Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Η υπόσχεση

Κι αν δεν ήταν το πρώτο, ήταν κάποιο από τα πρώτα.

Το μαγαζάκι στο κέντρο της πόλης είχε επιγραφή «Κατάστημα Γυναικείων Ετοίμων Ενδυμάτων». Ή κάτι τέτοιο.

Στην μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ο κοσμάκης έραβε τα ρούχα του μόνος του. Όποιος είχε φράγκα, πήγαινε στην ράχη ή στην μοδίστρα. Τέτοιο πράγμα, δεν υπάρχει μαγαζί όπου έμπαινες και ψώνιζες ρούχο έτοιμο, στα μέτρα σου, ήταν πολύ προχωρημένο, αλάνθαστο σημάδι προόδου.

Τα δύο αδέλφια, αδελφός και αδελφή, μπήκαν για να ψωνίσουν οπωσδήποτε. Καινούριο εμπορικό («πότε άνοιξε αυτό;»), με βιτρίνα και ωραία ρούχα. Ήταν ό,τι έπρεπε. Τα χρήματα δεν τους περίσσευαν, ωστόσο ο αδελφός είχε υποσχεθεί κάτι. Στον εαυτό του.

Όταν «ανέβηκε» στη συμπρωτεύουσα είχε προσληφθεί σε θέση ιδιωτικής και πολύ κοσμοπολίτικη, ο μισθός ήταν το τελευταίο που τον ενδιέφερε. Αφήνοντας πίσω τη μιζέρια της ορεινής Αρκαδίας, σκόπευε να εργαστεί και να προκόψει. Να κάνει κάτι πραγματικά αξιόλογο. Όταν εδραιώθηκε στην θέση και απέκτησε κύκλο γνωριμιών, κάλεσε την μία από τις αδελφές του, εικοσάχρονη τότε, πάνω στα καλά της, να μείνει μαζί του. Δεν υπολόγιζε σε κανένα προσωπικό συμφέρον. Ήθελε μόνο οι αδελφές του «να δουν τον κόσμο», να ζήσουν με αξιοπρέπεια όσο το δυνατόν μακρύτερα από την φτώχεια. Και, φυσικά, να «καλοπαντρευτούν».

Γι' αυτό ακριβώς είχε βγει εκείνη την χειμωνιάτικη μέρα. Ήθελε «να της ψωνίσει». Να της αγοράσει ένα ολοκαίνουριο, μοντέρνο, όμορφο ρούχο. Είχε φυλάξει χρήματα από τον πρώτο μισθό του. Θεωρούσε συναισθηματικό και συνάμα ηθικό χρέος του να επενδύσει ένα μέρος των πρώτων χρημάτων από την εργασία του για την αγορά ενός δώρου πρακτικής αλλά και αισθητικής αξίας για την αγαπημένη του αδελφή. Γι' αυτό μπήκαν στο μαγαζάκι.

Η κοπέλα σάστισε και πρότεινε να φύγουν, να μην ξοδευτούν. Εκείνος όμως επέμεινε. είχε δώσει υπόσχεση. Στον εαυτό του.

Δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, είχε δώσει επίσης υπόσχεση. Επίσης στον εαυτό του.

– Καλημέρα!

– Καλημέρα! Πότε ανοίξατε;

– Μόλις χθες! Είστε οι πρώτοι πελάτες!

– Ααα! Καλορίζικο! Καλές δουλειές!

– Ευχαριστώ! Τι θα ήθελες;

– Να, ένα παλτό, εδώ για την αδελφή μου.

Σκοτώθηκε ο άνθρωπος να εξυπηρετήσει. Του είχε κάνει σεφτέ ένα θαυμάσιο ζευγάρι. Ένας ευπρεπέστατος και ευγενέστατος νεαρός που ήθελε να κάνει δώρο στην αδελφή του που τον συνόδευε. Τι καλύτερο; Ααα, μα ήταν η έναρξη εργασιών της επιχείρησης! Η καλή του τύχη θα συνεχιζόταν, ήταν βέβαιο.

Έιδε η κοπέλα, δοκίμασε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, πήρε και τη γνώμη αδελφού και καταστηματάρχη, και με τα πολλά κατέληξε. Θα έπαιρνε αυτό το βαρύ, φανταχτερό και κομψό πράσινο παλτό. Αν η τιμή του βέβαια μπορούσε να καλυφθεί από το μικρό κομπόδεμα του μεγάλου της αδελφού.

