Ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος πόνος της ύπαρξής μας, αλλά μαζί, σώζει τον άνθρωπο απο την αηδία, μέσα στην οποία κινδυνεύει να χάσει το πρόσωπό του.
Μετά τον Χριστό, ο θάνατος είναι χριστιανός, δεν είναι πιά ένας παρείσκατος, αλλά ο μέγας μυσταγωγός.
Είναι αυτός που μεταφέρει το νόημα του μυστηρίου και την διάσταση του βάθους της ζωής.
Ο αθεϊσμός πρεσβεύει ένα διπλό άτοπο: παράγει την ζωπή από το μηδέν, από την ανυπαρξία και εκμηδενίζει τον ζώντα κατά την στιγμή του θανάτου. Δεν είναι όμως η ζωή ένα στοιχείο του μηδενός, αλλά ο θάνατος ένα στοιχείο της ζωής.
Δεν μπορούμε να εννοήσουμε το πρόβλημα του θανάτου, παρά μέσα στο σύνολο της ζωής. Το μηδέν και ο θάνατος αυτός καθ’ εαυτόν δεν μπορούν να υπάρχουν. Δεν είναι παρά μιά όψη της ζωής, του είναι, ενα φαινόμενο δευτερεύον, ακριβώς όπως και η άρνηση είναι ύστερη, ως προς την κατάφαση και κατά κάποιον λόγο παρασιτική.
Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον θάνατο, ώς μία αποτυχία του Θεού, αφού ο θάνατος δεν καταστρέφει την ζωή. Εκείνο που έχει θραυστεί είναι η ισορροπία και ύστερα από αυτό η μοίρα των θνητών είναι πιά μιά λογική συνέπειά του. Ο θάνατος γίνεται φυσικός, μολονότι αντίθετος προς την φύση, πράγμα που εξηγεί την αγωνία των μελλοθανάτων. Ο θάνατος είναι φυτευμένος σαν μια αγκίδα στην καρδιά της ύπαρξης. Η πληγή είναι τόσο βαθειά, που απαιτεί τον θάνατο του Θεού και, ύστερα από αυτόν το δικό μας πέρασμα από την κάθαρση του θανάτου.
Η χριστιανική αθανασία δεν είναι καθόλου η επιβίωση της ψυχής και η Αγία Γραφή δεν διδάσκει πουθενά την φυσική αθανασία. Πρέπει να διαστέλλουμε την οποιαδήποτε επιβίωση, που δεν είναι επιστροφή στο μηδέν, αλλά ένας τρόπος ελλαττωμένης ύπαρξης, αφού βρίσκεται έξω από τον Θεό και κάτω από το κράτος του θανάτου, και αππό το άλλο μέρος, την αιώνιο ζωή κατα την οποία το ανθρώπινο όν θα αποδοθεί ολόκληρο σώμα και ψυχή κάτω από το κράτος του θείου πνεύματος.
Η ευχαριστία είναι ανάλωση της σάρκας και του αίματος του Κυρίου, ακέραιης επουράνιας ουσίας.
Το "ΠΙΣΤΕΥΩ" το ομολογεί αυτό ρητά: "...Προσδοκώ ανάσταση νεκρών". Όμως πριν την έλευση του Χριστού το κράτος του θανάτου, χωρίς να είναι μια τέλεια εξαφάνιση, είναι μια αποσύνθεση, αφού είναι χωρισμός από τον Θεό. Είναι μια κατάσταση που βρίσκεται στο σύνολο του όντος και του μή όντος.
Ο Λόγος ενώνεται με την νεκρή φύση για να την ζωοποιήσει. Η Σάρκωση είναι ήδη λύτρωση. Αυτή δεν είναι παρά το κορυφαίο σημείο της ένωσης του Θεού, κατά την στιγμή του θανάτου του, με την κατάσταση της υπέρτατης αποσύνθεσης. Η κατάσταση του πτώματος και η κάθοδος στον άδη αποτελούν το τέρμα του έργου της σωτηρίας.
Η σκέψη των πατέρων είναι ρητή στο σημείο αυτό: η αθανασία ολόκληρου του ανθρώπινου όντος είναι μια χάρη του Θεού, μια ανάσταση, διαπότιση του ανθρώπινου όντος, από τις ζωοποιές ενέργειες του θείου πνεύματος.
