Ένας φτωχός άνθρωπος παραπονιόταν για τη θλιβερή του κατάσταση
σε κάποιον που ήταν πλούσιος όπως επίσης και άρρωστος. Ο τελευταίος αρνήθηκε να
τον βοηθήσει και στράφηκε καταπάνω του με θυμό.
Η καρδιά του
ζητιάνου φούσκωσε από τη βιαιότητα του πλούσιου.
«Παράξενο» σκέφτηκε «αυτός ο πλούσιος
άνθρωπος θα έπρεπε να έχει τόσο συγχωρητική έκφραση! Ίσως να μην φοβάται την πικρία
της επαιτείας».
Ο πλούσιος διέταξε το δούλο του να διώξει μακριά το ζητιάνο.
Ως αποτέλεσμα της αγνωμοσύνης του για την ευλογία που απόλαυσε, η Τύχη τον
εγκατέλειψε και έχασε όλα όσα κατείχε. Ο δούλος του πέρασε στα χέρια ενός γενναιόδωρου
ανθρώπου με φωτισμένο μυαλό, που χαροποιήθηκε τόσο στη θέα ενός ζητιάνου όσο
χαροποιείται στη θέα πλουσίων.
Μια νύχτα ένας ζητιάνος ζήτησε ελεημοσύνη από τον τελευταίο και αυτός πρόσταξε το δούλο του να δώσει στον άνθρωπο να φάει.
Ο δούλος
ακούσια ξεστόμισε ένα κλάμα, και επέστρεψε θρηνώντας.
-«Γιατί αυτά τα δάκρυα;» τον ρώτησε
ο κύριός του.
-«Η καρδιά μου είναι θλιμμένη μπροστά
στην κακή κατάσταση αυτού του δύστυχου γέρου ανθρώπου» απάντησε ο δούλος. «Κάποτε
ήταν κάτοχος μεγάλου πλούτου και εγώ ήμουν δούλος του».
Ο κύριος χαμογέλασε και είπε:
-«Αυτό
δεν συμβαίνει από καταστροφή, γιε μου. Ο χρόνος, στα γυρίσματά του, δεν
είναι άδικος.
Ο άπορος αυτός άνθρωπος δεν ήταν αρχικά ένας έμπορος που είχε ψηλά
το κεφάλι του με υπερηφάνεια; Εγώ είμαι αυτός που μια μέρα με έδιωξε από την πόρτα
του. Τώρα η μοίρα τον έβαλε στη θέση που τότε ήμουν εγώ. Ο ουρανός με έκανε φίλο
του και έπλυνε τη σκόνη της λύπης από το πρόσωπό μου.