μέσα στη γή. Νεκροί είναι μόνο εκείνοι, που έθαψαν την ψυχή τους μέσα στο σώμα. Γι’ αυτό πενθούμε τους αμαρτωλούς όχι μόνο όταν πεθαίνουν, αλλά κι όταν ζούν. Και χαιρόμαστε για τους δίκαιους όχι μόνο όταν ζούν, αλλά και όταν πεθαίνουν. Γιατί; Διότι οι αμαρτωλοί κι όταν ζούν, νεκροί είναι, ενώ οι δίκαιοι ακόμη και νεκροί, ζούν.
Γενικό συμπέρασμα: Να μη κλαίμε τους νεκρούς, αλλά τους αμαρτωλούς είτε ζούν είτε πεθαίνουν.
(Γύρω στα δύο δισεκατομμύρια είναι οι χριστιανοί σε όλο τον κόσμο κι οι Εβραίοι μία χούφτα. Δεν τους προβληματίζει η μαρτυρία της Ιστορίας, που είναι τόσο αυθεντική; Τόσα έγιναν. Τόσα άκουσαν. Τόσα είδαν. Τι άλλο θέλουν; Όλα τα ψάχνουν, εκτός από την αλήθεια).