Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Ο Άγιος Νεκτάριος άνοιξε τα μάτια του!

«Το μοναστήρι! Ωραίο, μεγαλόπρεπο, ταπεινό…»
Και ρώτησα «γιατί τόσος κόσμος;»

«Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου» μου απάντησαν.


«Πολύ άγνοια μέσα στη γήινη γνώση μου…» σκέφτηκα. Αλήθεια, το’ χα ξεχάσει. Και μου το θύμισε ίσως ο Θεός κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας: 8μμ… μετά τον εσπερινό. Η ολονύχτια ξεκίνησε.

Εδώ βρίσκεται η λάρνακα με τον άγιο λείψανο του δεξιού χεριού του Αγίου Νεκταρίου. Έβλεπα όμως επί ώρα κάποιοι να φωτογραφίζουν και ρώτησα γιατί.

«Σαν τέτοια μέρα ανοίγει η λάρνακα – μου είπαν – και στη γιορτή του επίσης. Κάποτε ο Άγιος άνοιξε τα μάτια του, κι όλα αυτά τα χρόνια πάντα κάτι κάνει τέτοια ημέρα».

«Φωτογραφίζουν λοιπόν για να δουν τα μάτια του Αγίου ανοιχτά; Μα πως γίνεται αυτό; Ας μη σκέφτομαι» είπα μέσα μου. «Με ενοχλεί να βλέπω κόσμο να φωτογραφίζει μέσα σε έναν Ιερό Ναό, πόσο μάλιστα έναν Άγιο». Όμως δεν το απέφυγα. Μισή ώρα μετά, πλησίασα κι εγώ, στάθηκα πάνω από τη λάρνακα και τράβηξα τέσσερις φωτογραφίες.

«Τι βγήκε, τι βγήκε με ρωτούσαν. Άνοιξε τα μάτια του;»

«Όχι» απάντησα. «Να, δείτε».

Και στις τέσσερις φωτογραφίες ο Άγιος είχε τα μάτια του κλειστά.

Για να μη ξαναμπώ στον πειρασμό, έκλεισα το τηλέφωνο, για να το φορτίσω σε μία πρίζα που ήταν δίπλα μου. Έτσι θα μπορούσα να αφοσιωθώ στην ολονύχτια. 20 λεπτά όμως κράτησε η χάρη της σιωπής μου.

Μετά τα 20 λεπτά άνοιξα το τηλέφωνο: Ήθελα να σβήσω τις φωτογραφίες που τράβηξα και να κρατήσω μόνο τη μία. Στις τέσσερις δηλαδή φωτογραφίες, θα κρατούσα μόνο τη μία, έτσι, για ευλογία… Αυτό μου ήρθε ξαφνικά να κάνω. Είμαι λίγο ιδιόρρυθμη μερικές φορές. Μα ως εισηγήτρια και σύμβουλος Δημιουργικής Σταδιοδρομίας, δεν θα μπορούσα να «σταθώ» εάν πρώτη δεν έμπαινα στα βαθιά νερά του ποταμού της ζωής για να κολυμπήσω. Άθελα μου ή μη, έγινε, και συνεχίζει…

Και είδα την πρώτη φωτογραφία του Αγίου με τα μάτια κλειστά όπως την είχα ξαναδεί.

Και είδα τη δεύτερη φωτογραφία του Αγίου με τα μάτια κλειστά όπως την είχα ξαναδεί.

Και είδα μετά και την τρίτη φωτογραφία του Αγίου, κι αντίς να είναι τα μάτια του κλειστά όπως τα είχα ξαναδεί, ήτανε τώρα ορθάνοιχτα.



Πάγωσα. Την κοιτούσα επίμονα. Και προχώρησα μετά και στην τέταρτη φωτογραφία, με την καρδιά να χτυπάει σε όλο μου το κορμί, και την αγωνία για το τι θα αντικρίσω. Χλόμιασα. Και σε αυτή τη φωτογραφία ο Άγιος είχε τα μάτια του ανοιχτά! Τα μάτια μου κόλλησαν επάνω του.

Πως μέσα σε μία πραγματικότητα μιζέριας και κούρασης, κοιτούσαν τα άθλια μάτια μου τα δικά του ιερά μάτια;;; Βούρκωσαν μπρος σε ένα κινητό που ξάφνου είχε μετατραπεί σε «είσοδο» για την ολοζώντανη ιερή Παρουσία. Πόσο ανίκανα ήταν αυτά τα γεμάτα αμφιβολία μάτια μου, να βλέπουν τώρα με σάρκα και οστά τη «ζωή» που παρουσιάστηκε μπρος μου και στην τέταρτη εικόνα;

Γύρω μου ανάσες πολλές και φωνές. Είχαν καταλάβει και μαζεύτηκαν πάνω απ’ το κινητό. Κι ήρθαν μετά «μοναχές», και είδαν κι αυτές. Ήρθε και η Γερόντισσα, και είδε κι αυτή. Και κόσμος ήρθε πολύς, κι έβαζαν το χέρι τους στο σαγόνι και δόξαζαν τον Κύριο…

Και μετά… άρχισα να βγάζω φωτογραφίες με χαρά, 
για να γνωρίζομαι πιότερο με τον Άγιο,
και γιατί χαιρόμουν να τον βλέπω να… «μας» αποκαλύπτεται.

Δεν ένιωσα πως εγώ ήμουν η «άξια» για όλο αυτό, ή ότι συνέβη γιατί είμαι άνθρωπος καλός, μήτε ότι συνέβη γιατί είμαι άνθρωπος που αμφιβάλλει με το παραμικρό.

