Τι είναι αυτό που σε καθηλώνει σε ένα τόπο, σε μια σχέση, σε μια
κατάσταση;
Είναι φόβος για το άγνωστο;
Για το μετά;
Είναι η καρδιά σου που είναι κολλημένη σε αυτά που ξέρεις, εκτιμάς και τιμάς;
Είναι που δε σου αρέσουν οι αλλαγές;
Μήπως είναι ότι ακόμα δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για κάτι τέτοιο;
Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να φύγουν, να απαλλαχτούν, να πάνε μακριά από όλα και όλους και όμως μένουν πάλι πίσω , μένουν πάντα εδώ.
Κάποτε άφησαν τους δούλους ελεύθερους και εκείνοι ξαναγύρισαν.
Είναι η σιγουριά που θέλουμε να έχουμε ζώντας σε γνωστά πλαίσια; Ή ακολουθούμε πιστά εκείνο που λέμε μοίρα. Κάποτε έλεγες θα φύγω μα έγινες δέντρο έβγαλες ρίζες που σε κρατούν γερά δεμένο εδώ, τα δε κλαδιά σου θέριεψαν, ξεπέρασαν τις στέγες των σπιτιών και είναι τα μόνα που βλέπουν μακριά. Ατενίζουν το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και το μπλε βαθύ της θάλασσας.
Όλοι οι άνθρωποι θέλουν κάποια στιγμή να φύγουν από κάπου, να αλλάξουν τοπία, παραστάσεις, να αλλάξουν επάγγελμα, σπίτι, συνήθειες, ακόμα και τους ανθρώπους που έχουν δίπλα τους.
Κάποιοι όμως σε όλη τη διάρκεια της ζωή τους θέλουν να φύγουν και λένε συνέχεια: κάποτε θα φύγω.. και ονειρεύονται τη φυγή … ποτέ όμως δεν το κάνουν, απλά το λένε ίσως για να το πιστέψουν και οι ίδιοι, ίσως για να νιώσουν καλύτερα.
Και όμως πάλι εδώ, για πάντα εδώ.. Κάποτε θα φύγω λένε..και φωτίζει
το πρόσωπό τους. Κάποτε θα φύγω λένε… για να πάρουν δύναμη για να
βγάλουν πέρα με τις δύσκολες καταστάσεις που περνάνε..Ναι έτσι είναι …
κάποτε θα φύγουν… τότε όμως θα είναι η μοναδική φορά που θα θέλουν να
μείνουν…
Πέρα από αυτό που νομίζουμε, από αυτό που ζητάμε απελπισμένα, πέρα από αυτό που λέμε ότι θέλουμε υπάρχει και μια άλλη αλήθεια ότι τις περισσότερες φορές ζούμε ακριβώς αυτό που θέλουμε να ζήσουμε. Η μεμψιμοιρία, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης, μας διακατέχει !
Μοιρολογούμε λοιπόν για τη ζωή μας, θέλουμε να ξεφύγουμε από καταστάσεις και όμως πώς να ξεφύγουμε από τα θέλω μας, από τον ίδιο τον εαυτό μας; Γιατί πραγματικά δεν υπάρχει δε μπορώ αλλά δε θέλω. Αναβάλουμε κάτι για το οποίο δεν είμαστε σίγουροι. Έτσι και εδώ, γιατί όποιος θέλει δε λέει κάποτε αλλά τώρα! Και δεν το λέει απλά και μόνο αλλά το πράττει κιόλας.
Αν θέλεις πραγματικά να φύγεις, μη λες κάποτε θα φύγω, άνοιξε τα φτερά και πέτα εκεί που θες.
Τώρα δεν είσαι δέντρο πια, τώρα δε βλέπουν μόνο τα κλαδιά σου τη θάλασσα και τον ουρανό αλλά ΕΣΥ!
Τώρα δεν έχεις ρίζες παρά μόνο φτερά, τώρα πετάς ελεύθερα και μακριά από όλα και όλους. Επιθύμησε το αυτό που λες ανύπαρχτο.
Η χειρότερη μορφή δουλείας είναι εκείνη στον ίδιο μας τον εαυτό. Στα πραγματικά μας θέλω που εμείς οι ίδιοι δεν τα πραγματοποιούμε και τα καταπιέζουμε στα βάθη της ψυχής μας. Είμαστε αλυσοδεμένοι σε αυτό που λέμε ότι λέμε ότι δε μπορούμε να ξεφύγουμε, σε αυτό που λέμε ανύπαρχτο.
Μη λες λοιπόν κάποτε θα φύγω… και πας να το ονειρευτείς… μόνο φύγε!
Φύγε τώρα!
Δώσε στο όνειρο σου σάρκα και οστά.
Ζήσε το όνειρο.
