Για να εννοήσουμε την σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα της Αναστάσεως θα πρέπει να κατανοήσουμε (όσο είναι δυνατόν) το γεγονός του θανάτου.
Ο θάνατος είναι εχθρός του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός που θα βιώσει ένας άνθρωπος καθώς έρχεται από την μη ύπαρξη εις την ύπαρξη. Και όμως ο άνθρωπος ζει και κινείται σε αυτήν την ζωή ως αθάνατος και αυτό συμβαίνει επειδή η ζωή του βυθίζεται μέσα στην πλάνη των ,αλλά συγχρόνως συμπεριφέρεται δι’ αυτού του τρόπου διότι δημιουργήθηκε για την αιωνιότητα, δημιουργήθηκε για να ζήσει χωρίς τέλος.
Λέμε ότι οι νεκροί μας δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί, γι’ αυτό τον λόγο και αποφεύγουμε την λέξη νεκρός και την αντικαθιστούμε με την λέξη κεκοιμημένος. Πως λοιπόν ένας ζωντανός μπορεί να αναστηθεί, αφού δεν είναι νεκρός; Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο (να είναι κάποιος νεκρός).
Όταν ομιλούμε για τους κεκοιμημένους και λέμε ότι είναι ζωντανοί ακόμα και μετά τον θάνατό τους εννοούμε ότι υπάρχει η ψυχή τους. Η ψυχή είναι αυτή που διατηρεί την ύπαρξη-συνείδηση κάποιου ανθρώπου. Όμως η ψυχή από μόνη της δεν είναι αρκετή για να είναι κάποιος ζωντανός άνθρωπος!
Ο θάνατος όπως αναφέραμε είναι εχθρός του ανθρώπου, διότι δια του θανάτου ο άνθρωπος παύεται.
Ο άνθρωπος είναι σωματοψυχή, δηλαδή αποτελείται από σώμα αλλά και από ψυχή. Όταν λοιπόν δια του θανάτου χωρίζεται βιαίως το σώμα από την ψυχή τότε παύει να υφίσταται και ο άνθρωπος. Και ακριβώς αυτό το φοβερό γεγονός καθιστά τον Θάνατο εχθρό του Ανθρώπου. Δικαιολογημένα λοιπόν ο υμνωδός ερωτά σε ένα τροπάριο της εξοδίου ακολουθίας: « πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται, ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας, ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται…»
Τι υπάρχει λοιπόν μετά τον θάνατο; Υπάρχει η ψυχή του τάδε ανθρώπου. Το σώμα του λοιπόν λόγω της απουσίας της ψυχής αλλοιώνεται, φθείρεται και τελικά γίνεται χώμα.
Η Ανάσταση λοιπόν είναι απαραίτητη, διότι οι ψυχές των κεκοιμημένων την περιμένουν ώστε να λάβουν και πάλι τα σώματά τους, όχι όμως εκείνα που είχαν πιο πριν στην επίγεια ζωή τους, ούτε εκείνο το σώμα των πρωτόπλαστων πριν την πτώση, αλλά ακόμα πιο ανώτερο. Στην Ανάσταση (στην Δευτέρα Παρουσία) οι κεκοιμημένοι θα λάβουν ένα αφθαρτοποιημένο σώμα, ένα σώμα το οποίο δεν θα υπόκεινται πλέον στην φθορά, ούτε θα βιώνει τον χωροχρόνο όπως το βιώνουμε τώρα. Οι ψυχές των κεκοιμημένων επιζητούν την Ανάσταση για να λάβουν τα σώματά τους για να γίνουν άνθρωποι, γι’ αυτό και η Ορθόδοξη θεολογία υποστηρίζει ότι στην Βασιλεία του Θεού δεν έχουν μπει ακόμα ούτε και οι άγιοί μας (αλλά την προγεύονται), διότι για να μπουν και να λάβουν εξ’ ολοκλήρου την άκτιστη ενέργεια της Αγίας Τριάδος στην οποία ο καθένας είναι δεκτικός θα πρέπει να έχουν και το σώμα τους, ώστε σαν άνθρωποι (σώμα και ψυχή) να λαμβάνουν αυτήν την κοινωνία αγάπης που θα τους χαρίζεται από τον Θεό.
Και όλα αυτά βεβαίως μπορούν να πραγματοποιηθούν διότι ο Χριστός πήρε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε και διότι αφού εμείς οι άνθρωποι τον σταυρώσαμε και τον θανατώσαμε Αυτός μας πρόσφερε την Ανάσταση.
Να λοιπόν γιατί η Ανάσταση είναι τόσο σημαντική για όλους τους ανθρώπους: διότι δια της Αναστάσεως (κατά την Δευτέρα Παρουσία) θα αποκατασταθεί και πάλι η ανθρώπινη φύσις μας η οποία με τον θάνατο αλλοιώνεται.
Η Ανάσταση αποτελεί την αρχή μιας ατέλεστης τελειότητας που θα πραγματοποιηται με την Χάρη του Θεού. Χωρίς αυτήν οι άνθρωποι θα πάψουν να υπάρχουν μιας και ο θάνατος έρχεται αδυσώπητος λόγο της φθοράς και της αμαρτίας.
Η Ανάσταση θα έρθει για όλους τους ανθρώπους. Για άλλους ώστε να εισέλθουν εις κρίση αιώνια και για άλλους ώστε να εισέλθουν εις Ζωή αιώνια.
Τον θάνατο θα τον γευτούμε, όμως σίγουρα θα γευτούμε και την δική μας ανάσταση. Με την Χάρη του Θεού και με τον προσωπικό μας πνευματικό αγώνα ας ελπίσουμε να αναστηθούμε εν Χριστώ ώστε να ζήσουμε μέσα στην ατέρμονη αγάπη Του.