Ένιωσα όμως πάρα πολύ έντονα πως ήμουν απλά το «μέσον». Όπως ένα γράμμα. Το βάζουμε μέσα σε έναν φάκελο και το στέλνουμε. Εάν ο φάκελος δεν χωράει το γράμμα, θα τσαλακώσει, και πως θα φτάσει; Και άραγε, ήμουν ένας φάκελος που χωρούσε το «γράμμα» ή ένας άγνωστος ταχυδρόμος; Σίγουρα όμως δεν ήμουν κάτι το ξεχωριστό. Μου είναι παντελώς αδιανόητο να πιστέψω κάτι τέτοιο. 

Σκέφτηκα σε μια στιγμή πως «εάν πράγματι είναι έτσι, γιατί να μη συμβεί και κάτι άλλο;» Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που σκέφτηκα σε χρόνο μηδέν, μα τα μάτια μου κατευθύνθηκαν και στο υπόλοιπο σώμα του Αγίου στη λάρνακα. Και ναι, τράβηξα φωτογραφία το σώμα του όλο, και είδα…

Το λείψανο που ήταν τοποθετημένο στο δεξί χέρι,

συνέχιζε τώρα ως πάνω στον ώμο, και όχι μόνο.

Το λείψανο εμφανίστηκε και στην αριστερή του πλευρά!!!

Μπρος στην ατελείωτη άγνοιά μου, όλα τώρα ήταν διαφορετικά…

Πως μπορούμε και ζούμε με τόσο κενό, σε τόσο κενό;

Πως μπορούμε και ζούμε με τόση απιστία, σε τόση απιστία;

Πως μπορούμε και ζούμε με τόση περηφάνια για τον εαυτό μας και όλα τα γήινα που αποκτάμε;

«Ας ήταν τα μάτια μου να μην ξαναδούν τούτο το φως της ημέρας, αν έβλεπαν μιαν ακτίνα μόνο από το Φως Εκείνου…

Ας ήταν τα χείλη μου να μην ξανανοίξουν, αν άνοιγαν για ένα και μόνο ωραίο να πουν, που θα έκανε καλό σε εμένα και τον κόσμο…

Ας ήταν η πένα μου να στέρευε, αν έγραφε μόνο με μία σταγόνα, κάτι που θα είχε τη μεγάλη και διαχρονική αξία στην ψυχή που παραμελούμε…»

Ξημέρωσε. Ανήμερα της εορτής… Η ολονύχτια τελείωσε. Το φως του ήλιου αγκάλιασε το μοναστήρι. Σαν από όνειρο βγήκα και πήγα στον ξενώνα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου γιατί μετά ξεκινούσε η θεία λειτουργία. Με πήρε όμως ο ύπνος και δεν πρόλαβα πολλά. «Αν είναι δυνατόν. Κοντεύει 10. Δηλαδή αν δεν κοιμόμουν τι θα γινόταν;» Τα έβαλα με τον εαυτό μου για τα καλά. «Είδες και τα μάτια του Αγίου ανοιχτά, κι εσύ κοιμήθηκες άθλια ζωή;;;» έλεγα τρέχοντας να προλάβω τα τελευταία αντίδωρα…

Στο δρόμο όμως με σταματούσαν πολλοί. «Δείξτε και σε εμάς» μου έλεγαν.

«Για όλους συνέβη αυτό» απαντούσα. Είχε μαθευτεί. Ξέρανε. Και μετά ξεθάρρεψα κι έλεγα «ελάτε κι εσείς να δείτε», για όλους συνέβη. Απλά, έτυχε σε εμένα. Δεν έχει σημασία αυτό. Αυτοί τη στιγμή που βλέπετε, είναι σα να έγινε και σε εσάς».,

Το πολύ χαρούμενο νέο όμως μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, ήταν που… υπήρξαν και άλλοι άνθρωποι που έβλεπαν τον Άγιο να μισοανοίγει τα ματάκια του ή να χαμογελά. Άκουγα που το έλεγαν… Και με τα μάτια μου είδα επίσης φωτογραφία με τα μάτια ανοιχτά του Αγίου, και σε άλλη κοπέλα. Έτσι ένιωθα πιο καλά. Όσο για τις «μοναχές» εκεί, σας λέγω πως ζουν μέσα στα θαύματα της γλυκιάς ταπείνωσης, πιστές στο έργο της ψυχής και στον Αγώνα.

Μπήκα στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας για… τα τελευταία αντίδωρα. Η εκκλησία άδειαζε… Πήγα μετά στη λάρνακα. Κάτι με τράβηξε πάλι να φωτογραφήσω. Βεβαίως σας παρουσιάζω και αυτές τις πρωινές εικόνες, που είναι τώρα διαφορετικές…

Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Δεν έχω να σχολιάσω. Δεν έχω να κρίνω ή να επιβραβεύσω. Τίποτα δεν ανήκει σε εμένα. Μα αν ήταν να ξαναγεννηθώ, θα ζούσα διαφορετικά. Μπορώ όμως να ξαναγεννηθώ μαζί με την γένεση της νέας ημέρας που χαράζει… έστω κι αν κρατώ στα χέρια μου τα… τελευταία αντίδωρα……

Ένα απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιευσε η Έφη Πασχάλη
 Πηγή:  http://perivolipanagias.blogspot.gr/2016/03/blog-post_82.html