Οι άγιοι ζούν τον θάνατο με χαρά, την χαρά πως είναι ελευθερωμένοι από το βάρος της επίγειας ζωής. Ο θάνατος είναι γέννηση στην αληθινή ζωή και όρος της ανάστασης.
Ο θάνατος ονομάζεται λειτουργικά "κοίμηση".
Υπάρχει ένα μέρος του ανθρώπινου όντος που κοιμάται και ένα μέρος που μένει ενσυνείδητο. Το όν χάνει μερικές ψυχικές ικανότητες σύμφυτες με το σώμα, όλο δηλαδή το καθαρά αισθητηριακό σύστημα, καθώς και τις ενέργειες του χρόνου και του χώρου. Το πνεύμα χωρίζεται από το σώμα.
Η ψυχή δεν ασκεί πλέον την λειτουργία της να εμψυχώνει το σώμα, αλλά μένει μέσα στο πνεύμα ώς όργανο συνείδησης. Μεγάλη σημασία έχει εδώ η κατηγορηματικότερη άρνηση οποιασδήποτε απενσάρκωσης: ο χωρισμός του σώματος δεν σημαίνει καθόλου την απώλειά του, διότι η ανάσταση ενεργεί μια ανακεφαλαίωση, μιά επανολοκλήρωση μέσα στο πλήρωμα.
Το άν η ύπαρξη μεταξύ θανάτου και έσχατης κρίσης μπορεί να ονομαστεί "καθαρτήριο", αυτό δεν είναι ένας τόπος, αλλά μια ενδιάμεση κατάσταση εξαγνισμού. Αυτή η διάκριση χαρακτηρίζει αρκετά τις δύο πνευματικότητες.
Η αναμονή ανάμεσα στον θάνατο και στην Κρίση είναι δημιουργική:
. Η προσευχή των ζώντων
. Οι προσφορές των για τους νεκρούς και
. Τα μυστήρια της Εκκλησίας
παρεμβαίνουν και συνεχίζουν το έργο της σωτηρίας του Κυρίου.
Η συλλογική πλευρά της αναμονής τονίζεται ιδιαίτερα: είναι η κοινωνία στο ίδιο εσχατολογικό πεπρωμένο. Δεν επανορθώνουμε το λάθος, αλλά επανορθώνεται η φύση. Αυτό εξηγεί την συνηθισμένη εικόνα του περάσματος από το "τελωνείο", όπου ο άνθρωπος αφήνει στους δαίμονες ό, τι τους ανήκει και όπου ελευθερώνεται διατηρώντας μόνον ότι είναι του Κυρίου.
Το "καθαρτήριο", είναι το πεπρωμένο μεταξύ θανάτου και κρίσης, όχι ώς τόπο (οι ψυχές απέβαλαν τα σώματά τους και επομένως ούτε ο χώρος ούτε ο αστρονομικός χρόνος εφαρμόζεται σε αυτές), αλλά ως μια κατάσταση. Δεν πρόκειται ούτε για βασανιστήρια, ούτε για φλόγες, αλλά για ωρίμανση με την απογύμνωση από κάθε ρύπο, που πιέζει το πνεύμα.
Η λέξη "αιωνιότητα" εβραϊκά έχει παρθεί από το ρήμα alam, που θα πει "κρύβω". Ο Θεός περιέβαλε με σκοτάδι την μοίρα πέρα από τον τάφο και δεν πρόκειται καθόλου να παραβιάσουμε το θείο μυστικό. Ωστόσο οι σκέψη των πατέρων βεβαιώνει καθαρά ότι ο "ενδιάμεσος" χρόνος δεν είναι κενός και, καθώς λέει ο άγιος Ειρηναίος, οι ψυχές "ωριμάζουν".
Η δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς είναι μια πάρα πολύ αρχαία και σταθερή παράδοση.
Η διήγηση για την Μεταμόρφωση, παρουσιάζοντάς μας τον Μωϋσή και τον Ηλία, και η παραβολή του Λαζάρου και του πλουσίου, δείχνουν αρκετά ότι οι νεκροί διαθέτουν τέλεια συνείδηση.
Η ζωή, περνώντας μέσα από τον θάνατο, συνεχίζεται. Ο θάνατος είναι ένα ακόμη δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο!