Ο θάνατος είναι εχθρός του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός που θα βιώσει ένας άνθρωπος καθώς έρχεται από την μη ύπαρξη εις την ύπαρξη. Και όμως ο άνθρωπος ζει και κινείται σε αυτήν την ζωή ως αθάνατος και αυτό συμβαίνει επειδή η ζωή του βυθίζεται μέσα στην πλάνη των ,αλλά συγχρόνως συμπεριφέρεται δι’ αυτού του τρόπου διότι δημιουργήθηκε για την αιωνιότητα, δημιουργήθηκε για να ζήσει χωρίς τέλος.
Λέμε ότι οι νεκροί μας δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί, γι’ αυτό τον λόγο και αποφεύγουμε την λέξη νεκρός και την αντικαθιστούμε με την λέξη κεκοιμημένος. Πως λοιπόν ένας ζωντανός μπορεί να αναστηθεί, αφού δεν είναι νεκρός; Αφού η ανάσταση προϋποθέτει τον θάνατο (να είναι κάποιος νεκρός).
Όταν ομιλούμε για τους κεκοιμημένους και λέμε ότι είναι ζωντανοί ακόμα και μετά τον θάνατό τους εννοούμε ότι υπάρχει η ψυχή τους. Η ψυχή είναι αυτή που διατηρεί την ύπαρξη-συνείδηση κάποιου ανθρώπου. Όμως η ψυχή από μόνη της δεν είναι αρκετή για να είναι κάποιος ζωντανός άνθρωπος!
Ο θάνατος όπως αναφέραμε είναι εχθρός του ανθρώπου, διότι δια του θανάτου ο άνθρωπος παύεται.
Ο άνθρωπος είναι σωματοψυχή, δηλαδή αποτελείται από σώμα αλλά και από ψυχή. Όταν λοιπόν δια του θανάτου χωρίζεται βιαίως το σώμα από την ψυχή τότε παύει να υφίσταται και ο άνθρωπος. Και ακριβώς αυτό το φοβερό γεγονός καθιστά τον Θάνατο εχθρό του Ανθρώπου. Δικαιολογημένα λοιπόν ο υμνωδός ερωτά σε ένα τροπάριο της εξοδίου ακολουθίας: « πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται, ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας, ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται…»
Τι υπάρχει λοιπόν μετά τον θάνατο; Υπάρχει η ψυχή του τάδε ανθρώπου. Το σώμα του λοιπόν λόγω της απουσίας της ψυχής αλλοιώνεται, φθείρεται και τελικά γίνεται χώμα.
Η Ανάσταση λοιπόν είναι απαραίτητη, διότι οι ψυχές των κεκοιμημένων την περιμένουν ώστε να λάβουν και πάλι τα σώματά τους, όχι όμως εκείνα που είχαν πιο πριν στην επίγεια ζωή τους, ούτε εκείνο το σώμα των πρωτόπλαστων πριν την πτώση, αλλά ακόμα πιο ανώτερο. Στην Ανάσταση (στην Δευτέρα Παρουσία) οι κεκοιμημένοι θα λάβουν ένα αφθαρτοποιημένο σώμα, ένα σώμα το οποίο δεν θα υπόκεινται πλέον στην φθορά, ούτε θα βιώνει τον χωροχρόνο όπως το βιώνουμε τώρα. Οι ψυχές των κεκοιμημένων επιζητούν την Ανάσταση για να λάβουν τα σώματά τους για να γίνουν άνθρωποι, γι’ αυτό και η Ορθόδοξη θεολογία υποστηρίζει ότι στην Βασιλεία του Θεού δεν έχουν μπει ακόμα ούτε και οι άγιοί μας (αλλά την προγεύονται), διότι για να μπουν και να λάβουν εξ’ ολοκλήρου την άκτιστη ενέργεια της Αγίας Τριάδος στην οποία ο καθένας είναι δεκτικός θα πρέπει να έχουν και το σώμα τους, ώστε σαν άνθρωποι (σώμα και ψυχή) να λαμβάνουν αυτήν την κοινωνία αγάπης που θα τους χαρίζεται από τον Θεό.
Και όλα αυτά βεβαίως μπορούν να πραγματοποιηθούν διότι ο Χριστός πήρε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε και διότι αφού εμείς οι άνθρωποι τον σταυρώσαμε και τον θανατώσαμε Αυτός μας πρόσφερε την Ανάσταση.
Να λοιπόν γιατί η Ανάσταση είναι τόσο σημαντική για όλους τους ανθρώπους: διότι δια της Αναστάσεως (κατά την Δευτέρα Παρουσία) θα αποκατασταθεί και πάλι η ανθρώπινη φύσις μας η οποία με τον θάνατο αλλοιώνεται.
Η Ανάσταση αποτελεί την αρχή μιας ατέλεστης τελειότητας που θα πραγματοποιηται με την Χάρη του Θεού. Χωρίς αυτήν οι άνθρωποι θα πάψουν να υπάρχουν μιας και ο θάνατος έρχεται αδυσώπητος λόγο της φθοράς και της αμαρτίας.
Η Ανάσταση θα έρθει για όλους τους ανθρώπους. Για άλλους ώστε να εισέλθουν εις κρίση αιώνια και για άλλους ώστε να εισέλθουν εις Ζωή αιώνια.
Τον θάνατο θα τον γευτούμε, όμως σίγουρα θα γευτούμε και την δική μας ανάσταση. Με την Χάρη του Θεού και με τον προσωπικό μας πνευματικό αγώνα ας ελπίσουμε να αναστηθούμε εν Χριστώ ώστε να ζήσουμε μέσα στην ατέρμονη αγάπη Του.