Είναι φόβος για το άγνωστο;
Για το μετά;
Είναι η καρδιά σου που είναι κολλημένη σε αυτά που ξέρεις, εκτιμάς και τιμάς;
Είναι που δε σου αρέσουν οι αλλαγές;
Μήπως είναι ότι ακόμα δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για κάτι τέτοιο;
Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να φύγουν, να απαλλαχτούν, να πάνε μακριά από όλα και όλους και όμως μένουν πάλι πίσω , μένουν πάντα εδώ.
Κάποτε άφησαν τους δούλους ελεύθερους και εκείνοι ξαναγύρισαν.
Είναι η σιγουριά που θέλουμε να έχουμε ζώντας σε γνωστά πλαίσια; Ή ακολουθούμε πιστά εκείνο που λέμε μοίρα. Κάποτε έλεγες θα φύγω μα έγινες δέντρο έβγαλες ρίζες που σε κρατούν γερά δεμένο εδώ, τα δε κλαδιά σου θέριεψαν, ξεπέρασαν τις στέγες των σπιτιών και είναι τα μόνα που βλέπουν μακριά. Ατενίζουν το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και το μπλε βαθύ της θάλασσας.
Όλοι οι άνθρωποι θέλουν κάποια στιγμή να φύγουν από κάπου, να αλλάξουν τοπία, παραστάσεις, να αλλάξουν επάγγελμα, σπίτι, συνήθειες, ακόμα και τους ανθρώπους που έχουν δίπλα τους.
Κάποιοι όμως σε όλη τη διάρκεια της ζωή τους θέλουν να φύγουν και λένε συνέχεια: κάποτε θα φύγω.. και ονειρεύονται τη φυγή … ποτέ όμως δεν το κάνουν, απλά το λένε ίσως για να το πιστέψουν και οι ίδιοι, ίσως για να νιώσουν καλύτερα.
Βαρέθηκαν να ζουν νεκροί, στης απονιάς τον τόπο
Θέλουν να ανοίξουν τα φτερά, να βρουν καινούριο στόχο
Η μιζέρια τους κυριεύει, κάθε μέρα πιο πολύ
Και η θλίψη τους ποτίζει δηλητήριο την ψυχή
Η ζωή τους περιμένει κάπου αλλού σε άλλο τόπο
Και χαρά θα βρουν εκεί σίγουρα με κάποιο τρόπο.
Θέλουν να ανοίξουν τα φτερά, να βρουν καινούριο στόχο
Η μιζέρια τους κυριεύει, κάθε μέρα πιο πολύ
Και η θλίψη τους ποτίζει δηλητήριο την ψυχή
Η ζωή τους περιμένει κάπου αλλού σε άλλο τόπο
Και χαρά θα βρουν εκεί σίγουρα με κάποιο τρόπο.
Πέρα από αυτό που νομίζουμε, από αυτό που ζητάμε απελπισμένα, πέρα από αυτό που λέμε ότι θέλουμε υπάρχει και μια άλλη αλήθεια ότι τις περισσότερες φορές ζούμε ακριβώς αυτό που θέλουμε να ζήσουμε. Η μεμψιμοιρία, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης, μας διακατέχει !
Μοιρολογούμε λοιπόν για τη ζωή μας, θέλουμε να ξεφύγουμε από καταστάσεις και όμως πώς να ξεφύγουμε από τα θέλω μας, από τον ίδιο τον εαυτό μας; Γιατί πραγματικά δεν υπάρχει δε μπορώ αλλά δε θέλω. Αναβάλουμε κάτι για το οποίο δεν είμαστε σίγουροι. Έτσι και εδώ, γιατί όποιος θέλει δε λέει κάποτε αλλά τώρα! Και δεν το λέει απλά και μόνο αλλά το πράττει κιόλας.
Αν θέλεις πραγματικά να φύγεις, μη λες κάποτε θα φύγω, άνοιξε τα φτερά και πέτα εκεί που θες.
Τώρα δεν είσαι δέντρο πια, τώρα δε βλέπουν μόνο τα κλαδιά σου τη θάλασσα και τον ουρανό αλλά ΕΣΥ!
Τώρα δεν έχεις ρίζες παρά μόνο φτερά, τώρα πετάς ελεύθερα και μακριά από όλα και όλους. Επιθύμησε το αυτό που λες ανύπαρχτο.
Η χειρότερη μορφή δουλείας είναι εκείνη στον ίδιο μας τον εαυτό. Στα πραγματικά μας θέλω που εμείς οι ίδιοι δεν τα πραγματοποιούμε και τα καταπιέζουμε στα βάθη της ψυχής μας. Είμαστε αλυσοδεμένοι σε αυτό που λέμε ότι λέμε ότι δε μπορούμε να ξεφύγουμε, σε αυτό που λέμε ανύπαρχτο.
Μη λες λοιπόν κάποτε θα φύγω… και πας να το ονειρευτείς… μόνο φύγε!
Φύγε τώρα!
Δώσε στο όνειρο σου σάρκα και οστά.
Ζήσε το όνειρο.