Υ.Γ. Σε μελλοντικό άρθρο θα αναφερθώ και για τον "τρίτο ουρανό" του Αποστόλου Παύλου
Μετά τον Χριστό, ο θάνατος είναι χριστιανός, δεν είναι πιά ένας παρείσκατος, αλλά ο μέγας μυσταγωγός.
Είναι αυτός που μεταφέρει το νόημα του μυστηρίου και την διάσταση του βάθους της ζωής.
Ο αθεϊσμός πρεσβεύει ένα διπλό άτοπο: παράγει την ζωπή από το μηδέν, από την ανυπαρξία και εκμηδενίζει τον ζώντα κατά την στιγμή του θανάτου. Δεν είναι όμως η ζωή ένα στοιχείο του μηδενός, αλλά ο θάνατος ένα στοιχείο της ζωής.
Δεν μπορούμε να εννοήσουμε το πρόβλημα του θανάτου, παρά μέσα στο σύνολο της ζωής. Το μηδέν και ο θάνατος αυτός καθ’ εαυτόν δεν μπορούν να υπάρχουν. Δεν είναι παρά μιά όψη της ζωής, του είναι, ενα φαινόμενο δευτερεύον, ακριβώς όπως και η άρνηση είναι ύστερη, ως προς την κατάφαση και κατά κάποιον λόγο παρασιτική.
Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον θάνατο, ώς μία αποτυχία του Θεού, αφού ο θάνατος δεν καταστρέφει την ζωή. Εκείνο που έχει θραυστεί είναι η ισορροπία και ύστερα από αυτό η μοίρα των θνητών είναι πιά μιά λογική συνέπειά του. Ο θάνατος γίνεται φυσικός, μολονότι αντίθετος προς την φύση, πράγμα που εξηγεί την αγωνία των μελλοθανάτων. Ο θάνατος είναι φυτευμένος σαν μια αγκίδα στην καρδιά της ύπαρξης. Η πληγή είναι τόσο βαθειά, που απαιτεί τον θάνατο του Θεού και, ύστερα από αυτόν το δικό μας πέρασμα από την κάθαρση του θανάτου.
Η χριστιανική αθανασία δεν είναι καθόλου η επιβίωση της ψυχής και η Αγία Γραφή δεν διδάσκει πουθενά την φυσική αθανασία. Πρέπει να διαστέλλουμε την οποιαδήποτε επιβίωση, που δεν είναι επιστροφή στο μηδέν, αλλά ένας τρόπος ελλαττωμένης ύπαρξης, αφού βρίσκεται έξω από τον Θεό και κάτω από το κράτος του θανάτου, και αππό το άλλο μέρος, την αιώνιο ζωή κατα την οποία το ανθρώπινο όν θα αποδοθεί ολόκληρο σώμα και ψυχή κάτω από το κράτος του θείου πνεύματος.
Η ευχαριστία είναι ανάλωση της σάρκας και του αίματος του Κυρίου, ακέραιης επουράνιας ουσίας.
Το "ΠΙΣΤΕΥΩ" το ομολογεί αυτό ρητά: "...Προσδοκώ ανάσταση νεκρών". Όμως πριν την έλευση του Χριστού το κράτος του θανάτου, χωρίς να είναι μια τέλεια εξαφάνιση, είναι μια αποσύνθεση, αφού είναι χωρισμός από τον Θεό. Είναι μια κατάσταση που βρίσκεται στο σύνολο του όντος και του μή όντος.
Ο Λόγος ενώνεται με την νεκρή φύση για να την ζωοποιήσει. Η Σάρκωση είναι ήδη λύτρωση. Αυτή δεν είναι παρά το κορυφαίο σημείο της ένωσης του Θεού, κατά την στιγμή του θανάτου του, με την κατάσταση της υπέρτατης αποσύνθεσης. Η κατάσταση του πτώματος και η κάθοδος στον άδη αποτελούν το τέρμα του έργου της σωτηρίας.
Η σκέψη των πατέρων είναι ρητή στο σημείο αυτό: η αθανασία ολόκληρου του ανθρώπινου όντος είναι μια χάρη του Θεού, μια ανάσταση, διαπότιση του ανθρώπινου όντος, από τις ζωοποιές ενέργειες του θείου πνεύματος.