– Πόσο στοιχίζει;

– Ααα, όσο και αν στοιχίζει … εεε … θα μου επιτρέψετε να σας το κάνω δώρο!

–…

– Ναι, δώρο! Ξέρετε, έχω δώσει υπόσχεση!

– Αγαπητέ μου δεν ξέρω τι υπόσχεση δώσατε και σε ποιον, αλλά κι εγώ έχω δώσει υπόσχεση να κάνω δώρο στην αδελφή μου με τα πρώτα μου χρήματα. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε το δώρο σας…

– Ίσως αν ακούσετε μια σύντομη ιστορία που θα σας πω, να το δεχτείτε.

Ο ιδιοκτήτης του εμπορικού ήταν νέος.

Και φέρελπις.

Και Εβραίος.

Διηγήθηκε τα γεγονότα με τη σειρά, σύντομα και περιεκτικά. Με έντονο συναισθηματικό φόρτο.

Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε διαφύγει από μεγάλο κίνδυνο. Κίνδυνο ζωής. Το ηλικιωμένο ζευγάρι Χριστιανών που τον είχε αρχικά κρύψει και στη συνέχεια φυγαδεύσει, δεν ζούσε πια. Ο άνθρωπος όμως αισθανόταν αιωνίως υποχρεωμένος. Το ζευγάρι ήταν θεοσεβούμενο, πολύ ευκατάστατο και πολύ συντηρητικών αρχών. Στα «έμπα» και στα «έβγα». Στην ελίτ της πόλης. Θα περίμενε κανείς ότι θα ανεχόταν, αν δεν συνεργαζόταν με τις δυνάμεις κατοχής. Παρόλα αυτά το μικρό Εβραιόπουλο είχε βρει κρησφύγετο, αγάπη και στοργή.

Το παιδί είχε υποσχεθεί ότι θα επέστρεφε στην γενέτειρά του. Στη Θεσσαλονίκη του. Θα δούλευε και θα πρόκοβε. Θα τιμούσε την ιερή μνήμη των σωτήρων του. Θα έκανε αγαθοεργίες.

Διέθετε επιχειρηματικό δαιμόνιο και είχε συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο σκόπευε να κρατήσει απαρέγκλιτα. Το πρώτο μέρος του σχεδίου προέβλεπε να χαρίσει κάτι στον πρώτο του πελάτη. Όχι για «γούρι», για να πάνε καλά οι δουλειές, αλλά για να θυμάται πάντα ότι η ζωή είναι που έχει αξία και όχι τα χρήματα.

Ένας ευγνώμων άνθρωπος. Αποφασισμένος να προσφέρει στον άνθρωπο, αγαπώντας τον άνθρωπο.

Κατέληξαν όλοι να κλαίνε αγκαλιασμένοι.

Δυο Αρκάδες Χριστιανοί και ένας Σαλονικιός Εβραίος, ένα κουβάρι. Νέοι, με όλη την ζωή μπροστά τους, μακριά από την φτώχεια, την μιζέρια, τον πόλεμο, την έχθρα, το θανατικό.

Ένα κουβάρι σωμάτων και ψυχών. Ένα κουβάρι ανθρώπων.

Ο Αρκάς νέος απεδείχθη ζόρικος. Συνέχισε να αρνείται την προσφορά, διότι η υπόσχεση του Εβραίου νέου ερχόταν σε απευθείας σύνδεση με την δική του υπόσχεση. Ήταν, μήπως, σημάδι κακό να αλληλοσυγκρούονται δυο ιερές υποσχέσεις; Αν, άραγε, μπορεί να τηρηθούν και οι δύο συγχρόνως.

Ασφαλώς! Τελικά τα βρήκαν στην μέση. Το πράσινο παλτό αγοράστηκε σε τιμή κόστους, ώστε ο Αρκάς νέος να μείνει πιστός στην υπόσχεσή του να αγοράσει τα πρώτα χρήματά του ένα ωραίο και χρήσιμο δώρο στην αδελφή του, αλλά και ο Σαλονίκης νέος να ξορκίσει τον δαίμονα του κέρδους.

Κανείς να μη ρωτήσει ποιοι ήταν και τι απέγιναν οι τρεις νέοι.

Το κουβάρι των ψυχών είναι που μετράει.

Το κουβάρι των ανθρώπων.