Οι άγιοι ζούν τον θάνατο με χαρά, την χαρά πως είναι ελευθερωμένοι από το βάρος της επίγειας ζωής. Ο θάνατος είναι γέννηση στην αληθινή ζωή και όρος της ανάστασης.
Ο θάνατος ονομάζεται λειτουργικά "κοίμηση".
Υπάρχει ένα μέρος του ανθρώπινου όντος που κοιμάται και ένα μέρος που μένει ενσυνείδητο. Το όν χάνει μερικές ψυχικές ικανότητες σύμφυτες με το σώμα, όλο δηλαδή το καθαρά αισθητηριακό σύστημα, καθώς και τις ενέργειες του χρόνου και του χώρου. Το πνεύμα χωρίζεται από το σώμα.
Η ψυχή δεν ασκεί πλέον την λειτουργία της να εμψυχώνει το σώμα, αλλά μένει μέσα στο πνεύμα ώς όργανο συνείδησης. Μεγάλη σημασία έχει εδώ η κατηγορηματικότερη άρνηση οποιασδήποτε απενσάρκωσης: ο χωρισμός του σώματος δεν σημαίνει καθόλου την απώλειά του, διότι η ανάσταση ενεργεί μια ανακεφαλαίωση, μιά επανολοκλήρωση μέσα στο πλήρωμα.
Το άν η ύπαρξη μεταξύ θανάτου και έσχατης κρίσης μπορεί να ονομαστεί "καθαρτήριο", αυτό δεν είναι ένας τόπος, αλλά μια ενδιάμεση κατάσταση εξαγνισμού. Αυτή η διάκριση χαρακτηρίζει αρκετά τις δύο πνευματικότητες.
Η αναμονή ανάμεσα στον θάνατο και στην Κρίση είναι δημιουργική:
. Η προσευχή των ζώντων
. Οι προσφορές των για τους νεκρούς και
. Τα μυστήρια της Εκκλησίας
παρεμβαίνουν και συνεχίζουν το έργο της σωτηρίας του Κυρίου.
Η συλλογική πλευρά της αναμονής τονίζεται ιδιαίτερα: είναι η κοινωνία στο ίδιο εσχατολογικό πεπρωμένο. Δεν επανορθώνουμε το λάθος, αλλά επανορθώνεται η φύση. Αυτό εξηγεί την συνηθισμένη εικόνα του περάσματος από το "τελωνείο", όπου ο άνθρωπος αφήνει στους δαίμονες ό, τι τους ανήκει και όπου ελευθερώνεται διατηρώντας μόνον ότι είναι του Κυρίου.
Το "καθαρτήριο", είναι το πεπρωμένο μεταξύ θανάτου και κρίσης, όχι ώς τόπο (οι ψυχές απέβαλαν τα σώματά τους και επομένως ούτε ο χώρος ούτε ο αστρονομικός χρόνος εφαρμόζεται σε αυτές), αλλά ως μια κατάσταση. Δεν πρόκειται ούτε για βασανιστήρια, ούτε για φλόγες, αλλά για ωρίμανση με την απογύμνωση από κάθε ρύπο, που πιέζει το πνεύμα.
Η λέξη "αιωνιότητα" εβραϊκά έχει παρθεί από το ρήμα alam, που θα πει "κρύβω". Ο Θεός περιέβαλε με σκοτάδι την μοίρα πέρα από τον τάφο και δεν πρόκειται καθόλου να παραβιάσουμε το θείο μυστικό. Ωστόσο οι σκέψη των πατέρων βεβαιώνει καθαρά ότι ο "ενδιάμεσος" χρόνος δεν είναι κενός και, καθώς λέει ο άγιος Ειρηναίος, οι ψυχές "ωριμάζουν".
Η δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς είναι μια πάρα πολύ αρχαία και σταθερή παράδοση.
Η διήγηση για την Μεταμόρφωση, παρουσιάζοντάς μας τον Μωϋσή και τον Ηλία, και η παραβολή του Λαζάρου και του πλουσίου, δείχνουν αρκετά ότι οι νεκροί διαθέτουν τέλεια συνείδηση.
Η ζωή, περνώντας μέσα από τον θάνατο, συνεχίζεται. Ο θάνατος είναι ένα ακόμη δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο!
Υ.Γ. Σε μελλοντικό άρθρο θα αναφερθώ και για τον "τρίτο ουρανό" του Αποστόλου Παύλου